fbpx
«“Περασμένες ζωές” της Σελίν Σονγκ» του Μανώλη Γαλιάτσου

«“Περασμένες ζωές” της Σελίν Σονγκ» του Μανώλη Γαλιάτσου

Οκτώ χιλιάδες ζωές... Τόσες πρέπει να ζήσεις για να είσαι σίγουρος ότι θα επαληθευτεί η ιστορία που επέλεξες. Ανάμεσα σ’ έναν κυκεώνα, των αφηγήσεων, και σε μια ζαριά, των πιθανοτήτων, οι ελπίδες είναι πράγματι ελάχιστες κι εμείς δέσμιοι των ιστοριών μας. Η ζωή έχει τα δικά της μονοπάτια και οι αφηγήσεις τα δικά τους, και πρέπει να είσαι ιδιαιτέρως προσεκτικός και τυχερός για να συναντηθείς με το σημείο διασταύρωσής τους. Οκτώ χιλιάδες ζωές για μία: μετά απ’ αυτές μπορούν να σμίξουν όσοι τούς έμελλε να σμίξουν, έτσι το ορίζει η κορεατική παράδοση. Αυτόν τον κανόνα ακολουθεί η Νοτιοκορεάτισσα σκηνοθέτρια Σελίν Σονγκ στην πρώτη της κινηματογραφική –και συγγραφική– απόπειρα, όπου η έννοια του πεπρωμένου αποδεικνύεται ένα ακόμα αφηγηματικό τρικ, το πιο ισχυρό ίσως στην ιστορία των αισθημάτων. Και, σίγουρα, το πιο ικανό για να οδηγήσει, εκ του ασφαλούς, το κάθε ανθρώπινο ον στις ατραπούς της παραπλάνησης. Ή της αλήθειας του...

Στην αρχική σεκάνς της ταινίας Περασμένες ζωές (Past Lives, 2023), μια γυναίκα και δύο άντρες κάθονται στο μπιστρό ενός εστιατορίου, σε παράταξη και σε «κατά μέτωπον» κινηματογράφηση. Η γυναίκα και ο ένας από τους δύο άντρες μιλούν μεταξύ τους στα κορεάτικα. Ο τρίτος, Νεοϋορκέζος Αμερικανοεβραίος, αμήχανος και παράταιρος, μοιάζει παγιδευμένος στο σκηνικό μιας εικόνας που θα ευχόταν να μην τον περιλαμβάνει. Αντιλαμβάνεται ότι, εκείνην ακριβώς τη στιγμή, μέσω μιας άγνωστης σε αυτόν γλώσσας καταγράφεται η εξέλιξη της δικής του ιστορίας, χωρίς ο ίδιος να είναι σε θέση να συνεισφέρει τίποτα απολύτως σε αυτήν: βρίσκεται απλώς εκεί, δραματικά παρών αλλά τραγικά αποκλεισμένος. Η ακατανόητη όμως –και για τον θεατή– σκηνή, έχει τον τρόπο της να μετατραπεί σε αίνιγμα, να ξεδιπλώσει δηλαδή τους άδηλους μηχανισμούς της αφήγησης. Αόρατες φωνές πίσω από την κάμερα –θαμώνων; των ίδιων των μυθοπλαστών; των θεατών;– αναρωτιούνται για τη σχέση των τριών προσώπων μεταξύ τους. Και ενώ στον κλασικό κινηματογράφο η φωνή πίσω από την κάμερα ανήκει αποκλειστικά στον αφηγητή, ο οποίος με σιγουριά οδηγεί την εξέλιξη της ιστορίας, εδώ οι άγνωστες φωνές θέτουν τους όρους μιας εκκρεμότητας, καθώς μοιάζουν αβοήθητες και αποκλεισμένες, όπως κι ο αμήχανος ήρωας, όπως κι εμείς, από την πραγματική αλήθεια της εικόνας. Ολόκληρη η θεματική της ταινίας έχει ήδη εκτεθεί από την εισαγωγική της σεκάνς. Αλλά και, εξίσου, ολόκληρη η ταινία φροντίζει –με τον πιο εύγλωττο τρόπο– να σημειώσει τα διακριτικά της, αλλά εντελώς αποκαλυπτικά, νοηματοδοτημένα σημεία στίξης με τα οποία συντάσσεται. Όπως και η ζωή στο εσωτερικό της ταινίας, με τη συμμετρική και συνεπή απόσταση των δώδεκα ετών σε κάθε μια από τις διαδοχικές της περιόδους, φαίνεται να σφραγίζει κάθε φορά τη συνέχειά της· αλλά σε ποια σημεία ακριβώς πρέπει να έχουμε τεταμένη την προσοχή μας για να την εννοήσουμε; Η Σελίν Σονγκ ζει τη συγκίνηση των ηρώων της και δείχνει αποφασισμένη από την αρχή να ανιχνεύσει αυτά τα σημεία και να τα εντοπίσει.

Το –επί της ουσίας– κλείσιμο του πρώτου φλας μπακ εκτυλίσσεται στη Σεούλ της Νότιας Κορέας. Σ’ ένα μαγικό πλάνο, βγαλμένο λες από τις ζωγραφιές και τα χρώματα εικονογραφημένου παραμυθιού, όπως μόνο η παιδική μνήμη μπορεί να συγκρατήσει, το αγόρι και το κορίτσι ανηφορίζουν σε δύο παράλληλους και αποκλίνοντες δρόμους, με συνεχόμενα σπίτια ανάμεσά τους, που δεν επιτρέπουν την παραμικρή δυνατότητα ενός τελικού, έστω, βλέμματος μετά τον αποχαιρετισμό τους. Αυτή η αβάσταχτη έλλειψη και ο απότομος χωρισμός στα δώδεκα χρόνια τους φαίνεται να φυτεύει στο μυαλό και των δύο την ιδέα του πεπρωμένου που θα τους στοιχειώνει, μέχρι να καταφέρει να βρει τη λυτρωτική λύση του. Σκέφτονται ότι η αναμεταξύ τους ιστορία δεν μπορεί να κόβεται έτσι απότομα· δεν μπορεί ακόμη να έχει πει την τελευταία της λέξη. Παρ’ όλα αυτά... Οκτώ χιλιάδες ζωές για μόνο μία. Να είναι, άραγε, αυτή εδώ η μία ζωή;

Το δεύτερο φλας μπακ, δώδεκα χρόνια μετά το πρώτο, κλείνει στα περίχωρα της Νέας Υόρκης. Η εικοσιτετράχρονη γυναίκα αποκαλύπτει σ’ έναν νεαρό Νεοϋορκέζο την ύπαρξη του βουδιστικής καταγωγής Ιν-Γιον, της πίστης δηλαδή –ή της αλληγορίας, καλύτερα– για τις οκτώ χιλιάδες ζωές. Το τελικό πλάνο σβήνει απαλά, με το πρώτο της φιλί από τον μελλοντικό σύζυγό της.

Πώς να συγκριθείς και ν’ αναμετρηθείς με τον μύθο ενός, ανοιχτού ακόμη, έρωτα, όταν μέχρις εδώ καταφτάνει ο αχός του από το μακρινό μεταίχμιο της εφηβείας;

Δώδεκα ακόμα χρόνια μετά· είναι πλέον παντρεμένη μαζί του. Όχι τυχαία, προφανώς, το ζευγάρι, αυτός και αυτή, είναι αμφότεροι συγγραφείς. Ζουν μέσα από τις ιστορίες (τους). Στην εκτεταμένη σκηνή του διαλόγου στο κρεβάτι, ο άντρας προβληματίζεται για το τι θα είχε συμβεί αν στην τυχαία συνάντησή τους αντί γι’ αυτόν είχε βρεθεί κάποιος άλλος στη θέση του. Στην πραγματικότητα όμως θέλει να πιάσει το νήμα του παιδικού έρωτα της συζύγου του και να ανακαλύψει ποια αφήγηση ολοκληρώνει την ιστορία αυτή. Αλλά οι ερωτευμένοι καταλαμβάνονται συχνά από τις δεισιδαιμονίες τους. Οι φυλετικές, κοινωνικές, προσωπικές –ακόμη κι αν πρόκειται για έναν συγγραφέα– προκαταλήψεις έχουν ως κατάληξη τα ίδια πάντα, γνώριμα στερεότυπα. Άλλωστε, ξαφνικά νιώθει ότι η σχέση του μαζί της έχει γίνει, με δική του υπαιτιότητα, ντροπιαστικά φτωχή. Γιατί, πώς να συγκριθείς και ν’ αναμετρηθείς με τον μύθο ενός, ανοιχτού ακόμη, έρωτα, όταν μέχρις εδώ καταφτάνει ο αχός του από το μακρινό μεταίχμιο της εφηβείας; Και ποιον άλλο ρόλο θα μπορούσε να κρατήσει για τον εαυτό του σ’ αυτή την ιστορία, από τον μόνο που θα του έδινε κάποιο κοινά αναγνωρίσιμο νόημα; Μόνο τον ρόλο του απεχθούς ξένου, του «κακού τρίτου», που στέκεται εμπόδιο στην εκπλήρωση του πεπρωμένου των άλλων. Αν πρέπει να γράψει την ιστορία, η πράξη του θα ισοδυναμεί με ολοκληρωτική αυτοεγκατάλειψη στο έλεός της. Η ιστορία λοιπόν του το επιβάλλει, το επόμενο κεφάλαιο της ζωής του να γραφτεί ερήμην του, μόνο από την πραγματική του ζωή, χωρίς διόλου τη δική του συμμετοχή. Ή, για να το πούμε ακριβέστερα, να γραφτεί αποκλειστικά από τη συγγραφέα γυναίκα του, με τα βασανιστικά διφορούμενα λόγια της. Αυτή είναι η μόνη και οριστική κάτοχος των τελικών απαντήσεων· καμιά διαθέσιμη δυνατότητα για οποιαδήποτε σωτήρια επινόηση ή προσωπική του παρέμβαση. Το βλέπει καθαρά τώρα, η ιστορία του έρχεται από αλλού, στο βάθος της τον εχθρεύεται και τον αποξενώνει, δεν είναι καν σε θέση να ισχυριστεί ότι του ανήκει.

Παραμένει λοιπόν ο ίδιος, αποκλεισμένος ήρωας, όπως στην αρχή της ταινίας. Ένας συγγραφέας, όμως, στερημένος και αβοήθητος από την ίδια του τη μυθοπλασία, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κοιτάζει τη ζωή του σαν μια φωτογραφία διαρκείας, η οποία συμπυκνώνει το όνειρό του, άπνοο και παραποιημένο, ενώ ο πραγματικός εαυτός του απουσιάζει οδυνηρά από τη φωτογραφία αυτή. Και όποτε διακρίνεται το ίχνος του, αυτό δεν αποτελεί τίποτ’ άλλο από τον ίσκιο ενός θλιβερού παρείσακτου· θα ευχόταν να μην είναι καν εκεί για να ζήσει κάτι τέτοιο, ούτε να είχε χρειαστεί ποτέ να το δει. Και όμως, η επιθυμία για τη γυναίκα του και για τη βιωμένη σχέση του μαζί της φτάνει μέχρι τη μαρτυρική δοκιμασία – και καταλήγει στην καρτερία τής πιο σπαρασσόμενης σιωπής.

Στο τελικό της σημείο στίξης, η Σελίν Σονγκ μοιάζει να συνομιλεί κατευθείαν με την ταινία που κατέστησε για πρώτη φορά αξιοπρόσεκτο τον Γερμανοαμερικανό κινηματογραφιστή Μαρκ Φόρστερ, με το Ο Χορός των Τεράτων (Monster’s Ball), του 2001. Ίδια αίσθηση ψυχικής ηρεμίας μετά την τρικυμία και αυτή η πρόσκαιρη προσμονή στο απάγκιο των σκαλοπατιών της εισόδου για το σπίτι. Μια ανάσα απόσταση από την οικειότητα. Εκεί, στην εξώπορτα, όπου η θέα της κίνησης αναδεύει τα προσωπικά πάθη με τις ανυποψίαστες ζωές των άλλων και ανακαλύπτει την κοινή ρίζα όλων, με τις άπειρες διαφοροποιήσεις τους. Όταν οι δυνάμεις οι προερχόμενες από τα έγκατα του εαυτού φαίνονται οι μόνες ικανές να εξομαλύνουν και να διευθετήσουν τον άτακτο κόσμο ιδεών, αφηγήσεων και προλήψεων, όλα παίζονται στο όνομα των –ακόμη– άγραφων, αλλά βιωμένων, κυρίως όμως αφομοιωμένων, ιστοριών τους.

Και αν όλα αυτά συμβούν; Αν μπορέσεις να διακρίνεις έγκαιρα τις πραγματικές σου, τις αληθινές για σένα αφηγήσεις;

Αν όλα αυτά συμβούν... Ίσως τότε να έχεις βρει τον δρόμο για τη δική σου ζωή.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την ταινία εδώ.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η «Κάρι» του Στίβεν Κινγκ σε μια μοναδική προβολή στον «Δαναό»

Οι Εκδόσεις Κλειδάριθμος και ο κινηματογράφος «Δαναός» προσκαλούν το αναγνωστικό και κινηματογραφόφιλο κοινό σε μια ακόμη κινηματογραφική προβολή, μεταφορά ομότιτλου μυθιστορήματος του «Βασιλιά»,...

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η «Λάμψη» του Στίβεν Κινγκ σε μια μοναδική προβολή στον «Δαναό»

Οι Εκδόσεις Κλειδάριθμος και ο κινηματογράφος «Δαναός» προσκαλούν και πάλι το αναγνωστικό και κινηματογραφόφιλο κοινό σε μια μοναδική προβολή. Σε σκηνοθεσία του θρυλικού Στάνλεϊ Κιούμπρικ, η Λάμψη...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.