fbpx
«Μονόλογος με έναν ποιητή» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

«Μονόλογος με έναν ποιητή» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Θα ’θελα να δω το πρόσωπό σου. Πώς είναι το πρόσωπό σου, ποιητή; Με ξεγελούν, πιστεύω, οι προσωπογραφίες του σχολικού μου βιβλίου. Μ’ εξαπατά, νομίζω, η ανάλυση των δασκάλων και των ειδικών της ποίησης. Θέλω να δω το πρόσωπό σου όταν ονειρεύεσαι την πληγή του κόσμου. Μα πού τις βρίσκεις τόσες πληγές να πολιορκούν το όνειρό μας; Τα όνειρα όλων των ανθρώπων της γης. Πού βρίσκεις τόση ομορφιά να καραδοκεί πίσω από την ασχήμια μας; Είσαι τάχα αλαφροΐσκιωτος; Κοιμάσαι τις μέρες και τις νύχτες βγάζεις περίπατο τα όνειρά σου; Γιατί δεν μιλάς στον περίπατό σου; Κι όταν κλείνεσαι πάλι στον κόσμο σου, μέρες ολόκληρες ερημιά, γιατί η λέξη που μας πέταξες δεν μοιάζει με τις δικές μας – της αγοράς, του δρόμου, της παρέας; Είναι η λέξη που σκάβει η ρίζα του φυτού στον κήπο μας για να την κάμει ζωή. Κι η λέξη που αναρριχάται στα πλοκάμια του αέρα καθώς στροβιλίζει το νόμισμα της άνοιξης. Κι η άλλη λέξη που σφυρίζεις πάνω από την αιώρα του αθώου ροδάκινου.

Είσαι μήπως σαν τα παιδιά; Που «ανυπάκουα» στον δάσκαλο φωνάζουν λάθος τη μητέρα «μανουλία»; Α, οι λέξεις οι δικές σου, ποιητή, δεν φυλακίζονται στα λεξικά. Καμία λέξη σου δεν μαντρώνεται. Δραπέτες κακής φυλακής, ξέρουν, τις έμαθες καλά να παραλλάζουν το πρόσωπό τους, να κάνουν πορσελάνη το σώμα τους, χάος την απεραντοσύνη τους, τις έμαθες να φεύγουν. Και κάποτε να μας παίρνουν μαζί τους. Κάποτε. Δεν εξαρτάται απ’ αυτές. Ούτε από σένα. Εσύ δεν διαλέγεις τους συνοδοιπόρους σου. Όλους τους θέλεις, εσύ, ποιητή. Ή μάλλον δεν σκέφτεσαι όταν σμιλεύεις το όχημά σου. Πολλοί, όλοι, κανένας… Απ’ αυτούς εξαρτάται. Από μας, δηλαδή. Πόσο θέλουμε το ταξίδι με τη λέξη σου, πόσο εξαγοράζουμε λίγη αθωότητα, λίγη ελευθερία; Και για πόσο χρόνο;

Θα ’θελα τα ρούχα σου να δω, ποιητή. Χιτώνες, άμφια, πουκάμισα λαϊκά ιδρωμένα –ανθρώπων που πλάγιασαν με τη γη; Αυτά είναι τα ρούχα σου; Ή τα κοντά παντελονάκια που μέσα τους κρύβει το χαμίνι την ορφάνια του; Και το λευκό τσαλακωμένο φουστανάκι του κοριτσιού που πουλάει αναπτήρες, χαρτομάντιλα κι αρωματικά κεράκια και πακετάκια βροχής αξημέρωτα Χριστούγεννα; Μήπως τα ρούχα σου είναι τα μεταχειρισμένα πανωφόρια τυχερού μετανάστη έξω από τον κάδο απορριμμάτων, εκεί που αναζητάει μια ελεήμονα λέξη σου;

Ποιος είναι ο χρόνος σου, ποιητή; Ο καλός ή ο κακός χρόνος σου; Τι λιπαίνει το γιασεμί στο πέτο σου; Τι μουντζουρώνει τη φωνή και το χρώμα σου; Αλήθεια είσαι, ποιητή. Το ψέμα δεν είναι υλικό σου. Μένεις στην αποικία των παιδιών. Φεύγεις άτσαλα την πολιτεία της απάτης. Ο χειρότερος αιώνας σου. Ο αιώνας που «τιμούν» σε αίθουσες τους ποιητές χωρίς να τους διαβάζουν… Απάτη. Και κέρδος και εκμετάλλευση. Δεν συμφωνείς. Γιατί δεν είσαι η λέξη σου. Γιατί η λέξη σου δεν αιχμαλωτίζεται με τιμές και εμβατήρια. Η λέξη σου είναι γυμνή, φεύγει τις τιμές και τις παρελάσεις. Μονάχα στην αθωότητα έρχεται ακάλεστη. Δεν ντρέπεται. Δεν φοβάται. Τι γενναίες που είναι οι λέξεις των ποιητών! Οι ίδιες λέξεις οι δικές μας, οι δειλές. Οι ατάλαντες. Οι πληκτικές. Οι ίδιες λέξεις των πολιτικών. Οι δειλές, οι κούφιες. Οι δολερές.

Η λέξη σου, ποιητή, τρυπώνει στον μίσχο της τριανταφυλλιάς, στον κόρφο του ανυμέναιου κοριτσιού, στην άσπιλη εντολή: Γενηθήτω! Μόνον εσένα διατάζει η λέξη, ποιητή. Μονάχα εσένα εμπιστεύεται. Να στολίσεις το σχήμα της, να ντύσεις την ομορφιά της. Να τονώσεις το θάρρος της, να χτίσεις τη συντροφιά της. Α, τι ωραία που χτίζεις τις παρέες των λέξεων, ποιητή! Και πόσο αρμονικά τις βγάζεις στο σεργιάνι. Η εξαίσια μουσική τους, δική σου. Τι ταιριαστή αρματωσιά! Περπατούν στον ρυθμό σου. Στροβιλίζονται. Πειθαρχούν στην οδύνη σου. Σε αμείβουν με τη χαρά τους.

Είσαι ευχαριστημένος, ποιητή. Για μια φορά, ακόμη. Σε λίγο ξημερώνει. Τα μαγαζιά ανοίγουν. Οι λέξεις σου πιάνουν θέση στις χριστουγεννιάτικες προθήκες. Βουίζουν. Ενοχλούν τους περαστικούς. Κραδαίνουν τη Βίβλο τους: Προς την αιώνια αθωότητα της επανάστασης. Ή: Προς την επανάσταση της αιώνιας αθωότητας. Και συ, ποιητή, ξημέρωμα. Το αλαφροπάτημα τέλειωσε. Ως την άλλη νύχτα, ως την άλλη λέξη. Μπορεί την άλλη βδομάδα. Που θα παίξεις με το μοναδικό ψέμα, το μοναδικά αληθινό σου ψέμα. Εκείνο το δρομολόγιο με την κόκκινη στολή και τον κόκκινο σκούφο πάνω στο έλκηθρο. Με τα πιο αληθινά δώρα σου: Αγάπη, Ειρήνη, Δικαιοσύνη… Κάνε ν’ απλώσουμε το χέρι μας σ’ αυτά, κάνε να τα κουρνιάσουμε στις ψυχές μας.

Και τώρα, πες μου δυο στίχους σου για να σε θυμάμαι… δυο στίχους για το γιορτινό μας τραπέζι…

– Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε,/ δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω
[...]
Γιατί θα ’ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ’ναι
Το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
Να ’χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
Για τους τσοπάνηδες της αγάπης.
(Νικηφόρος Βρεττάκος)


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.