fbpx
«Ο ζωγράφος Θεόδωρος Στάμος στη Λευκάδα: Πινελιές μιας “εθνογραφικής” μετοικεσίας» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού
Στάμος Θεόδωρος (1922-1997) - Αφιέρωμα στον P. Bonnard, II, 1966 | ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

«Ο ζωγράφος Θεόδωρος Στάμος στη Λευκάδα: Πινελιές μιας “εθνογραφικής” μετοικεσίας» της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Συμπληρώθηκαν είκοσι επτά χρόνια αφότου, στις 2 Φλεβάρη του 1997, μια γκρίζα χειμωνιάτικη μέρα, ο μεγάλος Ελληνοαμερικανός ζωγράφος Θεόδωρος Στάμος άφηνε την τελευταία του πνοή σε λαϊκό θάλαμο της Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Χατζηκώστα, στα Γιάννενα. Ήταν τότε 75 χρόνων. Έπειτα από μια σεμνή τελετή, ενταφιάστηκε λαϊκά και απέριττα στο κοιμητήριο του χωριού των προγόνων του, στους Τσουκαλάδες Λευκάδας.

Γιος Λευκαδίτη ψαρά, του Θεόδωρου Σταματέλου, και της Σταμάτας Αποστολάκου, λακωνικής καταγωγής, θα γεννηθεί (31 Δεκέμβρη 1922) στις ΗΠΑ, όπου οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει στη διάρκεια του πρώτου μεγάλου μεταναστατευτικού κύματος των Ελλήνων. Οι δικοί του δεν ήταν από τους τυχερούς που ευδοκίμησαν στην ξένη γη και από μικρός ο Θεόδωρος –τέταρτος στη σειρά από τα έξι παιδιά της οικογένειας– θα βιώσει τη μελαγχολία και την αγωνιστικότητα των μικρών που πουλάνε ξερά φύλλα και στιλβώνουν παπούτσια στους άφιλους δρόμους.

Στην Αμερική ωστόσο ο Θεόδωρος Στάμος, ο εξέχων ζωγράφος του αφαιρετικού εξπρεσιονισμού, θα ζήσει το θαύμα του «αμερικάνικου ονείρου». Θα αναδειχθεί σε πολύ νεαρή ηλικία σε μια μεγάλη και πολλά υποσχόμενη μορφή της αμερικανικής πρωτοπορίας στη ζωγραφική, ανάμεσα στους –κατά μία τουλάχιστον γενιά– μεγαλύτερους, κορυφαίους της εκπροσώπους. Την ισότιμη είσοδο του νεαρού ζωγράφου στο μείζον καλλιτεχνικό σύμπαν της Νέας Υόρκης, που θα εγκαινιάσει την αμερικανική avant-garde, αντιδρώντας στην παρακμασμένη ακαδημαϊκή τέχνη, τεκμηριώνει η ιστορική φωτογραφία των «Οξύθυμων» (The Irascibles) της Nina Leen, στις 15 Ιανουαρίου 1951: με τον Θεόδωρο Στάμο ανάμεσα στους Μαρκ Ρόθκο, Μπάρνετ Νιούμαν, Τζίμι Ερνστ, Γουίλιαμ Μπαζιώτη, Τζάκσον Πόλοκ κ.ά. Θα ακολουθήσει μια ευφορική περίοδος συνεχούς ανόδου του Στάμου, με ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στις πιο εμβληματικές γκαλερί της Νέας Υόρκης, όπου θα υλοποιεί εικαστικά τη δική του αναγνωρίσιμη καλλιτεχνική φυσιογνωμία, ενώ τα έργα του θα φτάσουν μέχρι την Ιαπωνία.

Αυτά έως τις αρχές του 1970. Η αυτοκτονία του φίλου και μέντορά του ζωγράφου Μαρκ Ρόθκο και η επώδυνη δικαστική περιπέτεια στην οποία θα εμπλακεί ως ένας από τους διαχειριστές των πινάκων του, μέχρι την ενηλικίωση των παιδιών του αυτόχειρα, θα σημάνει το τέλος της θαυμαστής ανόδου του στην αμερικανική ήπειρο. Ο δρόμος που με άφθαστη γενναιότητα θα επιλέξει –ίσως και από μια διάθεση ρομαντισμού, κόντρα στον κουρασμένο του κοσμοπολιτισμό–, θα είναι η αναζήτηση των ριζών του στο νησί της Λευκάδας.

Μας περιβάλλουν σήμερα πολιορκητικά τα «κατάλοιπα» της ύπαρξής του στον τόπο: το πρώτο σπίτι που αγόρασε το 1972 (σε μελαγχολικά ερείπια πλέον), δίπλα από το παλιό Λιμεναρχείο. Το δεύτερο σπίτι (1985), στη μαγευτική περιοχή του Άη-Γιάννη. Απέναντι, το απέραντο Ιόνιο του Άγγελου Σικελιανού. Τα ιμπρεσιονιστικά χρώματα της υγρής λευκαδίτικης δύσης, τα σπαράγματα του λευκαδίτικου ουρανού και του κερματισμένου, σε διαφορετικές τονικότητες, δυτικού φωτός, που θα τροφοδοτούν με χρώμα και φως τον χρωστήρα του.

Η ζωή του ζωγράφου στη Λευκάδα –στην πόλη και στο χωριό Τσουκαλάδες– είναι μια βίαιη σύγκρουση με τις καλλιτεχνικές, κοσμοπολίτικες εμπειρίες του στη μεγάλη μητρόπολη του κόσμου. Θα αγοράσει και θα εγκατασταθεί σε παλιό, διώροφο λευκαδίτικο σπίτι (Πλατεία Ηρώων 6, δίπλα ακριβώς από το Λιμεναρχείο), το οποίο θα μετατρέψει –δουλεύοντας ο ίδιος σ’ αυτό– σε ένα πραγματικό μουσείο. Πίνακες ζωγραφικής δικοί του και άλλων μεγάλων της τέχνης (σχέδια των Πικάσο, Ματίς…), γλυπτά, φωτιστικά Tiffany, αντικείμενα συλλεκτικά από τον αμερικανικό αλλά και εξωτικούς πολιτισμούς, πολλά φυσικά υλικά (πέτρες, ξύλα, όστρακα…) θα κοσμούν τους τοίχους και κάθε γωνιά του σπιτιού, ενώ υπομονετικά θα ντύσει τους τοίχους με χρυσόχαρτα και ασημόχαρτα των τσιγάρων Ματσάγγος, Καρέλια, Παπαστράτος, Κεράνης, που συγκέντρωνε από παρέες καπνιστών στην κεντρική πλατεία της πόλης, όπου και ο ίδιος σύχναζε. Το σπίτι του το άνοιγε τα πρώτα χρόνια, κάθε τελευταία του Δεκέμβρη, σε μια δεξίωση που έδινε για να γιορτάσει τα γενέθλιά του, έχοντας ο ίδιος μαγειρέψει τα εξωτικά φαγητά που πρόσφερε στους συνδαιτυμόνες.

Το 1985 θα αγοράσει ένα δεύτερο σπίτι στη δυτική παραλία του Άη-Γιάννη, απέναντι ακριβώς από το απέραντο Ιόνιο. Είχε αφήσει με δραματικό τρόπο πίσω του το σπίτι του στο Λονγκ Άιλαντ, σε σχέδια του πρωτοπόρου της μινιμαλιστικής γλυπτικής και αρχιτέκτονα Τόνι Σμιθ. Αξίζει να σημειωθεί ότι για την περίφραξη του σπιτιού είχαν συνεργαστεί μαζί του ο Τζάκσον Πόλοκ και ο Μπράντλεϊ Γουόκερ Τόμλιν.

Θα αναδειχθεί σε πολύ νεαρή ηλικία σε μια μεγάλη και πολλά υποσχόμενη μορφή της αμερικανικής πρωτοπορίας στη ζωγραφική.

Στα σπίτια της Λευκάδας ο Στάμος θα βιώσει, σε μιαν άλλη διάσταση, την καλλιτεχνική εμπειρία οριακών βιωμάτων: της φύσης και της ανθρώπινης μοίρας, όπως και ο ίδιος με παροιμιώδη γενναιότητα την αντιμάχεται. Μέσα στο κάδρο της μόνωσης του βλέμματός του, φτωχοί, λαϊκοί ψαράδες της πόλης και του χωριού, με ανασηκωμένα τα ξεφτισμένα παντελόνια τους, θα ανεβοκατεβαίνουν την απέραντη ευθεία του Άη-Γιάννη με την καλαμωτή μήπως και παρασύρουν αστόχαστα ευτυχισμένα ψάρια στην απόχη τους. Αυτή τη λαϊκή τέχνη της επιβίωσης και τους επιδέξιους τεχνίτες της, τους απλούς ψαράδες της Λευκάδας, θα θελήσει να τιμήσει ο Στάμος αργότερα με την όγδοη θεματική έκθεση ζωγραφικής το καλοκαίρι του 1993 στη Λευκάδα, με τον τίτλο: Wherethe fish?

Η Λευκάδα ωστόσο, από την πρώιμη δεκαετία του ’70, θα συνδεθεί με μια νέα, μεγαλειώδη σειρά επικών –όχι μόνον από το φυσικό μέγεθος αλλά και από την ένταση του συναισθήματος– έργων του: αυτά που θα διαδεχτούν των πρώτων δεκαετιών του τα «βιομορφικά» έργα, παραδίνοντας τώρα τον αφαιρετικό του εξπρεσιονισμό στα «Αχανή Πεδία» του (1970-1993), διαπερατά από το λευκαδίτικο φως: τα Ατέρμονα Πεδία – Σειρά Λευκάδα (1972-1980) και τα βαθιά σκοτεινά Ατέρμονα Πεδία – Σειρά Λευκάδα για τον Κ. Ντ. Φρήντριχ (1980-1982) και στη συνέχεια τα Ατέρμονα Πεδία – Σειρά Κρητικά Ριζίτικα (1983) και τα Ατέρμονα Πεδία – Σκοτεινή Ιερουσαλήμ (1984-1987) και Σειρά Ιερουσαλήμ, Η Άκρη της Φλεγόμενης Βάτου (1986-1987) και το Ατέρμονο Πεδίο – Σειρά Τορίνο (1990) και πάλι το Ατέρμονο Πεδίο – Σειρά Λευκάδα (1991-1993): όλα μαζί συγκροτούν τους αναβαθμούς μιας ποίησης-κατάκτησης του στοχαστικού, ερευνητικού πνεύματος, καθώς καταδύεται στα άδυτα της ψυχής των πραγμάτων και ιχνογραφεί συμβολικά τον παλμό τους. Οι μεταφυσικές εκδιπλώσεις του φωτός –το έβρισκε άπλετο, καθαρό στη Λευκάδα, σε αντίθεση με το χρώμα, όπου το δανείζεται από τις αντανακλάσεις των πραγμάτων στην ψυχή του– σαν από μυστικές, ανεξακρίβωτες για τους άλλους, πηγές.

Αναμφισβήτητα, η «ανακάλυψη» της Λευκάδας από τον ζωγράφο, τόπου μιας φυσικής και καλλιτεχνικής περιπλάνησης, ως το τέλος της ζωής του θα συνδεθεί με υψηλές συναισθηματικές και ψυχικές κορυφώσεις, που θα προσδίδουν στη βίωση της τέχνης του την εμπειρία μιας επώδυνης κυοφορίας. Αυτό το βίωμα του δημιουργού θα αποτυπώσει ο ίδιος στο πρόγραμμα της θεματικής ομαδικής έκθεσης, που διοργάνωσε στη Λευκάδα το 1991, με θέμα: «Ο ζωγράφος, η αγωνία, το έργο», μια αυτοβιογραφική, εκ βαθέων, εξομολόγηση. «Ο θρύλος της Σταύρωσης, όπως τον γνωρίζουμε, μας έχει μεταδοθεί μέσα από τους αιώνες, δείχνει ανθρώπους (πρόσωπα) κρεμασμένα σ’ ένα σταυρό, με καρφιά περασμένα στα χέρια τους. Αυτή η έκθεση δεν αναφέρεται στο θρύλο, παρά μάλλον στην ιδέα του σύγχρονου καλλιτέχνη. Καθώς στέκεται μπροστά στον άσπρο καμβά συμβαίνει γι’ αυτόν ένα άλλο είδος Σταύρωσης, έτσι που αγωνιά, με τα καρφιά να διατρυπούν ταυτόχρονα το νου και το χέρι, μέχρι οι πρώτες πινελιές να φτάσουν στην άσπρη επιφάνεια...»

Ανακαλύπτει ο Στάμος, και συνεπώς ασκεί, την τέχνη της λυτρωτικής υπέρβασης: πρώτα η φύση – που για χρόνια την είχε «σπουδάσει», καλλιεργώντας τον κήπο του στην Αμερική και διαβάζοντας βιβλία βοτανικής και γεωλογίας. Σε ένα γράμμα του στον ζωγράφο Ρουτ, τον Σεπτέμβρη του 1949, γράφει: «…πιστεύω πως πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει τι είναι ένας σπόρος. Νομίζω πως οι πιο πολλοί ζωγράφοι που είναι ειλικρινείς, είναι νατουραλιστές ακόμη και όταν χρησιμοποιούν την αφηρημένη γλώσσα σα μέσο έκφρασης».

Η ευαισθησία του Στάμου –κρυμμένη πίσω από μια «ακατέργαστη», δυσανεκτική για ό,τι το κίβδηλο, συμπεριφορά– χωρούσε το κάθε κατατρεγμένο πλάσμα.

Έπειτα, σαν ποιητική συνέχεια, έρχεται η επιλεκτική γνωριμία των «καθαρών», λαϊκών ανθρώπων, αυτών που έχουν απροσποίητη όραση και αυθεντική λαϊκή αφέλεια, όπως τους αναζητούσε στο Μεξικό, στις ινδιάνικες φυλές… Στους πρώτους ταξινομεί τον ξάδερφό του, λαϊκό ζωγράφο Θεοδόση Σταματέλο, αχώριστο φίλο, συμπαραστάτη και αυθεντικό σύνδεσμο του καλλιτεχνικού του κοσμοπολιτισμού με την αθωότητα της αγροτικής κουλτούρας. Στους δεύτερους, τον Λευκαδίτη «ιατροφιλόσοφο», λαϊκό σουρεαλιστή, ποιητή, ζωγράφο και φιλόσοφο Κώστα ντε Βαλαμόντε, στον οποίο «σπουδάζει» την «παραλογική μεγαλοσύνη» και την καλλιτεχνική του ιδιαιτερότητα. Του Βαλαμόντε πίνακα είχε στο σπίτι του. Αλλά και η σύσταση της «Ομάδας της πλατείας», είδος άτυπης Σχολής Τέχνης, αποτελούμενη από ντόπιους ταλαντούχους ζωγράφους, θα δημιουργήσει μεγάλα εικαστικά γεγονότα στο νησί.

Η ευαισθησία του Στάμου –κρυμμένη πίσω από μια «ακατέργαστη», δυσανεκτική για ό,τι το κίβδηλο, συμπεριφορά– χωρούσε το κάθε κατατρεγμένο πλάσμα. Ανάμεσά τους, κάθε αδέσποτο, ανέστιο ζωντανό. Έτσι, στο σαράβαλο τρίκυκλο του αγρότη εξάδελφού του, που μεταφέρει καθημερινά τον ίδιο –εξωτική γραφικότητα ετερόδοξου κοσμοπολιτισμού–, θα ξεπροβάλλει πρωταγωνιστικά στο «κάδρο» το γερασμένο μουσούδι της «Καριόλας» του, της αξιοθρήνητης, αδέσποτης σκύλας, που περιμάζεψε στο σπίτι του.

Αλλά και στη ζωή του ενσωματώνει τις λαϊκές παραδόσεις του τόπου, τις θρησκευτικές χειρονομίες των απλών ανθρώπων του χωριού, στο οποίο αντιμετωπίζεται ως ο παράξενος outsider, με τα φανταχτερά ντυσίματα και το παραδοσιακό των χωριών της Λευκάδας, υφαντό σακούλι στον ώμο. Συχνάζει στο λαϊκό καφενείο, στο χωριάτικο σπίτι του Θεοδόση και της Όλγας, στη γιορτή της φακής, στα πολυσπόρια της Παναγίας, στο σταφιδόψωμο της Μεγάλης Παρασκευής. Εμπειρίες σώματος και ψυχής μεταστοιχειώνονται σε τέχνη, που τη διαπερνά ο λυρικός παροξυσμός μιας συγκινησιακής αφαίρεσης, όπου το χρώμα στον καμβά γίνεται η πηγή μιας συγκλονιστικής αφήγησης: από την αθωότητα του λευκού μέχρι την κοσμική και υπερβατική ζωή του κόκκινου και του μαύρου.

Αυτά τα ίδια χρώματα, σαν σε αφαιρετική πάνω οθόνη, θα τον περιβάλλουν –μεταπλασμένα σε έσχατη μεταφυσική εμπειρία ομορφιάς– και στο λαϊκό νοσοκομείο Χατζηκώστα, νύχτα Φλεβάρη βροχερού και δύστροπου. «Ιπτάμενες» φιγούρες ξεριζωμένων και ανέστιων της πρόσφατης ιστορίας, από την Αλβανία και τη Βόρειο Ήπειρο, κατακεκλιμένων στις διπλανές κλίνες του λαϊκού θαλάμου, μετεωρίζονται στην ενορατική οθόνη του βλέμματός του, λίγο προτού όλα γίνουν αφαιρετικά πεδία αιωνιότητας. «Έπαιζε» την τελευταία πράξη της λαϊκής του αυθεντικότητας, αφήνοντας πίσω του μιαν εικαστική παρακαταθήκη, απέναντι στην οποία ο μικρός τόπος της μεγάλης του έμπνευσης παραμένει χρεώστης


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΑΡΘΡΑ
«Θέματα και προβαλλόμενες αξίες στο έργο της Φωτεινής Φραγκούλη» της Αναστασίας Ν. Μαργέτη

Η Φωτεινή Φραγκούλη (1958-2018) ήταν πολυβραβευμένη συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Αγαπούσε τα παραμύθια και τα παιδιά, «τα Πλατανόπαιδα», όπως τα αποκαλούσε. Στα βιβλία της, αυτές οι δύο αγάπες...

ΑΡΘΡΑ
«Χριστούγεννα με τον λόγο του Παπαδιαμάντη» της Χρυσούλας Πατεράκη

Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα από τα αγαπημένα θέματα των Ελλήνων λογοτεχνών κι εκείνος που αναμφισβήτητα τα ύμνησε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ο Αλέξανδρος...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.