Τρία ποιήματα της Ελένης Ντούξη
ΑΘΟΡΥΒΑ
Πώς θα είναι όλα
όταν όλοι με αφήσουν;
Ποιό αναλγητικό τα σπλάχνα μου θα υπνώσει,
από το στόμα να μη χυθούν
αλαλάζοντας;
Πως θα είναι τα φώτα της πόλης τότε;
Στις κόρες των ματιών θα μαραθούν.
Τον αποχωρισμό πως θα βαστάω
που αθόρυβα γλιστράει σαν ίσκιος από χθες,
με τα μεταξωτά του λουριά
να σφίγγουν στο λαιμό το κλάμα;
Όλοι αμέριμνοι
σε ταχύτητες.
Και εγώ, σε κάθε φανάρι κόκκινο
ένα δάκρυ αφήνω να λειάνει το δρόμο
να κυλίσουν οι αγαπημένοι.
ΚΥΚΛΟΣ
Θα μείνω με το δέντρο
Στον πεζόδρομο.
Θα απλώσω τα χέρια στα εφηβικά κλαδιά
Και τυλιγμένη
Γύρω από το δέρμα του
Θα επεκταθώ στο χώμα.
Θα μείνω ένα δέντρο
Στον πεζόδρομο.
Άνθη θα βγουν από τα νύχια μου
Πάνω στα τζάμια του χειμώνα.
Θα μείνω στον πεζόδρομο
Ένα δέντρο.
Ας με ραντίσουν βροχή
Οι αγαπημένοι
Να μεγαλώσω
Ένα δέντρο
Στον πεζόδρομο.
ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΙΣΜΕΟΥΣ ΚΡΟΤΑΦΟΥΣ
(Σε όσους χάθηκαν το '90)
Οι φίλοι έφυγαν χωρίς να χαιρετήσουν. Χάθηκαν ανάμεσα σε στήθη λευκά θηλάζοντας ύπνο.
Για αυτό επιστρέφω τις
νύχτες στ' όνειρό μου. Ένα εκκρεμές στα δόντια του άγριου καιρού. Πέφτω, τα χέρια απλώνοντας για να τους φτάσω.
Αλλά στο παγωμένο χορτάρι, ίχνη τους ματωμένα. Στους ανθισμένους τους κροτάφους
μαζεύω λουλούδια πορφυρά. Κλείνοντας στις χούφτες μου την απορία που βαριανασαίνει
στα χείλη τους. Δεν ήταν Γη αυτή, ήταν νερό. Με την ψυχή του στριμωγμένη. Σαν
καθρέφτης ετοιμόρροπος μιας χώρας μακρινής .
Οι κήποι του ύπνου μου πνιγμένοι στα νυχτόβια άνθη.
Με μάτια κόκκινα καμένα από το φως. Τα σχοινιά τους,
έντρομα φίδια κρέμονται από το ταβάνι.
Με τα παπούτσια τους σφιχταγκαλιάζοντας ένα ενδεχόμενο,
θρεμμένο σε χώμα παρθένο.
Η Ελένη Ντούξη γεννήθηκε στους Αγίους Σαράντα το 1979. Είναι φοιτήτρια Θεολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και σπουδάστρια κλασικής κιθάρας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.