«Στην άκρη του παντελονιού» της Ελένης Λιντζαροπούλου
Από τη μέση της θαλάσσιας διαδρομής, με ξεφτισμένες λέξεις σού γράφω.
Είδα ένα γλάρο και...
Σου εκβίαζα κάποτε τις λέξεις, θυμάσαι; Κι εσύ μ’ εκλιπαρούσες να σιωπήσω, θυμάσαι; Ή μήπως δεν ήσουν εσύ; Μήπως ήταν ο ίδιος ο Θάνατος που ερχόταν να θερίσει το παρόν; Τιμωρία, είχες πει, είναι η φυγή μας, η αναγκαστική φυγή μας. Μ’ ακόμη δεν ξέραμε τι ήταν η τιμωρία. Τιμωρία θα λέγαμε άραγε ότι είναι ο Θάνατος; Όχι!
Να μη βλέπεις, να μην ακούς, να μη μιλάς, να μην γεύεσαι, να μην αγγίζεις... Να δηλητηριάζεσαι σιγά σιγά από τη ζωή, αυτό θα λέγαμε τιμωρία. Είναι αρκετό να αναπνέεις; Να κινείσαι μηχανικά; Να διεκπεραιώνεις τη μέρα; Να συναλλάσσεσαι; Μέσα στα κλειδωμένα δωμάτια της σιωπής, οικογενειακούς τάφους που τους διακόνεψε η σήψη – αρχή του παντός ο μύκητας, θνησιγενής και ζωοδότης, μούχλα παραγωγός κι άλλης μούχλας, απαραίτητο συστατικό της ζύμωσης.
Ό,τι και να πεις, παραμονεύει ο Θάνατος σε κάθε βήμα. Τον κοιτάζω κατάματα. Άλλες φορές τού βγάζω το καπέλο και άλλες τη γλώσσα. Τον κερνώ από τη φούχτα μου ζωή. Τον μεθώ με ζωή.
Πετροβολούσες τον Θάνατο κάποτε, θυμάμαι, δερνόσουν με τους ανέμους, κρεμιόσουν από το κέντρο του ουρανού με δυο κλωστές Ελευθερία. Ύστερα φόρεσες το πουκάμισο του Αδάμ για πάντα. Κι εγώ δεν ήθελα τίποτε άλλο, παρά να μπορώ ν’ αγαπώ την άκρη του παντελονιού σου για πάντα.
[Από την υπό έκδοση συλλογή Κείμενα μικρά, σχεδόν ανήλικα.]