«Το θάμπωμα απ’ του θανάτου το μυστήριο» της Ελένης Λιντζαροπούλου
Θυμάμαι άρα Υπάρχω
Στην Δέσποινα
μνήμη Γεωργίας
Σκέφτομαι άρα υπάρχω έλεγε ο φιλόσοφος, αλλά εγώ δεν το καταλαβαίνω
Εγώ είμαι άνθρωπος πιο μυστικός
Ξεθηλυκώνω από την γλώσσα μου όλους τους βόλους της συνείδησης
Κρατώ μόνο την απορία
Το θάμπωμα απ’ του θανάτου το μυστήριο
Πιάνω το χέρι σου
Θέλω να μοιραστώ μαζί σου όλα όσα κάποτε λέγαμε ανυποψίαστες, να θυμηθώ
Να ακούσω το βροντερό γέλιο σου, να δω τα μεγάλα γενναιόδωρα μάτια σου, το στήθος της
αμαζόνας που κάλπαζε ατρόμητο σε όλους τους καιρούς
Πνιχτό, πυκνό σκοτάδι σε τυλίγει τώρα, τι να παρακαλέσεις;
Οι άλλες γύρω θα σιωπούμε, θα καταλαβαίνουμε ή θα λέμε ανοησίες
Θέλω να γίνω πέλαγος, να σ’ αγκαλιάσω, όλες το θέλουμε
Θυμάμαι. Θυμάμαι, άρα υπάρχω; Θυμάμαι, άρα υπάρχεις; Θυμάσαι, άρα υπάρχει;
Αυτό είναι το πιο σκληρό που θα μπορούσα να σου πω…
Πέπλο σιγής
Πώς να σε αντικρίσω;
Τι λόγια να βρω να σου αγγίξω το κεφάλι;
Δεν θέλω να κλάψω
Δεν θα κλάψω
Σκέφτομαι: Η κόρη ανύμφευτος πήρε τον δρόμο
Σάββατα των Ψυχών
Άφησα το Ψυχοσάββατο τα δάκρυα να τρέξουν
Όλες μου τις πίκρες και την απορία για τον θάνατο
Ξεσκεπάζοντας σε μια μέρα
Υποδυόμουν, βλέπετε, πως η καρδιά μου δεν πονούσε όμως εκεί βιώνεται ο πόνος της
απουσίας, ακριβώς κατάστηθα
Και δεν φεύγει ποτέ
Μόνο τον κρύβουμε
Γιατί οι άνθρωποι απορούν για τα δικά μας πένθη και τους πόνους, θεωρώντας τα δικά τους
βαρύτερα
Οι επιστήμονες το είπαν, «έλλειψη ενσυναίσθησης»
Η γιαγιά μου, «έλλειψη συμπόνιας»
Ο παππούς, «σαράντα βουρδουλιές σε ξένη πλάτη και λίγες είναι…»
Κι ο ποιητής, «σωριάσου πρηνής, όταν ακούσεις ανθρώπους»[1]
Ας μην εξαιρούμε λοιπόν εαυτούς από την απονιά
Ξένος πόνος, μύρια «αλληλούια»
[1] Σ.τ.Σ.: Κώστας Καρυωτάκης, «Ὑποθῆκαι», Ελεγεία και Σάτιρες
[Από την υπό έκδοση συλλογή Απένθητα πένθη]