fbpx
«Λίγεια» του Βασίλη Κιμούλη

«Λίγεια» του Βασίλη Κιμούλη

Εκεί που κάθεται στο γραφείο, τον παίρνει ο ύπνος, κολυμπάει στη θάλασσα, το νερό δεν είναι παγωμένο ούτε χλιαρό, αλλά όσο κρύο χρειάζεται για να ξυπνήσει, και ξυπνάει στ' αλήθεια και νιώθει χαμένος, δεν είναι σίγουρος αν ακόμη ονειρεύεται ή αν είναι ξύπνιος, κοιτάζει με άδειο βλέμμα τα αντικείμενα πάνω στο γραφείο, την οθόνη του υπολογιστή, το ακουστικό του τηλεφώνου, όλα τού φαίνονται όχι απλώς σιωπηλά, αλλά ψόφια, δεν το βρίσκει όμως παράξενο να σκέφτεται τα άψυχα αντικείμενα σαν ψόφια, γιατί αυτό που τον απασχολεί τώρα είναι το νερό κάτω από τα πόδια του, η δική του προσωπική θάλασσα, για κάποιο λόγο γνωρίζει πως από εκεί βγήκε πριν λίγο, μάλιστα αισθάνεται πως ατενίζει από πολύ ψηλά το νερό και σε λίγο πρόκειται να βουτήξει ξανά από το κάθισμά του, που είναι σαν βατήρας, νιώθει το αεράκι να γλιστράει από το παράθυρο και να του χαϊδεύει το στήθος, κοιτάζει το μαγιό που φοράει, όχι το νέο του μαγιό, το κοντό με την πράσινη και κίτρινη ρίγα, αυτό που του κρύβει το στομάχι, αλλά εκείνο το παλιό το κόκκινο, που είναι σαν σορτσάκι, ακούει ομιλίες από τ' άλλα γραφεία, Είναι οι συνάδελφοι κολυμβητές, σκέφτεται και σφίγγει το σκοινάκι στο μαγιό, βουτάει, θα πρέπει να είναι πραγματικά μεγάλη η απόσταση μέχρι τη θάλασσα, γιατί αισθάνεται τον άνεμο να σφυρίζει στ' αυτιά του, κι έχει όλο τον χρόνο να σκεφτεί διάφορα πράγματα, μικροεκκρεμότητες στη δουλειά, κάποια ψώνια για το σπίτι, αλλά και να διορθώσει τη στάση του, να κάνει ενδιάμεσα μια κωλοτούμπα, να επανέλθει στην ευθεία πορεία και να ισιώσει το κορμί του σαν βέλος, η θάλασσα μεγαλώνει όσο πλησιάζει, τώρα ακούει τον ήχο της, τη μυρίζει και, για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου προτού αγγίξει το νερό, μερικές σταγόνες πιτσιλούν τα μάγουλά του, μετά βυθίζεται, κρατάει την αναπνοή του και φτάνει πολύ κοντά στον βυθό, κοιτάζει με μισάνοιχτα μάτια τα φυτά που σαλεύουν σε αργή κίνηση, μερικά ψαράκια να τον περιεργάζονται ανέκφραστα, τους γκριζόμαυρους όγκους κάποιων βράχων, όλα βυθισμένα σε μια πρασινωπή απόχρωση, και όσο κατεβαίνει, το φως λιγοστεύει, με την άκρη του ματιού του πιάνει μια κίνηση, Κάποιο μεγάλο ψάρι ίσως, σκέφτεται, δεν τον απασχολεί διόλου πώς καταφέρνει τόση ώρα να κολυμπάει στον βυθό ανενόχλητος χωρίς αέρα, πάλι κάτι ταράζει τα νερά, αυτή τη φορά προλαβαίνει να δει μια φαρδιά ουρά, δεν νιώθει φόβο αλλά ικανοποίηση, γιατί σκέφτεται πως θα τη συναντήσει, την είχε ονειρευτεί τόσες φορές, χωρίς ξεκάθαρη μορφή, αλλά ήταν γυναίκα με μακριά μαλλιά και μαύρες τρύπες για μάτια σαν θαλασσινές σπηλιές σε μεγάλο βάθος, ερχόταν στον ύπνο του τα τελευταία χρόνια, ιδίως από τότε που διάβασε τη Λίγεια του Λαμπεντούζα, θυμόταν τον εκτυφλωτικό ήλιο που έλουζε τις σελίδες του βιβλίου και αυτή την αρμυρή μυρωδιά του Αιγαίου, άκουγε τον ήχο του κύματος να σπάει στην αμμουδιά τόσο συχνά που πολλές φορές συμβουλεύτηκε γιατρούς, τους έλεγε μάλιστα αστειευόμενος πως τ' αυτιά του είναι κοχύλια, κι εκείνοι κοιτούσαν βλοσυροί τα βιβλία τους και τον έκλειναν σε κάτι στενά δωμάτια να ακούσει όλους τους ήχους, έτσι, σαν γενικό ακουστικό έλεγχο, δεν έβρισκαν τίποτα, μέχρι που ταξίδεψε στη Ρωσία, ήταν απίθανος τύπος ο ειδικός που επισκέφτηκε, ένας τεράστιος Ρώσος κοκκινογένης με μακρύ μαλλί και φαρδιά ρούχα, σαν παπάς κάπως, με βροντερή φωνή (του μιλούσε στα ρωσικά και του έδειχνε εικόνες σε κάτι παλιά δερματόδετα βιβλία γεμάτα σκόνη που μύριζαν μούχλα) τον έκανε να καταλάβει πως πρέπει ν' αναζητήσει «σ' ένα εντελώς διαφορετικό σημείο το πρόβλημά του», έτσι ακριβώς το διατύπωσε και οι λέξεις που τις εκστόμισε με πολλή προσοχή μέσα στο ψηλοτάβανο ιατρείο-σπίτι ακούστηκαν τόσο αταίριαστες, λες και ξεπήδησαν ξαφνικά από το πουθενά δυο ψάρια και σπαρταρούσαν πάνω στο παχύ χαλί, όχι τόσο με απελπισία όσο με κάποιο κρυφό νόημα, σαν διφορούμενος χρησμός ή ποίημα με άπειρες αναγνώσεις, ανάλογα με την ευαισθησία του ακροατή, κι εκείνος ο ακροατής με τ' αυτιά-κοχύλια, θαμπωμένος από την αστραφτερή ασημένια τους ράχη, θυμήθηκε αμέσως τη Λίγεια, ήταν δυνατή στιγμή, γιατί συνειδητοποίησε πως δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτή η μορφή τρύπωνε αναπάντεχα στο μυαλό του, μάλιστα ούτε όταν διάβαζε το βιβλίο του Λαμπεντούζα δεν ήταν η πρώτη φορά, αλλά η απίστευτη απόλαυση της ανάγνωσης ήρθε και κούμπωσε πολύ φυσικά με το πιο παλιό παιδικό του όνειρο, ήταν καλοκαίρι, κολυμπούσε μόνος σε μια ερημική παραλία, ένα μικρό καλαμένιο σπιτάκι υπήρχε στη μια της άκρη, ούτε ένα δέντρο πουθενά, ο ήλιος αμείλικτος, κι εκείνος ξεμάκραινε ολοένα χωρίς σκοπό με δυνατές απλωτές, δεν θυμόταν πια καθαρά αν έπεσε πάνω της ή αν την είδε να κολυμπάει από κάτω του στα βαθιά, μάλλον το δεύτερο, στην αρχή την πέρασε για δελφίνι ή θαλάσσια χελώνα, αργότερα όμως διαπίστωσε πως η κίνηση των χεριών της και τα μαλλιά της που κάλυπταν το μισό κορμί της και είχαν τη δική τους κίνηση (άλλοτε σαν φίδια κι άλλοτε σαν χρυσαφιά φύκια) και χόρευαν αρμονικά με τον ρυθμό της θάλασσας δημιουργούσαν αυτή την ψευδαίσθηση, και τότε γύρισε και τον κοίταξε με αυτά τα μάτια σαν θαλασσινές σπηλιές, τον κοίταζε χαμογελώντας και τα χείλη της αιχμαλώτισαν το βλέμμα του και του σώθηκε η ανάσα με τη δαντελωτή σαρκώδη τους γραμμή, κολυμπούσαν παρέα, εκείνος στην επιφάνεια, εκείνη λίγο πιο πάνω τώρα, κοντά στο κορμί του, κι όπως βύθιζε τα χέρια του στο νερό, την άγγιζε ξανά και ξανά σαν παιχνίδι, το δέρμα της γλιστρούσε στην άκρη των δαχτύλων του και του ξέφευγε υγρό.

 

Γιώργος Δουατζής

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.