fbpx
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου: «Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης»  κριτική της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου: «Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης»

Είναι ένα αρπαχτικό η μελαγχολία μου

Με το ράμφος καρφωμένο στο χιόνι
Κι ανυπολόγιστο άνοιγμα φτερών...

Νοσηλεία, τροφή, ποίηση και η εξάντληση... θάνατος. Αυτή η θεματική πύκνωση, κατά τη γνώμη μου, ταιριάζει (δεν τολμώ να πω αντιπροσωπεύει) στην τελευταία, προσώρας, ποιητική συλλογή τής, βραβευμένης με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή Λιμός, το 2008, Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, επίμονης φιλολόγου αλλά και εμπνευσμένης σκηνοθέτιδος επαγγελματικά ερασιτεχνικών παραστάσεων, επιβραβευμένων, με τη σειρά τους, τόσο με την πάντα ενθουσιώδη υποδοχή του κοινού όσο και με την άκρως επαινετική κριτική συναδέλφων επαγγελματιών του θεατρικού χώρου. Η Χριστοδούλου, βέβαια, δεν επαναπαύεται σε οποιουδήποτε είδους δάφνες. Όχι μόνον διότι είναι περισσότερο σεμνή ή μετριόφρων από όσο συνηθίζεται, αλλά διότι ο λόγος για τον οποίο ασχολείται με τη γραφή δεν συνιστά μια στοχευμένη διαδικασία αλλά συνιστά ανάγκη υπαρξιακή, ανάγκη επικοινωνίας με τους λίγους ευτυχισμένους δυστυχείς που απολαμβάνουν το ίδιο το γεγονός της συν-εννόησης, μέσα στην τύρβη ενός κόσμου ελλιπούς νοήματος· με εκείνους, δηλαδή, με τους οποίους η Χριστοδούλου προσεύχεται να κόβει «το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης στα δυο».

Με αυτήν τη συλλογή, αν όχι ήδη από νωρίτερα, η Χριστοδούλου εμφανίζεται αποστομωτικά σίγουρη για τα καλλιτεχνικά μέσα τα οποία διαθέτει, χάρη, αφενός, στην προίκα που της έδωσε η φύση και, αφετέρου, στην επιμέλεια με την οποία η ίδια εργάστηκε για να αξιοποιήσει το τάλαντο.

Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να επιχειρήσω να σας εισαγάγω, έστω επί τροχάδην (ή μήπως είναι καλύτερα έτσι;), σε μία ποίηση η οποία, αν και φαίνεται συχνά κλεισμένη στον εαυτό της, διψά να παραδοθεί και, τελικά, παραδίδεται σε εκείνον και εκείνην που θα θελήσουν αληθινά να την πάρουν στα χέρια τους σαν ψωμί ζεστό, παρηγοριάς και αντοχής σημάδι.

Το ψωμί «που μας καίγεται στην πόρτα του φούρνου», στο, αντλημένο από την ποιητική συλλογή Οι μαύροι μαντατοφόροι του Σέσαρ Βαγιέχο, μότο, στέκεται επικεφαλής, ως έναυσμα, μιας σειράς αναφορών στην τροφή, υλική, πνευματική, ψυχική, και την έλλειψή της (ένα ανάλογο εγχείρημα, με τις δικές του συντεταγμένες, ήταν ο προαναφερθείς Λιμός), είτε αυτά σημαίνονται ήδη από τον τίτλο («Συσσίτια») είτε υπάρχουν στο σώμα του ποιήματος: «Μ' αυτά προσφέρω ένα έδεσμα/ Από μέλι και ζύμη κατάκοπη./ Δεν είναι λίγα, πίστεψέ με,/ Τα πουλιά που μαζεύονται γύρω μου». Ταυτόχρονα, τέτοιες αναφορές είναι φανερό πως λειτουργούν και ως δείκτες ποιητικής, με την έννοια της άμεσης εξομολόγησης της ποιήτριας σχετικά με τα εργαλεία της και τα «προϊόντα» τους, προϊόντα τα οποία, κάποτε, κοιτά με σαρκασμό και, άρα, βαθιά περίσκεψη: «Να τι απομένει απ' τις βαρύτιμες εκδόσεις,/ Μόχθος, γεμάτες αποθήκες, θάνατος». Ο θεματικός άξονας της Χριστοδούλου, ωστόσο, δεν εγκαθιδρύεται ποτέ μόνον στο ποιητικό υποκείμενο (κάτι το οποίο, εξάλλου, είναι αναπόφευκτο – όπως αναπόφευκτο είναι, αν όχι και επιθυμητό, να αποτίσει η ποιήτρια φόρο τιμής, ονομαστικά ή τεχνοτροπικά, στους ομοτέχνους που έβαλαν τη σφραγίδα τους στο έργο της), αλλά εξακτινώνεται με καθαρή, και γι' αυτό άφοβη, σατιρική ματιά στο ανθρώπινο περιβάλλον του, καταγράφοντας παρελάσεις αστέγων και αποικίες μικρών ανθρώπων.

Είναι όμως, πλέον, κοινός τόπος ότι τέτοιες εξακτινώσεις γίνονται ακόμα πιο ουσιαστικές, όταν περνούν μέσα από την προσωπική εμπειρία. Και η περί ης ο λόγος εδώ εμπειρία περιλαμβάνει, βέβαια, τι άλλο, την οδύνη της απώλειας και την, εξίσου μεγάλη, οδύνη της νοσηλείας ενός αγαπημένου προσώπου. Αναρωτιέμαι: ποιος θα είχε το κουράγιο να επιλέξει για τη γιορτή της μητέρας ένα ποίημα σαν το «Αυτοκρατορίες» ή το «Μέρα με τη μέρα». Και η οδύνη, βέβαια, γνωρίζει καλά πώς να ανανεώνεται, παρόμοια με το ρολόι: «Ταΐζει την αναμονή το ρολόι,/ Εξαντλείται και πάλι ακέραιο/ Επιπλέει». Στον χρόνο του καθενός μας, φυσικά, η προαναφερθείσα «εξάντληση» σημαίνει θάνατο, από τον οποίο μόνο για αστείο μπορεί κανείς να σκεφτεί «να το σκάσει».

Με αυτήν τη συλλογή, αν όχι ήδη από νωρίτερα, η Χριστοδούλου εμφανίζεται αποστομωτικά σίγουρη για τα καλλιτεχνικά μέσα τα οποία διαθέτει, χάρη, αφενός, στην προίκα που της έδωσε η φύση και, αφετέρου, στην επιμέλεια με την οποία η ίδια εργάστηκε για να αξιοποιήσει το τάλαντο. Αυτή η κατακτημένη, πλέον, τέχνη δεν αποδεικνύεται μόνον μέσω των συμβόλων, ταυτόχρονα διάφανων και προσωπικών, που στίζουν, συγκροτώντας και συγχρόνως αναλύοντας, το έργο της, όπως το φίδι, τα γόνατα, τα βατράχια, οι κύβοι της ζάχαρης, το πουδραρισμένο πρόσωπο, τα κουμπιά των ρούχων, τα δόντια, το ποτάμι· ούτε μόνον μέσω μιας, συντελεσμένης εδώ, αποφθεγματικότητας, που προσφέρει στίχους όπως οι ακόλουθοι: «Πόσο αργά γερνούν, πόσα λίγα μαθαίνουν/ Οι άνθρωποι ενώ σιγοπεθαίνουνε./ Με μάτια διάπλατα και υγρές βλεφαρίδες/ Ακούνε των διαβόλων το τραύλισμα,/ Κάθε πρωί σκύβει στ' αυτί τους η Κόλαση./ Κι αυτοί εκεί, με τα παιχνίδια, τα βιβλία τους,/ Τόσο γενναία, τόσο πένθιμα νέοι...». Αποδεικνύεται και μέσω του χιούμορ, το οποίο η ποιήτρια χειρίζεται τόσο επιδέξια, ώστε αυτό να ανάβει και να σβήνει σαν διακόπτης φωτός (δείτε, επί παραδείγματι, τη συνομιλία των τριών τελευταίων στίχων από τα ποιήματα «Προσκυνήματα» και «Κατασκευαστής σε εξορία / Προσκυνήματα ΙΙ»). Και, βέβαια, αποδεικνύεται μέσω της, πραγματικά θαυμαστής, συνεκτικότητας της συλλογής της, η οποία μοιάζει να μην κάνει άλλο παρά να επεξηγεί τον τίτλο της, αλιευμένον εκ των υστέρων, όπως διαβάζουμε, από φίλη πολύτιμη. Έτσι, ο τίτλος εμπλουτίζεται ακατάπαυστα, με σχεδόν κάθε ποίημα που προστίθεται καθώς περνούν οι σελίδες και με κάθε καινούργια ανάγνωση των ήδη διαβασμένων. Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης φωτίζεται από το «Το ελάχιστο που μπόρεσα να είμαι», αλλά και, κομίζοντας διαφορετικές αποχρώσεις, ή και χρώματα, κάθε φορά, από τα «Μετά τη νύχτα», «Αρτοκλασία», «Χώμα και νερό», «Λαίμαργη φλόγα», «Διαθέσιμη ύλη», «Κουίντες», «Η τροφός», «Η προτομή», «Το σοφό δείπνο», «Ένα σώμα δεν ήθελε να κουβαλήσει την ψυχή του». Στο συνοπτικά περιγεγραμμένο από τα προαναφερθέντα ποιήματα νοηματικό δέντρο, τα έτερα της συλλογής συμπληρώνουν τα κλαδιά, τα παρακλάδια και τα φύλλα.

Και επειδή η αληθινή ποίηση φωλιάζει βαθιά μέσα μας, και στους αναγνώστες και στους δημιουργούς, και τα σήματά της είναι ό,τι συγκεχυμένα προβάλλεται στην αμάθητη φαντασία μας (εμάς των αναγνωστών), το δέντρο που σας προανέφερα φανταστείτε το και κάπως έτσι: «Σε μεγάλες σταγόνες η βροχή διαιρέθηκε./ Κάθε μια την κρεμάει με τάξη/ Στην ορφάνια του το δέντρο του κήπου./ Η γυναίκα που θα είχε την όψη μου,/ Αν τα νερά δεν μου έριχναν παπλώματα,/ Περνάει μ' έναν πόνο στα πλευρά/ Αφήνοντας πατημασιές από ζυμάρι./ Πάντα μια κλίνη για μια βάδιση,/ Ιδού η συνοπτική μου βιογραφία...» Το έξοχο «Δέντρο του χειμώνα» του Μανώλη Αναστασάκου στο εξώφυλλο θα έλεγε κανείς πως εικονογραφεί, ιδανικά σχεδόν, την ως άνω, ποιητικά μεταγεγραμμένη, υπαρξιακή συνθήκη.

Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης
Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου
Μελάνι
98 σελ.
Τιμή € 10,00
001 patakis eshop

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Στάθης Κουτσούνης: «Ρόδο σε καθρέφτη»

Το πρώτο πράγμα (ανάμεσα σε πολλά άλλα) που συναντά κανείς στη δημιουργική φιλοσοφία των ποιητικών πονημάτων του ώριμου πια Στάθη Κουτσούνη είναι η ερωτική διάθεση, η οποία, διάχυτη παντού, σκεπάζει με τρόπο θα...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.