fbpx
«Το Μουλάρι για το Μοναστήρι» του Θοδωρή Γκόνη

«Το Μουλάρι για το Μοναστήρι» του Θοδωρή Γκόνη

Ήταν μακρινός μας συγγενής, το όνομά του δεν το θυμάμαι και τώρα είναι αργά, πολύ αργά για να το μάθω, έφυγαν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που μου έδωσαν το πρώτο γάλα και δεν προνόησα, τι απερίσκεπτος και τι ανόητος υπήρξα, τόσα και τόσα ονόματα έμαθα και αποστήθισα ανούσια και άχρηστα και αυτά τα ευλογημένα, τα πρώτα πρώτα που θα έπρεπε να τα είχα κορόνα στο κεφάλι μου, τραγούδι στο στόμα μου και σάλιο στη γλώσσα μου, να σαλιώνω αντίχειρα και δείκτη και μεσαίο για να ξεφυλλίζω τις μέρες μου, να στρίβω το τσιγάρο και να μαλακώνω το παξιμάδι και τον πόνο μου, τέλος πάντων ο συγγενής μας αυτός ερχόταν ταχτικά στο προγονικό μας σπίτι, εκείνη την ημέρα είχε έρθει από νωρίς το πρωί, είχε φέρει το κουλούρι με το σουσάμι και τα πορτοκάλια τα όμορφα του κάμπου, ήταν μέσα στις χαρές, τα αστεία και τα γέλια, έπαιζε μαζί μας στην αυλή κάτω από τη μουριά και τις συκιές και βοηθούσε στο μαγείρεμα αλλά και στις πιο βαριές δουλείες του σπιτιού, φόρτωνε, κουβαλούσε, καθάριζε και έλεγε ιστορίες με τη γιαγιά στη γλώσσα της, που εγώ κρυφά την είχα μάθει και την ήξερα γιατί από το σπίτι το δικό μας το απαγόρευαν, και αλίμονό σου αν σε έπιαναν, αν σε καταλάβαιναν πως τη μιλούσες, κινδύνευες να σου αλλάξουν ακόμα και το όνομά σου, να σου κολλήσουν τη ρετσινιά και το παρατσούκλι και να σε ακολουθεί σε όλη σου τη ζωή, να σου τον δέσουν στην ουρά σου τον τενεκέ του σκύλου και άντε να το σταματήσεις μετά –όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία πολύ πιο πικρή, που ίσως όταν έρθει ο πόνος κι ο καιρός και σου χτυπήσει την πόρτα να τη διηγηθείς όπως πρέπει–, ακούγοντας λοιπόν κρυφά τη γλώσσα, μάθαινα τα απόκρυφα ευαγγέλια του σπιτιού, τα μυστικά του και τις αμαρτίες του, τις ασωτίες των συγγενών και φίλων, τα άκουγα όλα, τα καταλάβαινα, τα έδενα και τα γλυκά και τα ξινά και τα σκληρά και τα ανομολόγητα και όλες εκείνες τις κρυφές και πονηρές ιστορίες που έλεγε κυρίως η γιαγιά στη γλώσσα της με τον δικό της αμίμητο τρόπο, όχι πως υστερούσε σε αυτά ο μακρινός μας συγγενής, αυτός ήταν η χαρά εκείνης της ημέρας, η γιορτή, το γέλιο για όλο το σπίτι. Αργά το απόγευμα, αφού είχε κάτσει πρώτος πρώτος στο μεσημεριανό τραπέζι που βοηθούσε στο στρώσιμο πίνοντας και γελώντας με όλους μας, χαιρέτησε και έφυγε για το σπίτι του. Μετά από μισή ώρα περίπου χτύπησε την πόρτα του σπιτιού ένα παιδί της πάνω γειτονιάς και παρέδωσε ένα γράμμα στον παππού, ο παππούς ήταν αναλφάβητος και το έδωσε στη γιαγιά, στη δασκάλα, έτσι την έλεγε, για να το διαβάσει. «Αγαπητέ Παντελή αύριο το πρωί πρέπει να κατέβω στο Μοναστήρι του Καρακαλά και σε παρακαλώ πολύ να μου δανείσεις το μουλάρι σου».

«Μα καλά, όλη μέρα εδώ ήταν, γιατί δε μας το έλεγε», είπε η γιαγιά γελώντας, «έπρεπε να μας το στείλει με γράμμα;».

Και τι δε θα έδινα να είχα κρατήσει εκείνο το γράμμα του μακρινού μας συγγενή, το γέλιο εκείνης της μέρας, που μέσα του έκρυβε όλη τη δυσκολία του, την τρομαγμένη του ευγένεια, την ντροπή του, τον φόβο και τη δειλία, το κοκκινάδι στο μάγουλο, το τραύλισμα. Μου πήρε μια ζωή να καταλάβω πως αυτό το γράμμα γράφω και ξαναγράφω και κάθομαι και φτιάχνω, τραγούδια και παραστάσεις και ιστορίες, γιατί δεν μπορώ να ζητήσω από την αρχή αυτό που λαχταράει η ψυχή μου, αυτό που χρειάζομαι, το Μουλάρι για το Μοναστήρι. Τι Μουλάρι υπήρξα.

 

Γιώργος Δουατζής

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.