fbpx
«Οι νεκροί» του Christian Kracht

«Οι νεκροί» του Christian Kracht

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Christian Kracht Οι νεκροί (μτφρ. Βασίλης Τσαλής) που θα κυκλοφορήσει στις 9 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

 

Λίγες εβδομάδες αφότου είχε αποστείλει την ταινία και την επιστολή στη Γερμανία, βρέθηκε ο Αμακάσου νωρίς το απόγευμα, σφιγμένος στο φράκο του, στην αμερικανική πρεσβεία, όπου επρόκειτο να τιμηθεί ο παγκοσμίου φήμης ηθοποιός Τσαρλς Τσάπλιν ο οποίος εκείνο τον καιρό βρισκόταν για ένα αναγνωριστικό ταξίδι στη Ιαπωνία μαζί με τον έμπιστο γραμματέα του Τοραΐτσι Κόνο.

Οι κωμωδίες εκείνες στις οποίες ο Τσάπλιν παίζει τον μπατίρη που καταδιώκεται συστηματικά από την ατυχία, ο οποίος όμως τελικά καταφέρνει να αντεπεξέλθει σε πείσμα όλων των αντίξοων περιστάσεων, είχαν μια μοναδικά απρόσμενη επιτυχία στην ντόπια αγορά. Κάτι στην εσωτερική, βαθιά αναρχική έκφραση του μικρόσωμου, κουρελιάρη, διαρκώς μελαγχολικά περιπαικτικού μυστακοφόρου ήρωα, κάτι στη σωτήρια sang-froid απάθειά του άγγιζε βαθιά την ιαπωνική ψυχή· χειροκροτούσαν τα κινηματογραφικά κατορθώματά του και η εξέγερσή του απέναντι στην εξουσία, την οποία ενσάρκωναν συνήθως κάποιοι κρετίνοι αστυνομικοί, εκλαμβανόταν από το κοινό ως ιδιαιτέρως απελευθερωτική.

Ο Αμακάσου είχε συλλάβει αρκετές φορές τον εαυτό του, σε κάποιον από τους κινηματογράφους της Γκίντζα [1], να χτυπάει με τις παλάμες τους μηρούς του και να γελάει με την καρδιά του. Αυτό που συνέβαινε εκεί πάνω στην οθόνη ήταν απίστευτο· τα συνεχή χτυπήματα της μοίρας και οι επακόλουθες αναπόφευκτες νίκες του μικρόσωμου αλητάκου προκαλούσαν σύγχυση και ευφορία ταυτόχρονα.

Τώρα ο Αμακάσου είχε περάσει τον χαλικοστρωμένο δρόμο, ανέβηκε τα τέσσερα πέντε πέτρινα σκαλοπάτια ως τη λουσμένη στο φως των προβολέων κεντρική είσοδο της πρεσβείας, ένας υπηρέτης τον απάλλαξε από το ημίψηλο και την ομπρέλα κάνοντας υπόκλιση, και ένας αξιωματικός με λευκά γάντια έσπευσε να τον χαιρετήσει. Ο Αμακάσου ένευσε καθώς βάδιζε.

Στις λαμπρά φωτισμένες αίθουσες υποδοχής, το κλίμα ήταν γιορτινό – μια εγχώρια ορχήστρα τζαζ κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να παίξει διασκεδαστική μουσική, αλλά όχι ιδιαίτερα εξεζητημένη, ο σάλος από δεκάδες φωνές εισέβαλε στ’ αυτιά του. Εδώ ήταν ο Ολλανδός πρέσβης (παιδεραστής), εκεί ένας φημισμένος Κινέζος κομμουνιστής (τζογαδόρος), σε μια γωνιά κάπνιζε με τεντωμένα τα δάχτυλα ένας Ιταλός συνταγματάρχης (σεξουαλικά ανίκανος). Ο Αμακάσου διέκρινε τον γέροντα πρωθυπουργό Ινουκάι, υποκλίθηκε όσο βαθιά έπρεπε προς το μέρος του με τις ανοιχτές παλάμες κολλημένες στη ραφή του παντελονιού, και μετά πήρε από έναν ασημένιο δίσκο μια όμορφη καρφιτσούλα για το πέτο – μικρές διασταυρωμένες ιαπωνικές και αμερικανικές σημαίες.

Εκεί πίσω ήταν, Θεέ μου, εκεί στεκόταν ο Τσάπλιν, μικρόσωμος και αδύνατος, τα κατσαρά μαλλιά ασημένια στους κροτάφους, ανεπιτήδευτα γοητευτικός και επίσης, ναι, εξόχως κομψός με το μαύρο φράκο, ένα ποτήρι σαμπάνια στο αριστερό του χέρι, στο δεξί το πούρο, περικυκλωμένος από τρεις εκθαμβωτικά όμορφες Γιαπωνέζες και έναν κεφάτο, φωνακλά ναύαρχο με μούσι, δίπλα σε μια περίτεχνη αλλά με αμερικάνικη αμετροέπεια σύνθεση από ορχιδέες· ο Τσάπλιν γέλασε εγκάρδια με ένα ανέκδοτο και έβαλε και τις δύο παλάμες μπροστά στο στόμα του, σαν να ντρεπόταν για τα δόντια του, και μια μαύρη μπούκλα έπεσε στο μέτωπό του και τρεμούλιαζε εκεί. Ήταν εντελώς διαφορετικός απ’ ό,τι στις ταινίες, σκέφτηκε ο Αμακάσου, έμοιαζε πιο πολύ με ένα μικρό συμπαθητικό τρωκτικό ή ίσως μια αλεπού.

Ένας Ιάπωνας του έδωσε ένα ποτήρι ουίσκι με παγάκια, καθώς περνούσε δίπλα του – ήταν ο Τοραΐτσι Κόνο, το δεξί χέρι του Τσάπλιν, μορφάζοντας με αναίδεια, μεθυσμένος σε τέτοιον βαθμό, που άργησε να αντιληφθεί ότι απευθυνόταν σε Ιάπωνα και όχι σε Αμερικάνο, και συμπεριφερόταν επιτηδευμένα και αφύσικα.

Μα φυσικά, είπε, φυσικά γνώριζε ποιος ήταν ο Αμακάσου, χαιρόταν στ’ αλήθεια που τον συναντούσε. Μύριζε ελαφρώς παλιατσαρία και απλυσιά.

Ο ίδιος ο Τσάπλιν πλησίασε τώρα τρικλίζοντας, ο Αμακάσου δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν το ασταθές βήμα ήταν προσποιητό ή αληθινό· τότε ο Τσάπλιν τού άρπαξε και τα δύο χέρια και τα ταρακούνησε και άρχισε να διηγείται χωρίς περιστροφές ότι το προηγούμενο βράδυ είχε δει το Tokyo Chorus του Όζου, ήταν ένα φανταστικό α-ρι-στούρ-γη-μα, και ο ίδιος ήταν πλέον αποφασισμένος να συνεχίσει να γυρίζει μόνο βωβές ταινίες, όπως ο Όζου. Το πιο σημαντικό γι’ αυτόν, για τον Τσάπλιν, ήταν η παντομίμα, και μπορούσε να πει με απόλυτη βεβαιότητα ότι σε αυτόν τον τομέα ήταν εξαιρετικός μάστορας.

Οι ντόπιοι εδώ λένε ότι οι κινηματογράφοι είναι οι κήποι των ηλεκτρικών σκιών, και αυτή είναι μια θαυμάσια περιγραφή, αν και όλοι στο μεταξύ έχουν αρχίσει πλέον να μιλούν για το Sous les toits de Paris (η ομιλούσα ταινία του Ρενέ Κλερ προβαλλόταν εκείνες τις μέρες με μεγάλη επιτυχία στους κινηματογράφους του Τόκιο), και ο Αμακάσου παρατήρησε πόσο εξαιρετικά χαρισματικός και ευφυής έδειχνε να είναι ο Τσάπλιν, και πόσο επικίνδυνος αντίπαλος θα ήταν, και πόση εξουσία ασκούσε η τέχνη του, και πάνω απ’ όλα πόσο στενή ήταν η συνάφεια ανάμεσα στην κάμερα και στο πολυβόλο.

Θυμήθηκε την μπομπίνα με τη φοβερή ταινία την οποία είχε στείλει πριν από μερικές εβδομάδες στο Βερολίνο και άρχισε να νιώθει μια μικρή αμφιβολία, αν αυτό που έκανε ήταν απολύτως σωστό – μήπως θα ήταν καλύτερο να είχε στείλει κάτι πιο ευχάριστο, κάτι χαρούμενο, κάτι ψυχαγωγικό, σκηνές των shōshimin ίσως, μικρές ιστορίες για τις έγνοιες και τις ανάγκες των απλών ανθρώπων, και δάγκωσε γρήγορα και ελαφρά το κάτω χείλος του, και ο Τσάπλιν, του οποίου οι κεραίες ήταν εξαιρετικά ευαίσθητες, άγγιξε απαλά το μπράτσο του Ιάπωνα και πρότεινε να φύγουν από αυτή την υπερβολικά πομπώδη δεξίωση (καθώς ο ίδιος γνώριζε ποιος πραγματικά ήταν ο διακριτικός Αμακάσου) και να δειπνήσουν μαζί στο ξενοδοχείο Ιμπίριαλ, και ο Αμακάσου, ο οποίος στιγμιαία απώλεσε τη διπλωματική του επιδεξιότητα, ένιωσε, συναινώντας ανακουφισμένος, να κολακεύεται και να κοκκινίζει από ντροπή.

 

21.

Πήγαν λοιπόν, με ένα κομβόι αυτοκινήτων, καθισμένοι αναπαυτικά πίσω από υαλοκαθαριστήρες οι οποίοι απομάκρυναν το νερό της βροχής με τα υπνωτιστικά τους ημικύκλια, διασχίζοντας τη λουσμένη στα εκτυφλωτικά φώτα Γκίντζα, στο περί ου ο λόγος ξενοδοχείο Ιμπίριαλ, ένα αξιοσημείωτα εκκεντρικό κουτί από μπετόν, σχεδιασμένο από τον Αμερικανό αρχιτέκτονα Φρανκ Λόιντ Ράιτ, το οποίο έφερνε πάντα στον νου του Αμακάσου έναν πνιγμένο στα αναρριχητικά φυτά ινδουιστικό ναό ή έναν ναό των Μάγια, μια παρωδία ενός αρχαίου, αξιοσέβαστου τόπου λατρείας της Βαβυλώνας, με τους κρεμαστούς κήπους, τον λαβύρινθο των τρεχούμενων νερών, τα σιντριβάνια, τα κατάφορτα με λουλούδια παρτέρια και τις στέρνες.

Για ανεξήγητους όμως λόγους δεν είχε μπει ποτέ στο εσωτερικό του κι έτσι η είσοδός του στο κλιματιζόμενο από μεγάλα αθέατα μηχανήματα λόμπι αποτέλεσε μια απρόσμενα ευχάριστη έκπληξη – η αποστειρωμένη δροσιά κράτησε έξω από την πόρτα την ασφυκτική κολλώδη υγρασία του φυσικού κλίματος, το νωπό από τη βροχή κοστούμι και το πουκάμισο αποκάτω σχημάτισαν ξαφνικά παγωμένες στρώσεις πάνω στο δέρμα και, ανατριχιάζοντας ελαφρά, του ήρθαν στον νου στοιβάδες αναρίθμητων κρυστάλλων, των οποίων τα παγωμένα μαθηματικά τού προκάλεσαν ανήκουστη σύγχυση.

Μπαίνοντας σαστισμένος στο εσωτερικό του ξενοδοχείου, χτύπησε δυο φορές το κεφάλι του· φαγωμένες γωνιές ξεπετάγονταν απρόσμενα, οι τοίχοι ήταν πορώδεις και βλογιοκομμένοι σαν από κρύα λάβα, εντοιχισμένες λάμπες που εξέπεμπαν ένα θαμπό κίτρινο φως οδήγησαν την ομάδα, που στο μεταξύ αποτελούνταν από μια ντουζίνα ανθρώπους, μέσα από μισοσκότεινους διαδρόμους στο κομψό σεπαρέ μιας αίθουσας εστιατορίου, όπου ήπιαν κρύο kikumasamune και έφαγαν μικροσκοπικά τραγανιστά ψάρια, πασπαλισμένα με χοντρό θαλασσινό αλάτι. Κάθισαν και αίφνης ο Αμακάσου είχε την αίσθηση του φρέσκου χιονιού και ένας από τους καλεσμένους όπλισε μια κάμερα Γκόλντμπεργκ και άρχισε να καταγράφει την ομήγυρη.

Μια νεαρή Γερμανίδα είχε καθίσει στη shimoza – την πλέον ταπεινή θέση του τραπεζιού. Έκανε έναν μορφασμό αποστροφής όταν δοκίμασε ένα από τα ψαράκια, και ύστερα άρχισε να απομυζά αφηρημένη μια φέτα λεμόνι· ο Αμακάσου βρήκε τις φακίδες της χαριτωμένες και τη μοντέρνα στολή ιπτάμενου που φορούσε γοητευτική, και έτεινε προς το μέρος της μια όμορφη πήλινη πιατέλα με ραπανάκια τουρσί. Εκείνη χαμογέλασε και άναψε ένα τσιγάρο, ο Αμακάσου ανταπέδωσε το χαμόγελο με μια αβρότητα για την οποία δεν θεωρούσε τον εαυτό του καθόλου ικανό.

Ο σοφέρ του Τσάπλιν (ο Αμακάσου τον είχε υποβαθμίσει πλήρως στη σκέψη του), ο Κόνο, χτύπησε τις παλάμες του και εκφώνησε ένα σύντομο λογύδριο, με υψωμένη την ξύλινη γαβάθα με το σάκε και το τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια του: Ο ιαπωνικός πολιτισμός δανειζόταν στοιχεία και τα τελειοποιούσε απολύτως, όπως γίνεται το ραφινάρισμα της ζάχαρης· κατά βάση όλα σ’ αυτόν τον τόπο είναι κινεζικής προέλευσης, η Κίνα ήταν όμως μια χώρα της οποίας η ασωτία δεν μπορούσε πλέον να γίνει αποδεκτή, καθώς η Κίνα, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, καθορίζεται από τη στρεβλή κακογουστιά της δυναστείας Μαντσού, αυτή τη στενόμυαλη καρικατούρα της δυναστείας Τσινγκ, την ώρα που η αυτοκρατορική Ιαπωνία έχει υιοθετήσει της καθαρές γραμμές και τη διαυγή αποτελεσματικότητα της δυναστείας Σονγκ.

Ο ίδιος ο Κόνο ήταν υπέρμαχος της hokushin-ron, της Βόρειας Αποστολής, η προσάρτηση εκτεταμένων περιοχών της βόρειας Κίνας ήταν ένα απολύτως φυσικό εγχείρημα για να δοθεί στο μέλλον ο αγώνας εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης με διακύβευμα τη Σιβηρία. Ποιος ξέρει, ακόμα και η Αλάσκα θα μπορούσε να κατακτηθεί και η επέκταση να φτάσει μέχρι κάτω στην Καλιφόρνια.

Ο Τσάπλιν αντέτεινε ότι η Κίνα θα μπορούσε να ειρηνεύσει μόνο αν εξοντώνονταν οι αναρίθμητοι πολέμαρχοι, οι κομμουνιστές δεν είχαν την παραμικρή πιθανότητα (στο σημείο αυτό ο Αμακάσου δεν μπόρεσε να μη σημειώσει τον πολιτικό ερασιτεχνισμό του ηθοποιού), μόνο η Ιαπωνία είχε τη δυνατότητα να ξεφύγει από την κατάσταση αναρχίας η οποία επικρατούσε σε μεγάλο τμήμα της Ασίας. Και ο Τσανγκ Κάι Σεκ; Αχ, το Κουομιντάνγκ ήταν αδύναμο και παρηκμασμένο, γι’ αυτό είχε καταληφθεί η Μαντζουρία μετά τη Μάχη του Μούκντεν, για να εδραιωθεί μια νέα ουτοπική προκεχωρημένη γραμμή, μια ονειρεμένη αποικία πλούσια σε πρώτες ύλες: η Μαντσουκούο, μια εκδήλωση, ας το πούμε έτσι, της εκ του Θεού εκπορευόμενης αυτοκρατορίας.

Ο Τσάπλιν ήταν ένας αληθινός μικρός Ιάπωνας εθνικιστής, σκέφτηκε ο Αμακάσου, κι αυτό προφανώς οφειλόταν στην κατήχηση αυτού του Κόνο, πρέπει να του το αναγνωρίσουμε. Κάτω από ζωηρά επιφωνήματα επιδοκιμασίας σερβιρίστηκε ωμό καλαμάρι και ο Ιταλός συνταγματάρχης ζήτησε συγγνώμη και πήγε στην τουαλέτα.

Η Ίντα, η νεαρή Γερμανίδα που άκουγε προσεκτικά, ήθελε να παρατηρήσει ότι μόνο η nans-hin-ron –η Νότια Αποστολή– θα οδηγούσε την Ιαπωνία σε επιτυχίες· τότε ξαφνικά, σαν κάτι να την είχε τυφλώσει, έβαλε τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπό της· πολύ αργά, το φτέρνισμα είχε ήδη ξεσπάσει, σαν τυφώνας εκτοξεύτηκε μπροστά, μια μακριά γυαλιστερή σταγόνα ταλαντεύτηκε στη μύτη της, και μέσα της καθρεφτίστηκαν όχι μόνο οι τοίχοι από ρυζόχαρτο του σεπαρέ και το ζεστό κίτρινο του φωτισμού της οροφής, αλλά και οι μορφασμοί αποδοκιμασίας των παριστάμενων Ιαπώνων.

Ο Αμακάσου δάγκωσε το κάτω χείλος για να μην ξεσπάσει σε γέλια, και άπλωσε το πόδι του με τη μεταξωτή κάλτσα κάτω από το τραπέζι, ελάχιστα εκατοστά μπροστά, μέχρι να αγγίξει τον αστράγαλό της, εκεί σταμάτησε και τη χάιδεψε με τα δάχτυλα των ποδιών του. Η Ίντα από τη μεριά της δεν τραβήχτηκε πίσω, αλλά τον άφησε να τη χαϊδεύει· για όνομα του Θεού, πού πήγαινε να μπλέξει; Ο Τσάπλιν και ο Κόνο στράφηκαν σε άλλο θέμα· οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες είχαν ξεχάσει κιόλας το φτάρνισμα, για να μην είναι αναγκασμένοι να ντρέπονται για τη συμπεριφορά της νεαρής Γερμανίδας.

Αν θέλουμε πραγματικά να καταλάβουμε έναν γρίφο, είπε ο Αμακάσου και χαμογέλασε, η λύση διαφαίνεται ήδη μέσα από την ίδια την υπόθεση, καθώς απάντηση και πρόβλημα είναι δύο πράγματα που δεν μπορούν να διαχωριστούν.

Δουλοπρεπείς σερβιτόροι έφεραν πήλινα μπολ με σούπα εποχής, μέσα στην οποία κολυμπούσε ένα μοναδικό, αρωματικό, πρώιμα καλοκαιρινό μανιτάρι. Έξω, στις πλαγιές του Φουτζιγιάμα, σε μακρινή απόσταση, άρχισε να μπουμπουνίζει.

Η Ίντα απάντησε ανενδοίαστα ότι υπάρχει μια λήθη του συνολικά υπάρχοντος, μια αποσιώπηση της ουσίας μας, όπου παριστάνουμε ότι έχουμε δώσει απαντήσεις σε όλα – ενώ παράλληλα τον κοίταζε κατευθείαν στα μάτια, και ο Αμακάσου, του οποίου το πόδι κάτω από το τραπεζάκι ανέβαινε αργά ψηλότερα, είχε τη βεβαιότητα ότι αυτή την ανταλλαγή απόψεων την είχε ξαναζήσει, δεν μπορούσε όμως να θυμηθεί πού και πότε.
Χάνοντας το ενδιαφέρον τους για τα λιτά εδέσματα, οι προσκεκλημένοι άρχισαν σιγά σιγά να τραβούν προς την αίθουσα χορού του ξενοδοχείου, πετώντας πίσω τους σπαράγματα συζητήσεων σαν τσαλακωμένα παλιόχαρτα, και τώρα, κάτω από τους μοντέρνους πολυελαίους, άρχιζαν να κουνιούνται διστακτικά στους ρυθμούς της τζαζ, ενώ το ξύλινο πάτωμα λειτουργούσε ως αντηχείο. Ο Τσάπλιν χτυπούσε παλαμάκια με τα περιποιημένα από μανικιουρίστα χέρια του και γελούσε ελαφρώς επικριτικά.

Όταν ξαφνικά η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα αργεντίνικο ταγκό, ο Αμακάσου πήρε τη νεαρή Γερμανίδα από το χέρι και στροβιλίστηκε μαζί της – είχε μείνει άναυδη από την ικανότητά του στον χορό, χαμογελούσε· το φως από τις εντοιχισμένες λάμπες παιχνίδιζε παράξενα στις κόρες των ματιών τους, καθώς περιστρέφονταν κι εκείνη λύγιζε το κορμί της ως το πάτωμα υπό την επιδέξια καθοδήγηση του Αμακάσου. Ώπλα-ωπ, μάλλον είχε πιει πολύ σάκε.

 

[1] Εμπορική συνοικία του Τόκιο. (Σ.τ.Μ.)
[2] Οι πολίτες, οι απλοί άνθρωποι. (Σ.τ.Μ.)

 

Γιώργος Δουατζής

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.