fbpx
«Ο γάιδαρός μου στο φεγγάρι» του Θοδωρή Γκόνη

«Ο γάιδαρός μου στο φεγγάρι» του Θοδωρή Γκόνη

– Τι είναι αυτό;
– Πύραυλος.
– Μπορώ να φτιάξω κι εγώ κάτι εδώ δίπλα;
– Ναι.

Έπιασα διστακτικά το μολύβι και έβαλα εκεί δίπλα τον γάιδαρο, τον γάιδαρό μου, χωρίς σκοινί, χωρίς σαμάρι, έτοιμος εάν απορριφθεί να το στρίψει. Γάιδαρος είναι, ξέρει.

Ο πύραυλος στο ύψος του χορταριού. Υπήρχε άφθονο χορτάρι, κυματιστές σαν θάλασσα γραμμές ή σαν ποταμάκι.

Βλέπεις, τα πολύ μικρά παιδιά αφαιρούν, αδιαφορούν, κόβουν. Αφαιρούν ορόφους, μπαλκόνια, δώματα, δρόμους, οικοδομικά τετράγωνα, πόλεις, ρυμοτομίες, μέσα συγκοινωνίας, ενδιάμεσα, ενδιάμεσους, εξαιρούν, αγνοούν. Κρατάνε τα απολύτως απαραίτητα. Ένα σπιτάκι. Φτιάχνουν έναν κόσμο με τα ελάχιστα, λίγη λάσπη, δυο πέτρες, ένας ήλιος.

Εκεί ακουμπάει, γειώνει, προσγειώνεται, πλέει το πασίγνωστο σπιτάκι, σα να μην πέρασε μια μέρα, απαράλλαχτο, όπως το πρωτοσυνάντησα πριν δεκαπέντε, τριάντα, πενήντα χρόνια. Με τον ίδιο ήλιο, λίγο πιο δεξιά, πιο αριστερά, πιο πάνω, πιο κάτω, τον ίδιο ήλιο.

Η Κυριακή σε σπίτι φίλων. Απόγευμα. Λίγο πιο δεξιά, πιο αριστερά στον χάρτη, στον χρόνο, στους ρόλους, στο πέτσωμα του δαπέδου, στον τύπο του χαρτιού, στη φίρμα του μολυβιού λίγο πιο κάτω, πιο πάνω, η ίδια Κυριακή.

– Τι είναι αυτό;
– Πύραυλος.
– Μπορώ να φτιάξω κι εγώ κάτι εδώ δίπλα;
– Ναι.

Έπιασα διστακτικά το μολύβι και έβαλα εκεί δίπλα τον γάιδαρο.

Ήθελε αρχοντιά ο χρυσός μου, δεν του άρεσε το παχνί, η πλήξη, η θλίψη, η νύστα, ο καφές, η βαριεστημένη κατανάλωση της Κυριακής δεν του άρεσε.

Ήθελε την αρχοντιά της ο χωριάτης, το ελεύθερο σχέδιο, να μπει, να δοκιμαστεί στα δύσκολα. Παιχνίδι, πρόκληση.

Να δοκιμαστεί στο νόημά της, ανάπαυση και προσευχή.

Ανάπαυση και προσευχή στα ωραία της, στα χάι της, κυματιστές σαν θάλασσα γραμμές ή σαν ποτάμι, να αξιωθεί φρέσκο, άφθονο χορτάρι, να βοσκήσει, να κριθεί στα νέα μέτρα, στα νέα μάτια, τι πέραση έχει.

Κυρίω τω Θεώ σου. Η έβδομη μέρα της δημιουργίας. Ένα σπιτάκι, ένας ήλιος, ένας πύραυλος. Η ώρα της κρίσεως.

Ή θα σε καταποντίσει το ρίσκο ή θα σου βγάλει υποτροφία.

Χωρίς σκοινί, χωρίς σαμάρι, τα αυτιά πεσμένα.

– Σου αρέσει;
– Ναι.

Υποτροφία! Πέρασε, ισχύει, εγκρίνεται ο γάιδαρός μου. Άντε μπαγάσα, λέω, ακατέργαστε, είχες δεν έιχες τα κατάφερες, φιλόδοξε, σου έφεξε, και λιακάδα και πύραυλος.

Υποτροφία! Θα τρώμε για κάμποσα χρόνια ακόμα άφθονο, αθώο χορτάρι του Θεού. Κυματιστές γραμμές. Σαν θάλασσα ή σαν ποτάμι.

Άντε μπαγάσα, και νύχτωσε πια – γεια σας, φιλιά, ευχαριστώ, φεύγω κι εγώ.

Επιστρέφω στο παχνί μου, πασίγνωστο, απαράλλαχτο, κοινό.

Χαζεύω, μασουλάω της δυσπιστίας μου το σανό και έξαφνα. Γάιδαρε! ακούω, Γάιδαρε!

Ποιος μιλάει;

Εδώ! Εδώ! λέει, χάρτινο το φεγγαράκι, εγώ! λέει, μιλάει, φέγγει αληθινό.

 

Γιώργος Δουατζής

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.