«Κραταιός ύπνος ως θάνατος» της Ελένης Λιντζαροπούλου
Το διαταραγμένο υποσυνείδητο την είχε κάνει πάλι τη δουλειά του.
Ούτε μια ώρα δεν είχε περάσει που κοιμόταν και...
Ένα χέρι πίεζε το κεφάλι της στο χείλος του εφιάλτη.
Μέσα σε καπνούς, βάδιζε προς έναν παλιό γνώριμο.
Ήταν καθιστός κάπου, μαζί με δυο άλλους άντρες. Γνωστοί κι αυτοί.
Τον άρπαξε ή την άρπαξε, δεν κατάλαβε.
Φιλήθηκαν.
Απολαυστικά παράφορα και ύστερα βίαια.
Σχεδόν κομμάτιαζε τη γλώσσα του με τα δόντια της. Ένοιωθε τη δροσερή τους υφή και την αιμάτινη γεύση τους.
Ξαφνικά ο άνδρας ήταν άλλος, άγνωστος.
Ένιωθε το όνειρο να ξετυλίγεται αυτόνομο στο κεφάλι της. Δεν μπορούσε να του ξεφύγει.
Γλώσσες χυδαίες της έγλειφαν το πρόσωπο, παραβίαζαν τα χείλη της.
Η ίδια πίεση από το χέρι.
Αναζητούσε ψαχουλεύοντας απεγνωσμένα τον άνδρα δίπλα της, τον πραγματικό, να πιαστεί, να προστατευτεί.
Μούγκριζε.
Ξαφνικά ένα στροβίλισμα την έφερε δίπλα σε μια γυναίκα που είχαν ονειρευτεί το ίδιο όνειρο. Μικρή, παιδούλα παρά τα χρόνια της, ντυμένη πολύχρωμα.
«Βαρέθηκα να σε προσέχω», της είπε.
Ξανά οι γλώσσες...
Ξανά το χέρι...
Ξανά το μουγκρητό...
Ύστερα, απρόσκλητοι, ληστές έμπαιναν σπίτι της.
Ο ήχος της πόρτας.
Η φοβερή τους ανάσα. Αναπνοή βόρβορου και αψίνθου.
Μούγκριζε.
Το χέρι την πίεζε πάλι.
Προσπαθούσε να ξυπνήσει, αδύνατον.
Οι γλώσσες την παραβίαζαν ξανά και ξανά, υγρές και αναιδείς.
Όλως αιφνιδίως, ήξερε.
«Ελέησόν με που δεν έχω πού να σταθώ. Ελέησόν με, Κύριε», ψιθύρισε.
Άνοιξε τα μάτια σ' ένα έλος ύπνου.
Ένα ουρλιαχτό, «βοήθεια», την είχε ανασύρει στο συνειδητό. Εκείνη το φώναξε;
«Δόξα να 'χεις, Κύριε». Ασυναίσθητα, σταυροκοπήθηκε. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να κοιμηθεί ξανά.
Μονάχα το πρωί απ' τους άλλους έμαθε ότι σκοτώσαν τη γηραιά γειτόνισσα.
«Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα, γριά ήταν κι ανήμπορη. Μονάχα μια φωνή έβαλε για βοήθεια», είπαν κάποιοι που άκουσαν.
Τι τρομερό... Μόνον ο θάνατος είχε δύναμη να τη βγάλει απ' τον εφιάλτη.
*Το εικαστικό που συνοδεύει το διήγημα, είναι έργο της Ιωάννας Ασσάνη από την ενότητα «Περιγραμμικές διαδρομές»