fbpx
«Το κέρατο» της Μαρίας Λοΐζου
ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ ΜΟΥΡΣΕΛΑ

«Το κέρατο» της Μαρίας Λοΐζου

Ξύπνησε πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Περίεργο της φαινόταν αφού πάντα στο πρωινό ξύπνημα ζούσε ένα μικρό δράμα. Σήμερα είχε χρόνο και για μπάνιο αντί για ντους κι ύστερα να πάρει πρωινό με την ησυχία της. Απλώθηκε διαγώνια στο κρεβάτι ψηλαφίζοντας χαμογελαστά την απουσία του Σωτήρη. Σηκώθηκε με ζωηρές κινήσεις. Στο πάτωμα ήταν σπαρμένα ρούχα, αναποδογυρισμένα παπούτσια, πεταμένα περιοδικά. Πέρασε ανάμεσά τους με χορευτικές κινήσεις. Δεν της έφερναν πια πανικό και υστερία, όπως όταν βρισκόταν όλη η οικογένεια μαζί. Εδώ και ένα μήνα που ήταν μόνη, αδιαφορούσε για οποιαδήποτε υποχρέωση και ξέχασε το νοικοκυριό. Πήγαινε στη δουλειά, επέστρεφε, χάζευε κάποια ταινία στην τηλεόραση, απολάμβανε τη μοναξιά της.

Άνοιξε το ψυγείο. Δεν υπήρχε τίποτα εκτός από μισό καρπούζι. Έφαγε μια φέτα, ευγνώμων που δε χρειαζόταν να μαγειρέψει, ντύθηκε ελαφρά κι έφυγε για τη δουλειά.

Η Αθήνα μισοάδεια. Η κίνηση στους δρόμους σχεδόν ανύπαρκτη. Η καλύτερη εποχή για να ζει κανείς σ’ αυτήν την πόλη.

Απόγευμα επέστρεψε στο σπίτι. Έλεγξε τον τηλεφωνητή για μηνύματα - δεν την είχε ψάξει κανείς. Μα, κανένας; Τα παιδιά είχαν να της μιλήσουν απ’ τα μέσα του Ιουλίου και έφτασε Αύγουστος. Δεν στεναχωριόταν. Ήξερε: όταν τα παιδιά περνάνε καλά, χάνουν την αίσθηση του χρόνου. Αλλά απόρησε κάπως που ούτε ο Σωτήρης τηλεφώνησε, να της συμπαρασταθεί έστω με λίγα λόγια που εκείνη φέτος δεν πήγε διακοπές. Το πέταξε όμως πίσω της κι αυτό, όπως τα ρούχα της και τα παπούτσια.

Στο τραπεζάκι του μπαλκονιού, τα ποτήρια με τον κολλημένο κατάστεγνο καφέ που είχε πιει με την φίλη της την Ελένη, πριν μια εβδομάδα. Τουλάχιστον αυτή πέρασε να της αφήσει δύο δωράκια που είχε φέρει από την Κρήτη. Ένα για εκείνην κι ένα για την τρίτη κολλητή της παρέας που επίσης έλειπε σε διακοπές. Σήκωσε τη σκονισμένη σακούλα από το πάτωμα της βεράντας. Περιείχε δύο μαχαίρια. Έπιασε το ένα, διάβασε τη σκαλισμένη στη λαβή του μαντινάδα: Να εξηγήσεις προσπαθείς τι είναι η φιλία/μα δύσκολο κι αμπόρετο αν δε γνωρίζεις μία. Έπιασε και το δεύτερο. Ακριβώς η ίδια μαντινάδα. Η Ελένη πάντα τους έπαιρνε ίδια δώρα, απόδειξη της ίσης αγάπης που ένιωθε και για τις δυο τους.

Χάιδεψε τη λάμα του. Ατσαλένια και κοφτερή. Την έσυρε πάνω στους καρπούς της, την έσυρε παράλληλα με την καρωτίδα της. Ένιωσε έξαψη. Ανατριχίλα. Όμως δεν κρατούσε καλά τη λαβή του μαχαιριού, δεν τη βόλευε. Ήταν ένα πραγματικό κέρατο. Στριφτό και κυκλικό. Βερνικωμένο. Είχε χρωματιστά δαχτυλίδια στο χρώμα της σκουριάς, μάρτυρες για την ηλικία του ζώου. Το ψηλάφισε. Το ένιωσε ζωντανό. Το ακούμπησε στο μέτωπό της. Γύρισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του σαλονιού, σε προφίλ. Το κέρατο ξεφύτρωνε πίσω απ’ τα φουντωτά μαλλιά της. Έμεινε να κοιτάζει το είδωλό της γοητευμένη.

Έτρεξε στο αποθηκάκι που φύλαγε ο Σωτήρης τα εργαλεία του. Μέγγενη, σφυρί και τανάλια. Σφήνωσε το κέρατο στη μέγγενη και στρίβοντας την τανάλια ξεκόλλησε τη λάμα από μέσα του, ρίχνοντας απαλές σφυριές.

Το κοίταξε ενθουσιασμένη. Το κέρατό της το τράγιο, στα χέρια της σαν να της μιλούσε. Πήρε και το δεύτερο μαχαίρι και το έβαλε στη μέγγενη. Την τραβούσε το σκηνικό που είχε στηθεί στο κεφάλι της σαν παθιασμένος έρωτας. Δούλευε μεθοδικά, προσέχοντας να μην καταστρέψει το κέρατο.

Τα τοποθέτησε και τα δυο μαζί στο κούτελό της. Ένα δεξιά κι ένα αριστερά. Της έδιναν ένα αέρα μεγαλοπρέπειας. Κορώνα στο κεφάλι της, διάδημα. Καθρεφτίστηκε. Οι κόρες των ματιών της είχαν διασταλεί, τα ρουθούνια της πάλλονταν, η καρδιά της άρχισε να μαρσάρει.

Έτρεξε στο συρτάρι με τα εσώρουχα της, βρήκε αμέσως αυτό που ήθελε. Μια φαρδιά φάσα διάφανης σιλικόνης από ένα σουτιέν της. Ξανά στο αποθηκάκι ν’ αρπάξει και τη σιλικόνη συγκόλλησης απ’ το κουτί με τα εργαλεία. Τοποθέτησε τα κέρατα πάνω στη διάφανη φάσα και τα κόλλησε. Τα ισορρόπησε να μη γείρουν, ανάμεσα σε ποτήρια. Έπρεπε να μείνουν αρκετές ώρες για να στεγνώσει η κόλλα, το ήξερε από άλλες δουλειές αυτό.

Αδημονούσε. Το σπίτι δεν τη χώραγε. Καιγόταν και ίδρωνε, βλέποντας με τη φαντασία της να φοράει τα κέρατά της. Να είναι δικά της. Φυτρωμένα στο κούτελό της. Άκρο του κεφαλιού της, αποκτημένο χρόνο με το χρόνο, σύμβολο ισχύος.

Την πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος γεμάτος προσμονή. Και στον ύπνο της ήρθε και την πήρε ένας τραγόμορφος άντρας. Χωρίς τρυφερότητες, χωρίς λόγια, την καβάλησε και τη βάτεψε. Με δύναμη και ορμή. Άγρια. Τραγίσια.

Ξύπνησε μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα. Ανάμεσα στα σκέλια της γυάλιζαν ακόμα υγρά που δεν είχε φανταστεί ποτέ της ότι είχε.

Σηκώθηκε τρέμοντας απ’ το όνειρο και πήγε να ελέγξει το στέμμα της. Η σιλικόνη είχε κολλήσει για τα καλά. Εφάρμοσε τη φάσα στο κεφάλι, πέρασε από πάνω τα φουντωτά μαλλιά της. Το σπίτι μισοφωτιζόταν από τα φανάρια του δρόμου.

Στον καθρέφτη έβλεπε γυμνό το είδωλό της να αχνίζει απ’ τον ιδρώτα. Και τα κέρατά της στη θέση τους. Σχεδόν δάκρυσε από την υπερένταση. Βγήκε στο μπαλκόνι να πάρει αέρα. Κάθισε στον μπαμπού καναπέ, ανέβασε τα πόδια της στα κάγκελα προσφέροντας τα απόκρυφά της καυτά στο μισοφέγγαρο, στον αέρα που τη γαργαλούσε κι έριξε το κεφάλι της πίσω στην πλάτη του καναπέ. Για πρώτη φορά ελεύθερη, για πρώτη φορά μονάχα το δικό της «θέλω» αφημένο στην αυγουστιάτικη νύχτα. Εκτεθειμένη στο αδιάκριτο βλέμμα της σκιάς ενός άντρα στο απέναντι σπίτι. Τον είδε και αδιαφόρησε. Γιατί δεν ήταν γείτονάς της. Δεν τη γνώριζε. Γιατί η ίδια γεννήθηκε απόψε. Γεννήθηκε γητεύτρα και ιέρεια. Σκεύος και μήτρα. Γυναίκα, γη και πεθυμιά.

Σηκώθηκε όρθια. Σηκώθηκε και ο άντρας. Αναμετρήθηκαν αγέρωχα. Τέλος του έκανε νόημα. Τον είδε να χάνεται αστραπιαία μέσα στο σπίτι του. Σε δευτερόλεπτα εμφανίστηκε στη μέση του δρόμου κοιτάζοντας ψηλά προς το μπαλκόνι της.

Χαμογέλασε στον εαυτό της. Η Γυναίκα. Η δύναμη.

«Στον δεύτερο», ψιθύρισε κρεμασμένη στον άντρα και περπάτησε καμαρωτή ως την πόρτα.

Η Μαρία Λοίζου γεννήθηκε το 1965. Σπούδασε λογιστικά και εργάστηκε στον ιδιωτικό, τραπεζικό και διαφημιστικό τομέα. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια λογοτεχνίας, φιλοσοφίας και φωτογραφίας.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.