fbpx
Λένος Χρηστίδης: «Η μελαμψή παρθένος»

Λένος Χρηστίδης: «Η μελαμψή παρθένος»

Η μελαμψή παρθένος του Λένου Χρηστίδη με έστειλε κατευθείαν στη Μαύρη Αφροδίτη, εκείνη τη δυστυχή ιθαγενή με την οποία η «πολιτισμένη» Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα διασκέδαζε, χρησιμοποιώντας την όπως οι τσιγγάνοι την αρκούδα. Σταματώ εδώ τις αναλογίες γιατί της Αφροδίτης τα παραλειπόμενα είναι τραγικά, ενώ της Παρθένου είναι κωμικοτραγικά. Κι όμως, το ζωώδες και υποβαθμισμένο περιβάλλον και της μιας και της άλλης είναι ανάλογο, και μαύρο και μελαμψό. Η πολιτισμένη Ευρώπη μετέχει και των δύο, με τη βαρβαρότητα προωθημένη στις θέσεις του πολιτισμού, είτε ως ναζισμός είτε ως συνακόλουθος παραλογισμός. Σ' αυτόν τον παραλογισμό που ποτέ δεν έπαψε να αυξάνει και να μεταμορφώνεται, κινείται η αποσπασματική, κωμικοτραγική, απομυθοποιητική αφήγηση του Χρηστίδη, η οποία κάτω από τη διακωμωδημένη επίφαση κρύβει τα φριχτά που σηκώνει ο κόσμος από την αλαζονεία των αείποτε ναζί.

Το κείμενο από άποψη δομής συνιστά την αποθέωση της αποδόμησης, ενώ από άποψη γλώσσας συμβάλλει τα μέγιστα στην απόλαυση. Την αποδόμηση του λόγου υποστηρίζουν τα αποσπασματικά κείμενα που υποβάλλουν και την ιδέα της κατακερματισμένης εποχής μας, αλλά και της κατακερματισμένης συνείδησης και απώλειας της ανθρωπιάς μας. Την απόλαυση στηρίζει η ευρηματική αφηγηματική τεχνική του Χρηστίδη, ο οποίος παίζει με έναν υπολογιστή σαν να είναι ο Θεός που παίζει ζάρια με τον κόσμο, όπως θα έλεγε και ο Αϊνστάιν. Η οθόνη του υπολογιστή είναι η προσομοίωση του κόσμου, όπου παίζεται το θέατρο του παραλόγου.

Το κείμενο από άποψη δομής συνιστά την αποθέωση της αποδόμησης, ενώ από άποψη γλώσσας συμβάλλει τα μέγιστα στην απόλαυση. Την αποδόμηση του λόγου υποστηρίζουν τα αποσπασματικά κείμενα που υποβάλλουν και την ιδέα της κατακερματισμένης εποχής μας, αλλά και της κατακερματισμένης συνείδησης και απώλειας της ανθρωπιάς μας.

Τα θεματικά κέντρα είναι πολλά. Η ματιά παίζει σε διαφορετικά επίπεδα χρονικά και τοπικά. Αρχίζουμε με ένα μικρό ξύλινο αγαλματάκι, μια ρίζα μανδραγόρα, ένα είδος ανθρωπόμορφου ξόανου στα χέρια ενός ναζί που βρίσκεται στα ελληνικά εδάφη, τω καιρώ εκείνω της Ραϊχσφύρερ εποχής. Το πράγμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον φιλότεχνο Χίτλερ. Αλλά ο χρόνος είναι ρευστός, τρέχει για να μας προφτάσει στο εξελιγμένο εδώ και τώρα των φανατικών καθαρόαιμων που διαλύουν τα μαγαζιά των μεταναστών. Στη συνέχεια μπαίνει ο Μπάντι (μπάντα, bad) στο πλάνο. Γέρος, σκαμμένος, περιθωριακός, τρομπετίστας στο Σικάγο. Από τα συμφραζόμενα συμπεραίνουμε ότι πρέπει να ήταν ένας σωστός απροσάρμοστος, με όλα τα συμπαρομαρτούντα, εξαιτίας των οποίων οι φίλοι του είχαν από καιρό αποδημήσει αλλά για κείνον η ουράνια τρομπέτα δεν είχε ακόμα ηχήσει. Έπειτα από μια παραλίγο θανάσιμη κρίση, συνέρχεται χωρίς να βρει την καλή του διάθεση και αρχίζει μια αλυσιδωτή δραστηριοποίηση –«πήρε ένα αεροπλάνο, μετά ένα άλλο αεροπλάνο, μετά ένα πλοίο, μετά ένα γάιδαρο, κλότσησε την πόρτα που είχε λιώσει στους μεντεσέδες της, σοβάντισε, έξυσε, αστάρωσε, έβαλε τζάμια, έριξε τοίχους, έχτισε τοίχους, έβαλε πόρτες, έβαψε πόρτες και μια μέρα βγήκε στη βεράντα και ήπιε τον καφέ του. Και τότε ήταν που βελτιώθηκε η διάθεσή του»– μπροστά στην «ιλιγγιώδη θέα προς το μπλε», όπου μιλάει με το μπλε, στη γενέθλια γη, την Αντίκαρο.

Ο Βασίλης γυρίζει με καύσωνα στην πόλη που μύριζε μπαρούτι. Μπήκε στην τράπεζα και σήκωσε όλο τον λογαριασμό του και πήγε την Κάρο (Αντίκαρο) μαζί με την Πανδώρα. Ο Ηλίας πήγε στον καταυλισμό των τσιγγάνων για να αγοράσει φούντα από τη γιαγιάκα. Στο νησί ξεσαλώνουν τουρίστες και τουρίστριες. Το παροπλισμένο πλοίο της άγονης γραμμής που βάφτηκε, άλλαξε όνομα και έτριζε «σαν του γέρου τη μασέλα», ξαναμπαίνει, λόγω επιδότησης, να τυραννιστεί στα κύματα. Εν πάση περιπτώσει, η Πανδώρα, ο Μπάντι, ο Βασίλης, ο Αστυνόμος σαν πρωταγωνιστές και οι λοιποί Καριώτες ή Αντικαριώτες κομπάρσοι όλοι σε μια ιστορία, της οποίας οι ρίζες βυθίζονται στο παρελθόν, άλλες όμως στην επιφάνεια θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον για αρχαιολογική-ιστορική-πολιτική-ανθρωπολογική έρευνα. Και το πλοίο σαν την κιβωτό του Νώε έφθασε: «Και άνοιξον η μπουκαπόρταν. Και εξαμολύθηκαν όλες οι φυλές. Κεκουρασμένες, σεσαστισμένες, αναμεμαλλιασμένες», και «εξήλθον», «εξήλθον», «εξήλθον»... Ακολουθεί μακρύς κατάλογος ανθρωπολογικής τυπολογίας εξηλθόντων (ας συνεισφέρω κι εγώ κάτι στους βαρβαρισμούς του συγγραφέα).

Ενδιαφέρον έχει το γενεαλογικό δέντρο του τέρατος της πολιτικής (κατά το βιβλικό «Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ, Ισαάκ εγέννησε Ιακώβ»): «Η νωθρότης γεννάει τη φτώχια, Η φτώχια γεννάει την πείνα, Η πείνα γεννάει την όρεξη, Η όρεξη γεννάει την αυθαιρεσία, Η αυθαιρεσία γεννάει τη ληστεία, Η ληστεία γεννάει την πολιτική. Και ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος αυτού». Η εξουσία είναι σπουδαίο πράγμα και παραπλήσια διατυπωμένη στον στίχο του Χορτάτση του πλούτου αχορταγιά, τση δόξας πείνα,/ του χρυσαφιού ακριβιά καταραμένη/ πόσα για σας κορμιά νεκρ' απομείνα. Ενδιαφέρουσα, επίσης, η περιγραφή της σταγόνας που πέφτει από το μέτωπο στο «τρίτο μάτι» και από κει στο «υπερ-φρύδι» και μετά κατεβαίνει στη μύτη και δεν ξέρει προς ποια πλευρά να κυλήσει. Τελικώς, κυλάει δεξιά και ο φέρων τη σταγόνα δυσανασχετεί. Έχει άραγε πολιτικό προσανατολισμό η πορεία της; Ποιος ξέρει, αν δεν έχει καθοδηγητή της τον Χρηστίδη!

Όμως, θα έλεγα πως ανεξάρτητα από το θέμα και την εξέλιξή του, εκείνο που αποτελεί θέμα είναι ο τρόπος της αφήγησης. Η κατάτμηση του κυρίως σώματος σε ενενήντα επτά μέρη την καθιστά εύκολα προσβάσιμη, καμιά φορά ακόμα και η παράλειψη κάποιου μέρους δεν ανατρέπει τη συνοχή, γιατί ούτως ή άλλως η συνοχή είναι διατεταραγμένη (δική μου η μετοχή). Το πάσης φύσεως διακειμενικό υλικό –ρητά, ρήσεις, τίτλοι τραγουδιών και ταινιών– όλα μπαίνουν στον ηλεκτρικό αναδευτήρα της αφήγησης.

Στη θεωρία της κειμενογλωσσολογίας υπάρχει όρος που αναφέρεται σ' αυτό που πετυχαίνει στην πράξη ο Χρηστίδης: «πληροφορητικότητα». Εδώ η πληροφορητικότητα έχει την πιο αναβαθμισμένη και εμπλουτισμένη εκδοχή της. Υψηλή. Υψίστη. Το μη αναμενόμενο, που συνήθως την προκαλεί, απορρέει από το θέμα, από την πλοκή-λύση, αλλά και, κυρίως και, από τη γλώσσα. Αυτή αναδεικνύεται «ηρωίδα» του έργου. Αστραφτερή, απρόβλεπτη, ανακουφιστική, διασκεδαστική με την κυριολεξία του ρήματος διασκεδάζω (διασκορπίζω τις σκέψεις) και, ανάλογα με το πόσο βαθιά θα πάει ο αναγνώστης, θα δει «το φάντασμα της Όπερας» που δρα στα υπόγεια του ιστορικού κέντρου της πόλης που καίγεται από τον καύσωνα ή στο ωραίο αιγαιοπελαγίτικο νησί, όπου βρέθηκε ένας σκελετός κι ένα κρανίο με μια τρύπα στο μέτωπο (εκτέλεση) από σφαίρα, στο ξερό βουνό (Κρανίου τόπος), εκείνο το καλοκαίρι της δυσαρέσκειας, της δυσαρμονίας και άλλων έξι ουσιαστικών με πρώτο συνθετικό το «δυσ», για να φανεί κάτω από το επιφανές χιούμορ το δυσάρεστο. Η λεκτική έκπληξη, με τη χιουμοριστική της εκδοχή, δεν είναι ποτέ εξαιρετέα: «Κρατούσε ένα κάτι. Κινητό, άιφον, άιπαντ, άιστοδ...» (ιάολο, προφανώς), ενώ ένας άλλος κρατούσε μπυρομπριζερίδια, κάποιος μπέρδευε τα μπίτια (κάπως έτσι δεν θα έλεγε τα μπούτια ο Πίτερ Σέλερς;). Πώς ζωγραφίζεται άραγε ένα «χαμόγελο πιρτσινωμένο» ή πώς λέγεται μονολεκτικά το «πιο "είσαι μεγάλο κορίτσι πια" ύφος» (στη γλώσσα της Πειθούς λέγεται «επίκληση στο ήθος του αντιπάλου»), το «θα ''φας καλά'' ύφος», το «''τώρα θα γελάσουμε'' βλέμμα». Καταλαβαίνουμε αμέσως ποια είναι τα ανθυποτρόφιμα. Τι είδους ηρωική εποχή ανακαλεί το «Ήταν πρωί τ' Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή» (παλιές επαναστατικές κορόνες), το «Good Morning, Vietnam» έστω και αν δεν... ωστόσο, σχετίζεται με τον «Αγκών» μου του Χίτλερ και όχι με τον αγκώνα μου. Ο επίμονος κηπουρός, η προσφώνηση «Μήτσε» και η συνειρμική αναφορά στον Γιάλομ «Όταν έκλαψε ο Μήτσε» (και όχι ο Νίτσε). Το πλοίο που «κωλοτρίβεται πάνω σ' ένα μακρινό βουνό». Γενικώς με τμήματα του κειμένου γραμματοσυντακτικώς ασυνάρτητα, σόλοικα και βαρβαρίζοντα, αλλά με κρυμμένη μελαμψάδα κάτω από την ασυναρτησία τους, το βιβλίο κερδίζει, υποβάλλει, είναι ένας διακειμενικός ποικίλης ύλης χείμαρρος που κατακλύζει τον αναγνώστη. Ο δεινός κολυμβητής θα απολαύσει το ταξίδι.

Το εξώφυλλο μια σύνθεση ανάλογη του θέματος και της γλώσσας. Σε πρώτο πλάνο μια παραδοσιακή οικογένεια, γονείς, παιδιά, γιαγιά, φωτογραφίες αναρτημένες, ένθεν και ένθεν, Μεταξάς κι ένας εξόριστος κομμουνιστής με ψηλά τα χέρια, ενώ στον ουρανό πετούν τα εξωπραγματικά τέρατα του Ιερώνυμου Μποςς. Το βιβλίο ένα αλλιώς πολιτικό βιβλίο. Ο κόσμος ένα αλαλούμ. Αλλά αν δεν ήταν έτσι «πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να 'μαστε επαναστάτες;», ρώτησε ο Πικασσό «Και ξέσπασε σε δυνατά γέλια για να μην καταλάβω αν μιλάει σοβαρά ή αν αστειεύεται» γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης (Ανοιχτά χαρτιά, σελ.327). Και ο Χρηστίδης είναι επαναστάτης και επιπλέον «Έχει ένα βλέμμα γυμνασμένο να φτάνει πίσω από τα πεπρωμένα» (Ελύτης, Α.Χ., σελ.468).

Η μελαμψή παρθένος
Λένος Χρηστίδης
Καστανιώτης
400 σελ.
Τιμή € 17,04
001 patakis eshop

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Άλλα κείμενα:

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Κωνσταντίνος Λίχνος: «Ο βράχος του Σίσυφου»

Στην ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχουν παγκόσμιοι μύθοι που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Ένας από τους πιο γνωστούς είναι ο βράχος του Σίσυφου. Ο μύθος, δηλαδή, που μιλάει για τον παμπόνηρο...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γρηγόριος Ξενόπουλος: «Πλούσιοι και φτωχοί», «Τίμιοι και άτιμοι», «Τυχεροί και άτυχοι»

Τρεις τόμοι, μια τριλογία με τρία πολύτιμα έργα, όπου ο μέγας κοινωνικός ανατόμος, ο Ζακυνθινός (γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη) Γρηγόριος Ξενόπουλος ζυγίζει τις κοινωνικές κατηγορίες που πάνω...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.