fbpx
Τώνια Κατζουρού: «7 χρώματα πάνω σε μαύρο»

Τώνια Κατζουρού: «7 χρώματα πάνω σε μαύρο»

Την Τώνια Κατζουρού τη γνωρίσαμε ως αισθαντική ποιήτρια από μελοποιημένα ποιήματά της σε μουσική και ερμηνεία Χρήστου Κοτσαύτη, αρχικά, και στη συνέχεια μέσα από την πρώτη ποιητική συλλογή της με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ακροβατώ, που αν και πρώτη συλλογή, δεν ακροβατεί, ίσα ίσα βαδίζει σταθερά με άνεση, καθώς ο ποιητικός της ορίζοντας έχει μεγάλη ορατότητα και ο λόγος είναι ευκρινής, νοηματισμένος, ουσιαστικός.

Η συλλογή διηγημάτων της 7 χρώματα πάνω σε μαύρο, κοσμημένη με υπέροχες ζωγραφιές που εμπνεύστηκε από τις αφηγήσεις και φιλοτέχνησε η εικαστικός Μαρκέλλα Κομπίτσα, μας μεταφέρει σε μια παρελθούσα ανεπιστρεπτί εποχή. Σε μια εποχή μαγική, όταν ο δρόμος ήταν η αλάνα, ο ελεύθερος χώρος των παιδιών. Ωστόσο, δεν βλέπει την εποχή εκείνη με τα μάτια του παιδιού που ήταν τότε, αλλά του ώριμου ανθρώπου από περιωπής και από απόσταση.

Επιστρέφει, με άνεση χρόνου λόγω εγκλεισμού –έχει και τα καλά του, ελεήμων ο αναγκαστικός περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου–, ώριμη και έμπειρη και κάνει τον απολογισμό των ημερών και των έργων των συμπαικτών της, χωρίς να αφήνει ασχολίαστα κάποια πρόσωπα που επηρέαζαν είτε θετικά είτε αρνητικά την κοινωνική ζωή και την καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Με οξυμμένη κριτική ματιά και από περιωπής κάνει σαφείς χαρακτηρισμούς προσώπων και προσωπικοτήτων με την άνεση που της επιτρέπει η απόσταση, ως μέρος αναπόσπαστο της παιδικής της ηλικίας και ελάχιστα της εφηβείας.

Οι ήρωές της, αρχικά και για ένα μεγάλο διάστημα, είναι κυρίως εκείνα τα ευτυχισμένα παιδιά που όργωναν τους δρόμους με τις φωνές και τα ατελείωτα, πάσης φύσεως μιμητικά του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς των μεγάλων της άγριας εκείνης κι απάνθρωπης εποχής, παιγνίδια τους. Τα παιδιά ζούσαν την «ηλικία του μάγου» στο περιθώριο των πολέμων. Χώρος της είναι τα αγαπημένα της Χανιά και ειδικά η Χαλέπα και η οδός Δαγκλή:

Είχα την τύχη να γεννηθώ και να μεγαλώσω, σε μια συνοικία ιστορική και πανέμορφη (την Χαλέπα των Χανίων) […] Αυτός ο δρόμος και αρχή της καθέτου του, Ακρωτηρίου, έβγαλε δύο πρωθυπουργούς, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, και τρεις δημάρχους, τον Εμμανουήλ και τον Νικόλαο Μουντάκη και τον Κυριάκο Βιρβιδάκη. [...] Μια μεγάλη και πρωτοπόρα μπιζνεσγούμαν, τη Φλωρεντίνη Καλούτση, έναν γνωστό διεθνώς ζωγράφο, τον Βαλέριο Καλούτση, γιο της Φλωρεντίνης, έναν μεγάλο φιλόσοφο, τον Γρηγόρη Γεωργουδάκη, θείο του σημερινού γιατρού, έναν σπουδαίο ποιητή της εποχής του, τον Άγγελο Καλοκαιρινό, παππού μου, και δυο ηρωίδες της αντικατασκοπίας, την Καίτη Βιρβιδάκη και την Ελένη Κατζουρού...

Έτσι μας μεταφέρει στον χώρο και τον χρόνο των αφηγήσεών της με ένα εκτενές εισαγωγικό κείμενο που προτάσσει η Τώνια Κατζουρού, μια αδρομερής ανασκόπηση κι αναψηλάφηση των αναμνήσεών της. Χαρακτηριστικοί του ποιού των 7 επτά χρωμάτων σε μαύρο είναι και οι τίτλοι, που δίνουν το στίγμα κάθε «χρώματος» και τον τόπο και τον χρόνο, όπου διαδραματίζεται καθένα από τα σπαρταριστά καθημερινά δρώμενα.

Κυρίαρχο στοιχείο είναι η «Βίλα Σβαρτς» ή άλλως «Η μπλε ιστορία», επί της οδού Δαγκλή, ένα ιστορικό πλέον οικοδόμημα που είναι στενά συνδεδεμένο με τα παιδικά της χρόνια και αποτελεί τον «Αρχιμήδειο» τόπο της:

...Το σπίτι μας ήταν στη Χαλέπα, δίπλα στη βίλα Σβαρτς. Τότε, τη λέγαμε βίλα του Κρούγερ ή Χωροφυλακή, γιατί μαζί με τον τεράστιο περίβολό της αποτελούσε το αστυνομικό τμήμα Χαλέπας, που ήταν και το μηχανοστάσιο της χωροφυλακής γενικώς. Ήταν ένα υπέροχο παλιό κτίριο, που είχε κτιστεί επί Τουρκοκρατίας το 1860 από την τότε βαρώνη Σβαρτς, για να μείνει η ίδια και ήταν ιδιαιτέρου κάλλους! Μετά από πολλές περιπέτειες είχε καταλήξει σε κάποιον Κρούγερ και έτσι την ξέραμε εκεί στην περιοχή: Βίλα Κρούγερ. [...] Εγώ έπαιζα εκεί με τον γιο του διοικητή…

Μέσα από απλές, φαινομενικά, ιστορίες καθημερινής τρέλας, εστιασμένες πάντα ή σχεδόν πάντα στην οδό Δαγκλή και στον κήπο της Βίλας Σβαρτς, καταγράφει με ενάργεια και παραστατικότητα την ιστορία της πόλης των Χανίων με αναδρομές στη Χαλέπα, χωρίς να γράφει εσκεμμένα ιστορία του τόπου.

Θεωρώντας από περιωπής την εποχή εκείνη, περιγράφει μια εποποιία, ένα ηρωικό έπος που έγραψαν τα παιδιά της μετεμφυλιακής εποχής στην οδό Δαγκλή με επίκεντρο τη Βίλα Σβαρτς, είτε για τα παιγνίδια της με τον εγγονό των Καλούτση τα καλοκαίρια, είτε για πολλά άλλα γεγονότα που λάβαιναν χώρα πάντα στην οδό Δαγκλή, τον κεντρικό δρόμο των Χανίων.

Με προφανή συγγραφική αξιοσύνη και έχοντας εποπτεία του χώρου και του χρόνου και με τη βοήθεια της επιλεκτικής μνήμης, συμμαζεύει όλα τα σημαντικά γεγονότα ενός ή μερικών «παιδικών» καλοκαιριών στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο σε σύντομα, περιεκτικά κείμενα. Πρωταγωνιστές σε κείνη την ανεπανάληπτη εποποιία, εκτός από τον εαυτό της, είναι ο εγγονός των γειτόνων και άλλα παιδιά της γειτονιάς μικρότερά της, καθημερινοί συμπαίκτες στα δρώμενα. Την εποπτεία και τον έλεγχο, καθώς και τους αόρατους κανόνες του παιγνιδιού, καθορίζει η ίδια ως η πιο μεγάλη της παρέας και σαν «έμπειρη» λόγω του ευνοϊκού οικογενειακού περιβάλλοντος: παππούς της «ένας σπουδαίος ποιητής της εποχής εκείνης, ο Άγγελος Καλοκαιρινός», μια μεγάλη βιβλιοθήκη που τροφοδοτούσε τη βουλιμία της για γνώση του κόσμου και η καθημερινή επαφή με τους ενοίκους της Βίλας Σβαρτς.

Μέσα από απλές, φαινομενικά, ιστορίες καθημερινής τρέλας, εστιασμένες πάντα ή σχεδόν πάντα στην οδό Δαγκλή και στον κήπο της Βίλας Σβαρτς, καταγράφει με ενάργεια και παραστατικότητα την ιστορία της πόλης των Χανίων με αναδρομές στη Χαλέπα, χωρίς να γράφει εσκεμμένα ιστορία του τόπου. Οι αφηγήσεις της έτσι έχουν την απλότητα και τη χάρη, την άνεση και την ομορφιά του πηγαίου, αβίαστου λόγου και πολύ χιούμορ. Περιγράφει σκηνές που προκαλούν άφθονο γέλιο:

...μόλις τελείωσε και βγήκαν από την εκκλησία [...] Πήρε αγκαζέ η Πολύμνια τον Κρητίκαρο, [...] ανέβηκε τα σκαλιά της πρόσοψης (μα πού πάνε;) κι ύστερα άρχισε να κατεβαίνει από την άλλη μεριά της διπλής σκάλας, όπου τέσσερις χωροφύλακες είχαν σταθεί αντικρυστά ανά δύο και κρατούσαν κάτι ξύλα (γκλομπς ήταν, σκουπόξυλα ήταν, δεν φαινόταν) και τα έκαναν αψίδα, να περάσει από κάτω το ζεύγος. Καημό το είχε η Πολύμνια… (Ο γάμος της Πολύμνιας / Η κίτρινη ιστορία)

Ή το Μαρικάκι που ήρθε στην πόλη φρέσκο και δροσερό, μοσχοβολισμένο από το χωριό και ξετρέλανε τον «Αμάν, Αμάν!», τον ταλαίπωρο φουρνάρη της γειτονιάς, που έλιωσε ο δυστυχής τζάμπα τις σόλες των παπουτσιών του με τις «περασάδες» τα βράδια έξω από το σπίτι:

Ο φουρνάρης [...] είχε κολλήσει το βλέμμα του στο Μαρικάκι κι επαναλάμβανε σαν παραμιλητό: «Αμάν-αμάν! Αμάν-αμάν!» Το Μαρικάκι ούτε που πήρε χαμπάρι τι γινόταν εκεί μπροστά της, γιατί περνούσε ένα λεωφορείο εκείνη την ώρα, της γραμμής Χανιά-Χαλέπα, και είχε έναν πολύ ωραίο οδηγό, σαν τον Βίκτορ Ματσούρ, που είχαμε δει στον κινηματογράφο, να κάνει τον Σαμψών, πριν δυο βραδυές… (Ο Αμάν-Αμαν και το ξεμάτιασμα)

Σε όλα τα διηγήματα υποφώσκει το κωμικό παράλληλα με το τραγικό στοιχείο, με κορύφωση στο «Ένας κήπος και μια κηδεία (Η μοβ ιστορία)», μια όντως μοβ ιστορία που συνδυάζει το αθώο κωμικό γεγονός (Η κυρία Ελένη ήταν πολύ αυστηρή! Σαν δασκάλα του πολύ παλιού καιρού! Μας αγριοκοίταζε όταν κάναμε φασαρία [...], μας έβαζε τιμωρία, να παραμείνουμε μέσα εκεί, δένοντάς μας το ποδαράκι μας με μια μαλακή κλωστή ραψίματος στο πόδι του σκούρου τραπεζιού [...] δεν επιτρεπόταν να σπάσει η κλωστή, γιατί «αλίμονό σας», απειλούσε...) με το πλέον τραγικό: τον θάνατο του γιατρού.

Κάθε ιστορία έχει το δικό της χρώμα, ανάλογα με το περιεχόμενό της, το ήθος και το ειδικό της βάρος και όλες μαζί δίνουν ανάγλυφη την εικόνα της πόλης των Χανίων, όπως έμεινε στη μνήμη του παιδιού που ήταν τότε η Τώνια Κατζουρού, αδιάφορο αν εκείνη θεώρησε αναγκαίο να καταθέσει με τον σύντομο «επίλογό» της πότε και γιατί άρχισε να γράφει και «πώς διαμόρφωσε τους χαρακτήρες» των ηρώων στα καθημερινά δρώμενα.

to katzourouΣημασία έχει πως οι αφηγήσεις της, 7 χρώματα πάνω σε μαύρο, είναι τόσο καλά δομημένες που αντέχουν σε όλους τους καιρούς και τους κακούς ανέμους, γιατί βγήκαν μέσα από την πείρα μιας ζωής διακοσμημένες με ζωηρά χρώματα, έχουν πηγαίο χιούμορ και, κυρίως, ολοκληρωμένους χαρακτήρες, που κινούνται με άνεση στο φυσικό του περιβάλλον ο καθένας.

 

7 χρώματα πάνω σε μαύρο
Τώνια Κατζουρού
Πίνακας εξωφύλλου: Μαρκέλλα Κoμπίτσα
Ραδάμανθυς
σ. 84
ISBN: 978-618-5356-75-0
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γρηγόριος Ξενόπουλος: «Πλούσιοι και φτωχοί», «Τίμιοι και άτιμοι», «Τυχεροί και άτυχοι»

Τρεις τόμοι, μια τριλογία με τρία πολύτιμα έργα, όπου ο μέγας κοινωνικός ανατόμος, ο Ζακυνθινός (γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη) Γρηγόριος Ξενόπουλος ζυγίζει τις κοινωνικές κατηγορίες που πάνω...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Απόστολος Στραγαλινός: «Το πρωί που θα φύγουμε»

Ο Απόστολος Στραγαλινός είναι γνωστός ως ένας από τους καλύτερους μεταφραστές γερμανικών λογοτεχνικών κειμένων. Ανάμεσα στους συγγραφείς που έργα τους έχει μεταφέρει στη γλώσσα μας συγκαταλέγονται...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Λευτέρης Γιαννακουδάκης: «Τα φαντάσματα του Δεκέμβρη»

Με αφορμή τη δολοφονία του δεκαεξάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008 από αστυνομικά πυρά, με φόντο τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια, με την πόλη να φλέγεται και με ένα σκηνικό...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.