fbpx
«Το μάτι» του Vladimir Nabokov

«Το μάτι» του Vladimir Nabokov

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Vladimir Nabokov Το μάτι (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης), που θα κυκλοφορήσει στις 3 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Στη Βέρα

Εκείνη τη γυναίκα, τη Ματίλντα εκείνη, τη συνάντησα στη διάρκεια του πρώτου φθινοπώρου της εμιγκρέδικης ζωής μου στο Βερολίνο, στις αρχές της τρίτης δεκαε­τίας τόσο του αιώνος τούτου όσο και του βίου μου. Κάποιος μου είχε μόλις βρει μια θέση οικοδιδασκάλου σε μια οικογένεια Ρώσων που δεν είχαν προλάβει ακόμη να περιπέσουν σε κατάσταση ένδειας, κατάφερναν έτσι να συντηρούν κάποια φαντάσματα από τις παλαιές τους συνήθειες που απολάμβαναν σαν ζούσαν ακόμη στην Αγία Πετρούπολη. Δεν είχα προηγουμένως καμιά εμπειρία στο μεγάλωμα και στην ανατροφή παιδιών – δεν είχα την παραμικρή ιδέα πώς να συμπεριφερθώ απέναντί τους ή πώς να τους μιλήσω. Ήταν, και τα δυο, αγόρια. Ένιωθα ενώπιόν τους ένα είδος ταπεινωτικής και εξευτελιστικής αμηχανίας.
Δεν έπαυαν να με παρακολουθούν καθώς κάπνιζα, και αυτή η μελιστάλαχτη περιέργειά τους με έκανε να κρατάω το εκάστοτε τσιγάρο μου με έναν παράξενο και αδέξιο τρόπο, θαρρείς και κάπνιζα για πρώτη μου φορά∙ έπεφταν ολοένα στάχτες στα γόνατα μου, και τότε τα βλέμματα των δυο παιδιών, μ’ όλη την κρυστάλλινη διαύγειά τους, περνούσαν από το χέρι μου στη φαιόχρωμη, ωχρή γύρη που απλωνόταν και τριβόταν πάνω στο μάλλινο ύφασμα.
Η Ματίλντα, φίλη των γονιών τους, επισκεπτόταν συχνά το σπίτι και έμενε να δειπνήσει μαζί μας. Μια βραδιά, την ώρα που έφευγε, και ενώ μαινόταν μια ηχηρή νεροποντή, δάνεισαν στη Ματίλντα μια ομπρέλα, κι εκείνη είπε: «Α, τι ωραία, σας ευχαριστώ πολύ. Ο νεαρός διδάσκαλος θα με συνοδεύσει, λοιπόν, στο σπίτι, και έπειτα θα επιστρέψει με την ομπρέλα σας». Από εκείνη τη βραδιά το να περπατάω μαζί της ως το σπίτι της έμελλε να είναι ένα ακόμα καθήκον μου. Μου άρεσε, θαρρώ, εκείνη η στρουμπουλή, πληθωρική και ανενδοίαστα εκδηλωτική κυρία με τα τεράστια μάτια και το τεράστιο στόμα της που γινόταν μια βαθυκόκκινη πτυχή, ένα επίδοξο μπουμπούκι, τριανταφυλλένιο, κάθε που το κοιτούσε στο καθρεφτάκι της, καθώς πουδράριζε το πρόσωπό της. Είχε αστραγάλους λυγερούς, κομψή και ανάερη περπατησιά – μια περπατησιά που αναπλήρωνε κάμποσα που της έλειπαν. Ανέδιδε μια πλούσια ζεστασιά. Αμέσως μόλις έκανε την εμφάνισή της, είχα την αίσθηση πως η θερμότητα στο δωμάτιο ανέβαινε, και όταν, αφού ξεφορτωνόμουν αυτή την ευμεγέθη ζωντανή θερμάστρα συνοδεύοντας τη στο σπίτι της, επέστρεφα περπατώντας μοναχός μέσα στους υγρούς ήχους και την υδραργυρένια στιλπνότητα της ανήλεης νυχτιάς, αισθανόμουν πια να κρυώνω, ναι, αισθανόμουνα παγωμένος – παγωμένος έως σημείου ναυτίας.
Αργότερα ήρθε απ’ το Παρίσι ο σύζυγός της, και ερχόταν να δειπνήσει μαζί της· ήταν ένας σύζυγος σαν όλους τους άλλους, και δεν του έδωσα ιδιαίτερη προσοχή και σημασία – πρόσεξα μονάχα πως είχε τη συνήθεια να καθαρίζει, πριν μιλήσει, τον λαιμό του με έναν εσπευσμένο βορβορυγμό μες στη γροθιά του. Πρόσεξα, επίσης, και το μαύρο του μπαστούνι με τους μεγάλους ρόζους, το μπαστούνι αυτό που χτυπούσε νευρικά στο πάτωμα κάθε που η Ματίλντα μετέτρεπε τον αποχαιρετισμό από την οικοδέσποινά της σε έναν αλέγρο, μα ατέρμονο, θαρρείς, μονόλογο. Έναν μήνα μετά ο σύζυγός της έφυγε ξανά, και, το πρώτο κιόλας βράδυ που τη συνόδευσα στο σπίτι της, η Ματίλντα με προσκάλεσε ν’ ανέβω μαζί της για να πάρω ένα βιβλίο που από καιρό μοχθούσε να με πείσει πως όφειλα να διαβάσω – επρόκειτο για κάποιο αφήγημα στα γαλλικά, τιτλοφορούμενο Ariane, Jeune Fille Russe.

«Το μάτι» του Vladimir Nabokov
Έβρεχε, ως συνήθως, και έβλεπες τρεμουλιαστά φωτοστέφανα γύρω από τις λάμπες του δρόμου – το δεξί μου χέρι ήταν βυθισμένο στη ζεστασιά του πανωφοριού από δέρμα ασπάλακος που φορούσε η Ματίλντα∙ στο αριστερό μου κρατούσα ανοιχτή μια ομπρέλα που πάνω της τυμπάνιζε η νύκτια βροχή. Και η ομπρέλα αυτή –αργότερα, στα ενδιαιτήματα της Ματίλντας– έμενε να στάζει ανοιχτή πλάι σε ένα θερμαντικό σώμα∙ να στάζει, να στάζει, να στάζει∙ ένα δάκρυ να σταλάζει κάθε μισό λεπτό, ώσπου κατόρθωσε μια λίμνη μικροσκοπική να σχηματίσει. Και όσο για το βιβλίο, αυτό ξέχασα να το πάρω.
Η Ματίλντα δεν ήταν η πρώτη μου ερωμένη. Πριν απ’ αυτήν είχα ερωτευτεί μια ράφτρα, στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν και εκείνη στρουμπουλή κι αφράτη – και δεν έπαυε, και εκείνη, να με συμβουλεύει να διαβάσω ένα κάποιο μυθιστορηματάκι (Μυρόσκα, η ζωή μιας μοιραίας γυναίκας). Και οι δυο αυτές ευμεγέθεις γυναίκες, μεσούσης της ερωτικής θυέλλης, εξαπέλυαν μια διαπεραστική, κατάπληκτη, παιδιάστικη τσιρίδα – έτσι που, ενίοτε, μου φαινόταν πως δεν ήταν παρά μια ματαιότητα, μια σπατάλη δυνάμεων και προσπαθειών όλα όσα είχα υποστεί στη διάρκεια του φευγιού μου από τη Ρωσία των Μπολσεβίκων, καθώς διέ­σχιζα, τρομαγμένος έως θανάτου, τα φινλανδικά σύνορα (μολονότι μες στην ταχεία αμαξοστοιχία, και εφοδιασμένος με μια κανονική, κανονικότατη έγγραφη άδεια) – ματαιότητα, λοιπόν, να τα τραβήξω όλ’ αυτά μόνο και μόνο για να βρεθώ ν’ αγκαλιάζω μια γυναίκα σχεδόν πανομοιότυπη με την προηγουμένη. Και, συν τοις άλλοις, δεν άργησε η Ματίλντα ν’ αρχίσει να με κάνει να πλήττω. Ναι, έπληττα. Είχε ένα μόνιμο –και για μένα καταθλιπτικό– θέμα συζητήσεως: τον σύζυγό της. Ο άνδρας της, λοιπόν, ο άνδρας αυτός, έλεγε η Ματίλντα, ήταν ένα ευγενές κτήνος, ένα τέρας βιαιότητας· θα τη σκότωνε, το δίχως άλλο, επιτόπου, αν την έπιανε επ’ αυτοφώρω. Τη λάτρευε και ήταν βάναυσα ζηλότυπος. Κάποτε, στην Κωνσταντινούπολη, άρπαξε έναν κάπως τολμηρό Γάλλο και τον κοπάνησε βίαια, σάμπως να ’ταν κουρελόπανο. Ήταν απίστευτα εμπαθής, τόσο που σε τρομοκρατούσε. Αλλά ήταν ωραίος, ναι, ήτανε όμορφος μ’ αυτήν του τη σκληρότητα, έλεγε ολοένα η Ματίλντα. Πάσχιζα ν’ αλλάξω θέμα, αλλά ήταν το αγαπημένο της αλογάκι αυτό, και το καβαλίκευε όλη την ώρα με τους δυνατούς και τροφαντούς μηρούς της. Η εικόνα του ανδρός της που είχε δημιουργήσει η Ματίλντα διόλου δεν συμφιλιωνόταν με την όψη του άνδρα που είχα δει – αλλά ελάχιστα προσέξει. Ταυτοχρόνως, μάλιστα, μου ήταν εξαιρετικά δυσάρεστη η εικασία, σύμφωνα με την οποία δεν ήσαν όλα τούτα κυήματα της φαντασίας της και, την ίδια εκείνη στιγμή, ένα ζηλότυπο τέρας στο Παρίσι, διαισθανόμενο την εις βάρος του εξαπάτηση, έπαιζε ακριβώς τον ρόλο της σκληρότητας που του είχε προσδώσει η σύζυγος του: έτριζε τα δόντια με μανία, γούρλωνε τα μάτια με θυμό, και ανάσαινε βαριά μέσα από τα πυρωμένα του ρουθούνια.
Συχνά, καθώς επέστρεφα κατάκοπος στο σπίτι, με σερνάμενα βήματα, με την τσιγαροθήκη μου άδεια, με το πρόσωπό μου να φλέγεται θαρρείς μες στο εωθινό αεράκι λες και μόλις είχα αφαιρέσει το βαρύ θεατρικό μακιγιάζ, με κάθε μου βήμα να στέλνει έναν κραδασμό πόνου σ’ όλο μου το κορμί και να αντηχεί οδυνηρά μες στο κεφάλι μου, εξέταζα και μελετούσα και αξιολογούσα την ισχνή εκείνη ερωτική μου ευδαιμονία, την ασήμαντη, θα πω, ευφροσύνη μου, και απορούσα και λυπόμουν τελικά τον εαυτό μου και κατατρυχόμουν από αυτοοικτιρμό και ένιωθα αποθαρρυμένος, και καταρρακωμένος ηθικά, και φοβισμένος. Η κορύφωση της ερωτικής συνεύρεσης δεν ήταν, στην περίπτωσή μου, παρά ένας θλιβερός και άχαρος λοφίσκος, ένας ανεμοδαρμένος γήλοφος με μιαν αδυσώπητη θέα. Άλλωστε, προκειμένου να ζει ευτυχισμένος, ένας άνδρας οφείλει να γνωρίζει πού και πού μερικές στιγμές απόλυτης ανάπαυλας, τέλειας κενότητας. Ωστόσο εγώ ήμουν πάντα εκτεθειμένος, πάντα με τα μάτια ανοιχτά∙ ακόμα και όταν κοιμόμουν, δεν έπαυα να με παρακολουθώ, μην καταλαβαίνοντας εντούτοις τίποτα από την ύπαρξή μου, νιώθοντας ν’ αγγίζω τα όρια της παραφροσύνης, να τρελαίνομαι στη σκέψη ότι είμαι ανήμπορος να πάψω να ’χω αδιάκοπα συναίσθηση του εαυτού μου, και ζηλεύοντας όλους εκείνους τους κανονικούς, απλούς ανθρώπους –τους υπαλλήλους, τους επαναστάτες, τους καταστηματάρχες– που, με αυτοπεποίθηση, με συγκέντρωση και με προσήλωση, επιδίδονται απρόσκοπτα στις μικροαπασχολήσεις τους. Δεν είχα εγώ κέλυφος τέτοιο, δεν είχα καβούκι να κλειστώ∙ και εκείνα τα τρομερά, εκείνα τα μουντά φαιογάλαζα πρωινά, καθώς τα παπούτσια μου ηχούσαν μες στην ερήμωση και στην αγριωπή κενότητα της πόλης, φανταζόμουν κάποιον που τρελαίνεται γιατί αρχίζει να συνειδητοποιεί καθαρά την κίνηση της γήινης σφαίρας: να τος, λοιπόν, να τρεκλίζει, να πασχίζει την ισορροπία του να διατηρήσει, να αρπάζεται απ’ τα έπιπλα· ή πάλι να εγκαθίσταται σε μια καρέκλα στο παράθυρο και να κοιτάει τα πάντα έξω με έναν μορφασμό έξαψης, σαν εκείνον κάποιου συνεπιβάτη στο τρένο που γυρίζει και σου απευθύνεται με τα λόγια: «Στ’ αλήθεια, παίρνει φωτιά, έτσι δεν είναι;». Αλλά, σε λίγο, όλο το λίκνισμα και οι ρυθμικοί κλυδωνισμοί τον αρρωσταίνουν, του φέρνουν ναυτία∙ και αρχίζει να πιπιλάει ένα κομμάτι λεμόνι ή έναν παγοκύβο, και ξαπλώνει έπειτα φαρδύς πλατύς στο δάπεδο, όλα ματαίως όμως. Η κίνηση δεν μπορεί να σταματήσει, ο οδηγός είναι τυφλωμένος, τα φρένα δεν βρίσκονται πουθενά – και η καρδιά θα σπάσει, θα γίνει κομμάτια, θα εκραγεί με το που η ταχύτητα θα γίνει αβάσταχτη.
Ω, και πόσο μόνος ήμουν τελικά! Πόσο μόνος ένιωθα! Η Ματίλντα, που με ρωτούσε ντροπαλά εάν έγραφα ποιή­ματα∙ η Ματίλντα, που στην πόρτα ή στα σκαλιά με παρέσυρε τεχνηέντως σε ένα φιλί, μόνο και μόνο για να ’χει την ευκαιρία να αναριγήσει προσποιητά και ψευδοηδυπαθώς να ψιθυρίσει: «τρελό μου αγόρι...», η Ματίλντα φυσικά δεν μετρούσε. Και ποιον άλλον ήξερα σ’ όλο το Βερολίνο; Τον γραμματέα μιας οργάνωσης για τη βοήθεια και τη στήριξη των εμιγκρέδων, την οικογένεια που με προσέλαβε ως οικοδιδάσκαλο, τον κύριο Βάινστοκ, ιδιοκτήτη ενός ρωσικού βιβλιοπωλείου, τη μικροκαμωμένη γηραιά Γερμανίδα κυρία, από την οποία είχα προηγουμένως ενοικιάσει ένα δωμάτιο. Λίγους ήξερα∙ πράγματι, ένας γλίσχρος κατάλογος γνωστών. Και έτσι, λογικό ήταν, όλη μου η ανυπεράσπιστη, η απροστάτευτη ύπαρξή μου έμοια­ζε τον όλεθρο να προκαλεί, την καταστροφή. Και, μια βραδιά, η πρόσκληση έγινε δεκτή.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.