fbpx
«Σταθμός έντεκα» της Emily St. John Mandel

«Σταθμός έντεκα» της Emily St. John Mandel

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Emily St. John Mandel Σταθμός έντεκα (μετάφραση: Βάσια Τζανακάρη), που θα κυκλοφορήσει στα τέλη Απριλίου από τις Εκδόσεις Ίκαρος.

«Σταθμός έντεκα» της Emily St. John Mandel


Είκοσι χρόνια μετά το τέλος των αεροπορικών ταξιδιών, οι άμαξες της Περιπλανώμενης Συμφωνίας κινούνταν αργά κάτω από έναν ουρανό λευκό-καυτό. Ήταν τέλη Ιουλίου, και το εικοσιπενταετίας θερμόμετρο που είχαν κρεμάσει στο πίσω μέρος της πρώτης άμαξας έδειχνε 106 βαθμούς Φαρενάιτ, 41 Κελσίου. Βρίσκονταν κοντά στη Λίμνη Μίσιγκαν αλλά από δω δεν την έβλεπαν. Δέντρα στριμώχνονταν στις παρυφές του δρόμου και ξεπετάγονταν μέσα από τις ρωγμές στην άσφαλτο, δενδρύλλια λύγιζαν κάτω από τις άμαξες και απαλά φύλλα χάιδευαν τα πόδια των αλόγων και των μελών της Συμφωνίας. Ο καύσωνας επέμενε αμείλικτος εδώ και μια βδομάδα.
Οι περισσότεροι πήγαιναν πεζή για να ελαφρύνουν το φορτίο των αλόγων, που έπρεπε να ξεκουράζονται στη σκιά πιο συχνά απ’ όσο θα ήθελαν τα μέλη της Συμφωνίας. Δεν ήξεραν καλά αυτή την περιοχή και ήθελαν να φύγουν γρήγορα, αλλά ήταν αδύνατο να κάνουν σβέλτα μ’ αυτή τη ζέστη. Περπατούσαν αργά, με όπλα στα χέρια, οι ηθοποιοί προβάροντας τις ατάκες τους, οι μουσικοί προσπαθώντας να αγνοήσουν τους ηθοποιούς, οι ιχνηλάτες έχοντας τον νου τους για ενδεχόμενο κίνδυνο μπροστά και πίσω τους. «Δεν είναι κακό τεστ», είχε πει ο σκηνοθέτης νωρίτερα μες στη μέρα. Ο Γκιλ ήταν εβδομήντα δύο ετών και ταξίδευε τώρα στη δεύτερη άμαξα – τα πόδια του δεν τον κρατούσαν όπως παλιά. «Αν μπορείς να θυμηθείς τις ατάκες σου σε ύποπτη περιοχή, θα τα πας μια χαρά στη σκηνή».
«Μπαίνει ο Ληρ», είπε η Κίρστεν. Είκοσι χρόνια πριν, σε μια ζωή που είχε σχεδόν ξεχάσει, έπαιζε έναν μικρό βουβό ρόλο σε μια παράσταση του Βασιλιά Ληρ στο Τορόντο, η οποία δεν είχε κρατήσει πολύ. Τώρα βάδιζε φορώντας σανδάλια με σόλες που είχε κόψει από ένα λάστιχο αυτοκινήτου, ζωσμένη με τρία μαχαίρια. Κουβαλούσε μια χαρτόδετη έκδοση του έργου, με τις σκηνικές οδηγίες υπογραμμισμένες με κίτρινο. «Τρελός», συνέχισε, «παράξενα ντυμένος και στολισμένος με αγριολούλουδα».
«Μα ποιος είν’ αυτός που έρχεται;» είπε ο άντρας που μάθαινε τον ρόλο του Έντγκαρ. Τον έλεγαν Όγκαστ και μόλις πρόσφατα είχε αρχίσει να παίζει. Ήταν το δεύτερο βιολί αλλά και ποιητής, στα κρυφά, που σημαίνει ότι κανείς στη Συμφωνία δεν ήξερε ότι έγραφε ποίηση εκτός από την Κίρστεν και την έβδομη κιθάρα. «Μυαλό φρόνιμο, ποτέ δεν θα στόλιζε… ποτέ δεν θα στόλιζε… ατάκα;»
«Έτσι τον κάτοχό του», είπε η Κίρστεν.
«Να ’σαι καλά. Μυαλό φρόνιμο, ποτέ δεν θα στόλιζε έτσι τον κάτοχό του».
Οι άμαξες ήταν κάποτε φορτηγάκια που τώρα τα έσερναν πάνω σε ατσάλινους και ξύλινους τροχούς, ζεύγη αλόγων. Όλα τα μέρη που αχρηστεύτηκαν όταν σώθηκε η βενζίνη είχαν αφαιρεθεί –η μηχανή, το σύστημα τροφοδοσίας, κι όλα τα εξαρτήματα που κανείς κάτω των είκοσι δεν είχε δει σε λειτουργία– και είχαν τοποθετήσει έναν πάγκο πάνω από κάθε καμπίνα, για τους οδηγούς. Από τις καμπίνες είχε αφαιρεθεί οτιδήποτε πρόσθετε παραπανίσιο βάρος, κατά τα άλλα, τις είχαν αφήσει άθικτες, με πόρτες που έκλειναν και παράθυρα από εκείνο το άθραυστο γυαλί που χρησιμοποιούνταν κάποτε στα αυτοκίνητα, επειδή όταν ταξίδευαν σε επικίνδυνη περιοχή καλό ήταν να έχουν ένα μέρος σχετικά ασφαλές για να βάλουν τα παιδιά. Είχαν εκμεταλλευτεί τις καρότσες για να φτιάξουν τα κύρια μέρη, δένοντας μουσαμάδες στο σασί. Οι μουσαμάδες και στις τρεις άμαξες ήταν βαμμένοι ένα μεταλλικό γκρίζο, και πάνω τους, και στις δυο πλευρές των οχημάτων, αναγραφόταν με άσπρα γράμματα ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ.
«Α, όχι, δεν έχουνε δικαίωμα να με κατηγορήσουν ότι κόβω καινούργιο νόμισμα», είπε ο Ντίτερ, κοιτάζοντας πίσω από τον ώμο του. Μάθαινε το ρόλο του Ληρ, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν ήταν αρκετά μεγάλος. Ο Ντίτερ βάδιζε λίγο πιο μπροστά από τους υπόλοιπους ηθοποιούς, μουρμουρίζοντας στο αγαπημένο του άλογο. Το άλογο, ο Μπέρνσταϊν, είχε χάσει τη μισή ουρά του, επειδή το πρώτο τσέλο είχε αλλάξει τρίχες στο δοξάρι του μόλις την προηγούμενη βδομάδα.
«Το θέαμα μου σκίζει την καρδιά», είπε ο Όγκαστ.
«Ξέρεις τι μπορεί να σου σκίσει την καρδιά;» μουρμούρισε η τρίτη τρομπέτα. «Να ακούς τον Βασιλιά Ληρ τρεις φορές απανωτά μες στον καύσωνα».
«Ξέρεις τι μπορεί να σου σκίσει ακόμα περισσότερο την καρδιά;» Η Αλεξάντρα ήταν δεκαπέντε, η πιο νεαρή ηθοποιός της Συμφωνίας. Την είχαν βρει στον δρόμο όταν ήταν μωρό. «Να ταξιδεύεις τέσσερις μέρες μεταξύ πόλεων στα όρια της ζώνης σου».
«Τι πάει να πει σκίζει την καρδιά;» ρώτησε η Ολίβια. Ήταν έξι χρονών, η κόρη της τούμπας και μιας ηθοποιού ονόματι Λιν, και ταξίδευε στη δεύτερη άμαξα μαζί με τον Γκιλ και ένα αρκουδάκι.
«Σε καμιά δυο ώρες φτάνουμε στη Σεντ Ντέμπορα μπάι δε Γουότερ», είπε ο Γκιλ. «Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος ανησυχίας».

Υπήρχε η γρίπη, που έσκασε σαν βόμβα νετρονίου στην επιφάνεια της γης και το σοκ της ακόλουθης κατάρρευσης, τα πρώτα ανομολόγητα χρόνια όταν όλοι ταξίδευαν, προτού συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπήρχε μέρος να πάνε όπου η ζωή να συνεχιζόταν όπως πριν και βολεύτηκαν όπου μπορούσαν, ο ένας κοντά στον άλλον για ασφάλεια, σε σταθμούς φορτηγών και πρώην εστιατόρια και παλιά μοτέλ. Η Περιπλανώμενη Συμφωνία ταξίδευε ανάμεσα σε οικισμούς του αλλαγμένου κόσμου και είχε ξεκινήσει πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση, όταν η μαέστρος μάζεψε μερικούς φίλους της από τη στρατιωτική τους μπάντα, έφυγαν από την αεροπορική βάση όπου διέμεναν και ξεκίνησαν για το άγνωστο.
Ως τότε, οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν ήδη εγκατασταθεί κάπου, επειδή μέχρι το Έτος Τρία η βενζίνη είχε μπαγιατέψει και επιπλέον δεν γίνεται να περπατάς συνέχεια. Μετά από έξι μήνες ταξιδιού από πόλη σε πόλη –η λέξη πόλη δεν χρησιμοποιείται με την αυστηρή έννοια· μερικά από αυτά τα μέρη ήταν τέσσερις ή πέντε οικογένειες που ζούσαν μαζί σε έναν σταθμό φορτηγών– η μαέστρος της ορχήστρας συνάντησε τον θίασο του Γκιλ με τους σαιξπηρικούς ηθοποιούς, που είχαν αποδράσει όλοι μαζί από το Σικάγο, είχαν δουλέψει σε μια φάρμα για μερικά χρόνια και είχαν βγει στον δρόμο πριν από τρεις μήνες, έτσι αποφάσισαν να συνδυάσουν τις δράσεις τους.
Είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση, βρίσκονταν ακόμη στον δρόμο, ταξίδευαν πέρα δώθε, στις όχθες της Λίμνης Χιούρον και της Λίμνης Μίσιγκαν, δυτικά μέχρι την Τράβερς Σίτι, ανατολικά και βόρεια πάνω από τον 49ο Παράλληλο στο Κίνκαρντιν. Ακολουθούσαν τον ποταμό Σεντ Κλερ, νότια προς τις ψαράδικες πόλεις Μαρίν Σίτι και Άλγκονακ και πίσω ξανά. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιοχής επικρατούσε ηρεμία τώρα. Πολύ σπάνια συναντούσαν άλλους ταξιδιώτες, γυρολόγους κατά βάση, που μετέφεραν με κάρα διάφορα αντικείμενα από πόλη σε πόλη. Η Συμφωνία έπαιζε μουσική –κλασική, τζαζ και ορχηστρικές εκτελέσεις ποπ τραγουδιών της εποχής πριν από την κατάρρευση– και Σαίξπηρ. Τα πρώτα χρόνια, είχαν παίξει μερικές φορές πιο σύγχρονα έργα αλλά αυτό που τους ξάφνιαζε, αυτό που δεν περίμενε κανείς ήταν ότι το κοινό φαινόταν να προτιμάει Σαίξπηρ από τα άλλα έργα που ανέβαζαν.
«Οι άνθρωποι θέλουν ό,τι καλύτερο είχε να δείξει αυτός ο κόσμος», έλεγε ο Ντίτερ. Ο ίδιος δυσκολευόταν να ζήσει στο παρόν. Όταν ήταν φοιτητής είχε ένα πανκ συγκρότημα και τώρα ονειρευόταν τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας.

Δεν απείχαν ούτε δυο ώρες από τη Σεντ Ντέμπορα μπάι δε Γουότερ. Είχαν σταματήσει την πρόβα του Ληρ στα μισά της τέταρτης πράξης, καθώς όλοι ήταν κουρασμένοι, και η ζέστη όξυνε τα πνεύματα. Έκαναν μια στάση για να ξαποστάσουν τα άλογα και η Κίρστεν, που δεν ήθελε να ξαπλώσει, απομακρύνθηκε λίγο για να ρίξει μαχαίρια σε ένα δέντρο. Πρώτα έριξε από τα πέντε βήματα, ύστερα από τα δέκα, ύστερα από τα είκοσι. Ο ανακουφιστικός ήχος της λεπίδας που έβρισκε στο ξύλο. Όταν η Συμφωνία ξεκίνησε ξανά, ανέβηκε στη δεύτερη άμαξα, όπου η Αλεξάντρα ξεκουραζόταν και μάνταρε ένα κοστούμι.
«Λοιπόν», είπε η Αλεξάντρα, ξαναπιάνοντας μια συζήτηση που έκαναν νωρίτερα, «όταν είδες την οθόνη του υπολογιστή στην Τράβερς Σίτι…»
«Ναι, τι;»
Στην Τράβερς Σίτι, την πόλη απ’ όπου είχαν φύγει πρόσφατα, ένας εφευρέτης είχε στήσει ένα ηλεκτρικό σύστημα σε μια σοφίτα. Ήταν μεσαίου μεγέθους, ένα στατικό ποδήλατο που όταν ποδηλατούσες έντονα μπορούσε να θέσει σε λειτουργία ένα λάπτοπ, αλλά ο εφευρέτης είχε μεγαλύτερες φιλοδοξίες: στην πραγματικότητα, το θέμα δεν ήταν το ηλεκτρικό σύστημα, αλλά το ότι έψαχνε να βρει το ίντερνετ. Μερικά από τα νεότερα μέλη της Συμφωνίας είχαν νιώσει έναν μικρό ενθουσιασμό όταν τον άκουσαν να το λέει, θυμήθηκαν τις ιστορίες που τους είχαν πει για το WiFi και το Cloud, το οποίο ήταν κάτι αδιανόητο, και αναρωτιούνταν αν το ίντερνετ υπήρχε με κάποιον τρόπο εκεί έξω, αόρατες τελίτσες φωτός που αιωρούνταν γύρω τους.
«Ήταν όπως τη θυμόσουν;»
«Δεν πολυθυμάμαι πώς ήταν οι οθόνες των υπολογιστών», παραδέχτηκε η Κίρστεν. Τα αμορτισέρ της δεύτερης άμαξας ήταν σε εξαιρετικά κακή κατάσταση και όταν ταξίδευε με αυτή ένιωθε τα κόκαλά της να τρίζουν.
«Πώς γίνεται να μη θυμάσαι κάτι τέτοιο; Ήταν πανέμορφο».
«Ήμουν οχτώ χρονών».
Η Αλεξάντρα κούνησε το κεφάλι της πάνω κάτω, διόλου ικανοποιημένη, και ήταν προφανές πως σκεφτόταν ότι αν εκείνη είχε δει μια φωτισμένη οθόνη υπολογιστή όταν ήταν οχτώ χρονών, σίγουρα θα το θυμόταν.
Στην Τράβερς Σίτι, η Κίρστεν κοίταζε το μήνυμα στην οθόνη Αυτή η ιστοσελίδα δεν είναι διαθέσιμη. Δεν πίστευε στα σοβαρά ότι ο εφευρέτης μπορούσε να βρει το ίντερνετ, αλλά την καταγοήτευε ο ηλεκτρισμός. Κουβαλούσε μέσα της διάφορες εικόνες: μια λάμπα με ροζ αμπαζούρ πάνω σε ένα κομοδίνο, ένα φωτάκι νυκτός σε σχήμα μισοφέγγαρου, έναν πολυέλαιο σε μια τραπεζαρία, μια κατάφωτη σκηνή. Ο εφευρέτης ποδηλατούσε με μανία για να μην αρχίσει να τρεμοσβήνει η οθόνη και σβήσει τελείως, ενώ τους εξηγούσε κάτι για δορυφόρους. Η Αλεξάντρα είχε εκστασιαστεί, η οθόνη για εκείνη ήταν κάτι μαγικό, που δεν συνδεόταν με αναμνήσεις. Ο Όγκαστ κοίταζε την οθόνη σαν χαμένος.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.