Δύο ποιήματα του Βιθέντε Αλεϊχάνδρε
μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
ΖΩΗ
Χάρτινο πουλί στο στήθος
και λέει πως ο χρόνος των φιλιών δεν ήρθε ακόμα·
ζωή, ζωή, αργά ή γρήγορα ή ποτέ.
Για να πεθάνεις σου φτάνει κι ένας ήχος μικρός,
ο ήχος της άλλης καρδιάς που σωπαίνει
ή το θρόισμα κάποιας άλλης φούστας
που βρίσκεται πάνω στη γη
ως πλοίο μεγάλο χρυσό με κόμη κατάξανθη.
Κεφάλι χτυπημένο, στήθη ολόχρυσα, ήλιος
που πάει στη δύση·
εδώ στη σκιά κοιμάμαι μ' ένα ποτάμι,
βούρλα και ιστιοφόρα με πράσινο αίμα γεννιούνται,
ύπνος που ξαποσταίνει στη θέρμη σου, στη ζωή.
ΑΝΑΠΑΥΣΗ
Θλίψη στο μέγεθος πουλιού.
Τόξο σήραγγας διάφεγγο, κοιλότητα, αιώνας.
Αυτό το πέρασμα το αργό το αθόρυβο –
και περιμένει το βογγητό του σκότους.
Ω εσύ, μαρμάρινη σάρκα κυρίαρχη.
Μαρμαρυγή που τη σαγήνη διασχίζει των απολαύσεων,
στα δύο το γκρεμισμένο χωρίζοντας λιθάρι.
Ω αίμα, ω αίμα, ω ρολόι εσύ που δονεί
τα γαϊδουράγκαθα όταν μεγαλώνουν, όταν γρατζουνίζουν
τους λαιμούς που 'χουνε κι νήσει
κι έχουν ανοιχτεί για φιλιά, για φιλιά.
Ω τούτο το φως το δίχως αγκάθια που χαϊδεύει
την έσχατη άγνοια που είναι βεβαίως ο θάνατος.
Ο Βιθέντε Αλεϊχάνδρε (Σεβίλλη 1989 - Μαδρίτη 1984), γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, σπούδασε νομικά και διακρίθηκε στην ποίηση από μικρή ηλικία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της λεγόμενης Γενιάς του '27. Στα πρώτα του έργα επηρεάστηκε από τον Ρεμπώ και τους υπερρεαλιστές. Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, όπου παρά τις αριστερές του ιδέες δεν εξορίστηκε, η ποίησή του έγινε βαθύτατα ανθρωποκεντρική. Εξελέγη μέλος της Ισπανικής Βασιλικής Ακαδημίας το 1950 και τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1977.