fbpx
«Εκεί που ξαναγεννιέται ο χρόνος» της Χριστίνας Κόλλια

«Εκεί που ξαναγεννιέται ο χρόνος» της Χριστίνας Κόλλια

Αφού μέτρησε το ύψος του οδοστρώματος γέρνοντας δοκιμαστικά το σώμα από το μπαλκόνι του δεύτερου, βγήκε για μια τελευταία βόλτα. Να σεργιανίσει την απόγνωση στην πόλη. Να την αφήσει να διαλέξει τον τρόπο. Τα πρωτοχρονιάτικα τραγούδια στρίγκλιζαν στα μεγάφωνα. Τα λαμπιόνια αναβόσβηναν σε ρυθμό φάλτσο. Οι περισσότεροι υποκρίνονταν ότι ζουν, έτσι όπως περιπλανιόντουσαν άσκοπα ή σκόπιμα γύρω από τα μαραζωμένα ευχόδεντρα του νέου χρόνου.

Σε κάποια μάτια ξεχείλιζαν τα σκουπίδια. Σε άλλα ραγισμένες βιτρίνες. Άλλα ήθελαν ένα τίποτα για να εκραγούν. Κι όσα είχαν γλιτώσει χανόντουσαν στο πλήθος. Καμιά απόχρωση ελπίδας. Μια κακότροπη γύμνια ξεπηδούσε από παντού, ακόμα κι εκεί που τα κουρέλια ήταν πολυτελείας. Βασιλιάδες και υπηρέτες είχαν μείνει γυμνοί. Φοβισμένοι. Κρυμμένοι πίσω από έναν αμείλικτο θυμό άλλαζαν ρόλους τιμωρών και τιμωρημένων. Κάθε απόπειρα για ανακωχή οδηγούσε στη ματαίωση. Στην ταπείνωση. Το ήξερε καλά.

Η πλατεία ήταν δίπλα στον σταθμό του τρένου. Κοντοστάθηκε. Μια βουτιά στις ράγες έφτανε. Θα ακολουθούσε η συνήθης ολιγόωρη αναστάτωση του επιβατικού κοινού. Οι δακρύβρεχτες ανακοινώσεις στον τύπο για το θλιβερό γεγονός και στη συνέχεια οι τίτλοι τέλους από τα σπαραχτικά κατευόδια μερικών εξαφανισμένων οικείων θα επισφράγιζαν τη λύτρωση.

Πριν συρθεί στην αποβάθρα έδωσε το τελευταίο ευρώ μαζί με το κασκόλ σε έναν άστεγο. Απόρησε για μια στιγμή με την εμμονή της γενναιοδωρίας, όπως προχθές με εκείνο το πορτοφόλι.

Το βρήκε έξω από την πολυκατοικία όταν βγήκε στα σκοτεινά να πάρει τσιγάρα. Άθικτο το παρέδωσε στο αστυνομικό τμήμα. Ούτε ένα πενηντάρικο δεν πήρε από τα εκατό κολλαριστά που είχε μέσα.
Δεν άργησε να δώσει την απάντηση: ο δολοφόνος πάντα επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. Όπου δολοφόνος – εδώ γράψε γενναιοδωρία, κάγχασε με ένα μουγκρητό.

Το κινητό χτυπούσε ασταμάτητα εδώ και ώρα. Το ίδιο άγνωστο νούμερο. Σίγουρα από κάποια εισπρακτική και πάλι. Από πού αλλού;

Πριν κατέβει τις κυλιόμενες αποφάσισε να το σηκώσει. Θα τους έλεγε τι σκοπεύει να κάνει σε λίγα λεπτά και μετά θα το πετούσε στον κάδο με τα απορρίμματα. Όχι. Όχι. Θα γυρνούσε να το αφήσει στο σπίτι, ήταν πολύ κοντά. Ίσως κάποιοι ζητούσαν να σπάσει το απόρρητο των κλήσεων για να διερευνήσουν τους λόγους του τραγικού εγχειρήματος. Κι έτσι θα γνώριζαν όλη την αλήθεια. Θα κατονόμαζε όλους τους υπεύθυνους για την αθλιότητα που ζούσε τα τελευταία χρόνια. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα ίσα να απαντήσει και να επιστρέψει.

Πότε έβγαλε φρέσκα φύλλα ο βασιλικός, απότιστος για μήνες στη βεράντα; Πότε και πώς ξαναγεννήθηκε; Ο χειμώνας θανατώνει τα πάντα, ξεκινώντας πάντα από τα ευγενή φυτά. Περίεργο. Και πιο πολύ που το πρόσεξε.

Ξερόβηξε να καθαρίσει τη φωνή και δίχως να πάρει το βλέμμα από τον βασιλικό απάντησε «ναι» με αλλόκοτη δύναμη. Η ώριμη αντρική φωνή, επαναλάμβανε ξανά και ξανά «ευχαριστώ» για το πορτοφόλι, αυτό που βρήκε προχθές, ανάμεσα σε συγκινητικά εγκώμια για το ήθος του ανθρώπου που κάνει μια τέτοια πράξη σε τέτοια εποχή.

Καιρό είχε να ακούσει ότι έχει ήθος. Μόνο ότι ευθύνεται για τις οφειλές άκουγε. Κανείς δεν ενδιαφερόταν αν είχε δουλειά, αν είχε να φάει.

Θυμήθηκε ότι άλλες δυο φορές είχε βρει πορτοφόλι και είχε πράξει με τον ίδιο τρόπο, ποτέ όμως κανείς δεν μπήκε στον κόπο να πει έστω ένα ευχαριστώ. Όπως και για πολλά άλλα που είχε κάνει. Είχε σιγουρευτεί για την αχαριστία των ανθρώπων.

Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που αποδέχτηκε την πρόσκληση του άντρα στο τηλέφωνο για τσάι. Ίσως επειδή ήταν γείτονας. Ίσως γιατί ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ίσως…

Χτυπώντας όμως το κουδούνι, διαπίστωσε με τρόμο τον πραγματικό λόγο: ήθελε τόσο πολύ να ζήσει. Μια αφορμή, να ξανανιώσει ότι υπάρχει. Έκανε να φύγει, όμως η πόρτα άνοιξε κι ευωδιά από φυτό γνώριμο ξεχείλισε μέχρι το κατώφλι.

Τρεις μέρες αργότερα, τρεις του Γενάρη, με τον βασιλικό στα χέρια διέσχισε την πόρτα οικογενειακού ξενοδοχείου νωρίς το πρωί. Ακούμπησε το κατάφυτο γλαστράκι πάνω στο γραφείο του γείτονα κι αμέσως μπήκε στο πλαϊνό γραφείο, αφού η θέση του βοηθού του ιδιοκτήτη βρήκε επιτέλους τον άνθρωπό της.

Η Χριστίνα Κόλλια είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Έχει σπουδάσει Συμβουλευτική Ψυχικής Υγείας με μετεκπαίδευση στα Ομαδικά Δυναμικά και είναι δημιουργός της μεθόδου «Γράφω-Εκφράζομαι-Απελευθερώνομαι». Στις συνεργασίες της περιλαμβάνονται το Μουσείο Ηρακλειδών, το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού καθώς και το Κέντρο Επαγγελματικής Προεργασίας και Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης της Α΄ Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.