«Μάρκερ» του Γκένριχ Σαπγκίρ
μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
Υπήρχε κάποιος ζωγράφος Μάρκερ [1] – όχι Μαρκ, όχι Μαρκιόρ, αλλά Μάρκερ. Δεν ζωγράφιζε ούτε στον καμβά, ούτε στο χαρτόνι, αλλά ζωγράφιζε απευθείας πάνω στους ανθρώπους. Μόλις ο άνθρωπος αφαιρεθεί, αμέσως τον σταμπάρει. Είναι αβανγκαρντίστ. Σε κάποιον από το γειτονικό σπίτι ζωγράφισε ένα «Πευκόδασος» τόσο ζωντανό, που κανένας πια δεν τον θεωρεί άνθρωπο. Όταν γυρίζει στο σπίτι, η γυναίκα του τη μια απαιτεί μούρα, την άλλη μανιτάρια. Και δύο κοπέλες (σε διαφορετικές στιγμές) χαθήκανε μέσα σε αυτό και ακόμα φωνάζουν για βοήθεια.
Μια άλλη φορά ζωγράφισε πάνω σε μια ηλικιωμένη γυναίκα τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, και απλά είναι αδύνατο να μιλήσεις μαζί της, είναι μανιασμένη. Και οι συνάδελφοί της έχουν συνεχώς ναυτία. Αυτό είναι υπερρεαλισμός. Σε όλες τις γωνίες των γραφείων ξερνούν.
Πρόσφατα, ο Μάρκερ οργάνωσε την έκθεσή του. Μέσα στις αίθουσες οι πίνακες περπατούν, στους τοίχους κρέμονται άδειοι καμβάδες. Μεγάλη επιτυχία. Αλλά με τα κεράσματα στα εγκαίνια κάπως το παράκανε. Είχε ζωγραφίσει τόσες μπουκάλες κρασί, ουίσκι, βότκα, που όλοι οι πίνακες βγήκαν έξω στον δρόμο σουρνάμενοι στα τέσσερα. Σκάνδαλο.
Είναι αλήθεια ότι και η αστυνομία ήταν ζωγραφιστή, ακόμα και η γύρω πόλη.
Ο Γκένριχ Βενιαμίνοβιτς Σαπγκίρ (1928-1999) άρχισε με παιδική ποίηση. Ανήκει στο γκρουπ «Λιανόζοφσκι», στο οποίο συμμετείχαν ποιητές και ζωγράφοι αντεργκράουντ. Το γκρουπ δημιουργήθηκε στο τέλος του 1950 και ονομάστηκε έτσι από τον σταθμό του τρένου Λιανόζοβο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι όπου συγκεντρώνονταν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη δουλειά του μεταμοντέρνα και γκροτέσκα. Αυτό το μικρό διήγημα είναι από τη συλλογή Κουλουβάχατα.
Σημειώσεις
[1] Άφησα όπως είναι στα ρώσικα τα ονόματα επειδή ο Σαπγκίρ παίζει με αυτά. Μάρκερ σημαίνει Μαρκαδόρος και Μαρκιόρ είναι ο Επόπτης στο μπιλιάρδο.