fbpx
«Του Γιαννάκη» του Γιάννη Μπλέτα

«Του Γιαννάκη» του Γιάννη Μπλέτα

Του Γιαννάκη από μικρό παιδί τού άρεσε το ποδόσφαιρο και όταν ήταν ακόμη πολύ πολύ μικρός, η μάνα του τον έγραψε στο παιδικό τμήμα της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας, στην οποία ήταν και άλλα παιδιά της ηλικίας του, αλλά εκείνος ήταν ο καλύτερος, αφού το είχε πει και ο ίδιος ο προπονητής ότι μια μέρα θα γινόταν μεγάλο αστέρι της μπάλας, μόνο όταν τον έβαζαν τέρμα δυσκολευόταν, όχι επειδή δεν ήταν καλός, αλλά επειδή δεν είχε μεγάλα άκρα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί με ένα αετίσιο άνοιγμα των χεριών του να φτάσει από τη μία άκρη του τέρματος έως την άλλη και έμενε πάντα μέχρι αργά το βράδυ στο γήπεδο, μέχρι να καταφέρει να είναι ο καλύτερος ακόμη και σε αυτή τη θέση και κάθε φορά ανησυχούσε τη μαμά του, η οποία τον έπαιρνε συνέχεια στο κινητό για να δει πού βρίσκεται και δεν έχει φτάσει ακόμη στο σπίτι, αλλά εκείνος το βιολί του, δεν γυρνούσε στο σπίτι πριν απ’ τα μεσάνυχτα, άλλωστε στα χωριά όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους, δεν υπήρχε φόβος, ούτε κίνδυνος, αλλά η μάνα του ανησυχούσε, γιατί παιδί της είναι ο Γιαννάκης, πώς να το κάνουμε, και δεν έχει πατήσει καν τα δεκαοχτώ, γι’ αυτό ανησυχούσε, ανησυχούσε πολύ που δεν άκουγε τον ήχο που έκανε το μηχανάκι του, δεν άκουγε το βαρύ –για το μπόι του– περπάτημά του στην αυλή, δεν άκουγε τις τάπες των ποδοσφαιρικών παπουτσιών του (οι οποίες λύγιζαν το γρασίδι τους βέβηλα φύλλο προς φύλλο), δεν άκουγε το κλειδί στην εξώπορτα του σπιτιού τους, δεν άκουγε την κουρασμένη φωνή του, όταν ενημέρωνε ότι έφτασε επιτέλους στο σπίτι για να ξεκουραστεί, και εκείνη η κακομοίρα που ήταν πολύ ταραγμένη καθώς δεν είχε ακόμη γυρίσει, γιατί παιδί της είναι πώς να το κάνουμε, ο Γιαννάκης είναι ο έρωτάς της, άλλα παιδιά δεν έκανε, αλλά δεν χρειάστηκε κιόλας, αφού είχε εκείνον τον μελαχρινό ανθρωπάκο με τα δύο χέρια και με τα δύο πόδια, ακριβώς σαν όλους τους άλλους ανθρώπους, όμως ξεχωριστός όσο κανένας, και θα τον συγχωρούσε για τις βαριές κουβέντες που της είχε πει το προηγούμενο βράδυ, όταν βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και δεν πέρασε πουθενά, ούτε στο πανεπιστήμιο ούτε σε καμία άλλη σχολή, όμως τι σημασία είχε, γιος της ήταν, ό,τι και αν έκανε στη ζωή του εκείνη θα στεκόταν δίπλα του, όμως αργούσε ο Γιαννάκης και η ώρα περνούσε, λίγο μπορεί να απογοητεύτηκε γιατί είχε ελπίδες για εκείνον, πως θα κατάφερνε κάτι που δεν είχε καταφέρει η ίδια ούτε ο σύζυγός της, μιας και δεν ήθελε και εκείνος να ασχοληθεί με τα χωράφια, ο Γιαννάκης είχε όνειρα και του άρεσε και το ποδόσφαιρο, πάρα πολύ του άρεσε και το μετάνιωσε γιατί του έβαλε χθες τις φωνές και εκείνος της αντιμίλησε, αλλά τώρα πια τον συγχώρεσε, της πέρασαν τα νεύρα, όμως η ώρα περνούσε και εκείνη έψαχνε τον Γιαννάκη της και τον έπαιρνε και στο τηλέφωνο, αλλά εκείνος ακόμα δεν το σήκωνε και ενώ εκείνη επέμενε, αυτός συνέχιζε να μην το σηκώνει και σκέφτηκε ότι μάλλον της κρατάει μούτρα ακόμα, γι’ αυτό δεν το σηκώνει και γι’ αυτό δεν έρχεται στο σπίτι, αλλά τα λεπτά περνούσαν και ο μοναχογιός της ήταν κάπου έξω, κουρασμένος από την προπόνηση και πεινασμένος, γιατί κάθε βράδυ που γυρνούσε από εκεί, έτρωγε δυο πιάτα φαγητό, αλλά τι ανάγκη είχε εκείνος, αθλητής ήταν, όλα τα έκαιγε την επόμενη μέρα και του είχε στρώσει το τραπέζι η μάνα του και αυτό όσο περνούσε η ώρα όλο και πιο πολύ κρύωνε, είχε φτιάξει μακαρόνια με κιμά, το αγαπημένο του φαγητό, για να τον καλοπιάσει και για να του ζητήσει συγγνώμη, γιατί έτσι δεν έχουν τσακωθεί ποτέ άλλη φορά, όμως μοναχογιός της είναι, τι να έκανε, τον αγαπούσε όσο τίποτα άλλο, μετά σκέφτηκε πόσο χαζή ήταν που δεν τον αποχαιρέτησε με το καθιερωμένο φιλί στο μάγουλο και ας ήταν ολόκληρο παλικάρι πια, για εκείνη πάντα θα είναι το μικρό ανθρωπάκι με τα δυο χέρια με τα δυο λίγο πιο κοντά πόδια, που θα της έκλεβε όλες τις στιγμές, όμως ξαφνικά θυμήθηκε ότι δεν είχε ποτίσει τον βασιλικό στο περβάζι του παραθύρου της κουζίνας και έβαλε λίγο φρέσκο νερό στο ποτιστήρι, ρούφηξε λίγο φρεσκοβρεγμένο αέρα με έντονο άρωμα βασιλικού και ρώτησε τον βασιλικό μήπως είδε κατά τύχη το παιδί της, αλλά εκείνος καταπράσινος, όπως πάντα, μάλλον από το κακό του που η κυρία Σούλα έδινε πιο πολλή προσοχή στο παιδί της παρά σε αυτόν, δεν είπε τίποτα και ο βασιλικός όλο και πιο πολύ ζήλευε που δεν τον φρόντιζε τόσο πια και ο κιμάς όλο και κρύωνε όσο περνούσε η ώρα και ακόμα δεν άκουγε την εξώπορτα να ανοίγει και να μπαίνει μέσα το αγόρι της, σκέφτηκε να βγει έξω στον δρόμο να τον αναζητήσει, μετά πήγε στην κρεβατοκάμαρα για να ξυπνήσει τον άντρα της, αλλά τον λυπήθηκε έτσι όπως τον είδε κουλουριασμένο ανάποδα να ροχαλίζει, να ροχαλίζει και να βλέπει στον ύπνο του ποδόσφαιρο, γιατί στο σπίτι τους τόσο πολύ το αγαπούσαν το ποδόσφαιρο, σε σημείο μάλιστα που είχαν γεμίσει όλους τους τοίχους του σπιτιού με αφίσες διάσημων ποδοσφαιριστών, αλλά πλέον άρχισε να τρομοκρατείται, επειδή ο Γιαννάκης δεν είχε ακόμα γυρίσει και η ώρα ήταν τρεις το πρωί, πήγαινε βόλτες πέρα-δώθε μέσα στο σπίτι, αλλά δεν τη χωρούσε ο τόπος, έφτιαξε ένα τσάι χωρίς καφεΐνη για να ηρεμήσει, το οποίο έγραφε πάνω στο σακουλάκι «Άνθος της πέτρας» και μύριζε τσιχλόφουσκα, αλλά το φλιτζάνι έτρεμε και χυνόταν όλο το ρόφημα κάτω, όμως δεν την ένοιαζε, θα σκούπιζε την επόμενη μέρα, φτάνει να ερχόταν ο γιος της, που είχε αργήσει και τα μακαρόνια με τον κιμά τον περίμεναν ακόμα στο τραπέζι κρύα, με ένα κομμάτι ψωμί από προζύμι, κάθε μπουκιά και συχώριο, συνταγή της γιαγιάς του Γιαννάκη, την οποία την είχε μάθει η μάνα του και την έκανε σχεδόν κάθε δύο μέρες και έτσι δεν χρειαζόταν να αγοράσει ψωμί από τον φούρνο του χωριού, αφού είχαν το δικό τους, σπιτικό, είχαν όμως και δικά τους ροδάκινα και ακτινίδια, γιατί τόσα χωράφια είχαν, είχαν επίσης τα δικά τους κοτόπουλα, γουρούνια και είχαν ακόμη δυο μοσχαράκια που τα τάιζαν κάθε μέρα, και ο πατέρας του Γιαννάκη πήγαινε κάθε μέρα και τα φρόντιζε και τους μιλούσε, τους έλεγε για τον γιο του, πόσο καλός είναι στο ποδόσφαιρο, τους έλεγε για το πρόβλημα που έχει με το τέρμα και εκείνα βογκούσαν, μούγκριζαν, ενώ τα γουρούνια τού έλεγαν «κόι-κόι», χθες όμως όταν πήγε τους είπε νευριασμένα ότι ο γιος του δεν πέρασε πουθενά, ευτυχώς όμως ξέρει να παίζει μπάλα, αυτό θα τον πάει μπροστά, όχι τα βιβλία και τα πανεπιστήμια, είχαν και τόση προίκα, τόσα χωράφια, μια χαρά θα έβγαζε το ψωμάκι του και του πέρασαν τα νεύρα του πατέρα του και γύρισε σπίτι και είπε στη γυναίκα του να μην ανησυχεί για τίποτα, το μοναχοπαίδι τους θα πήγαινε πολύ μπροστά, θα έκανε μεγάλη καριέρα στο ποδόσφαιρο και θα μάθαινε να κάθεται και τέρμα, αλλά η ώρα περνούσε και ο γιος τους δεν σήκωνε το τηλέφωνο και προσπαθούσαν να αφουγκραστούν, γιατί πια είχαν ξυπνήσει και οι δυο τους και τον περίμεναν συντροφιά με ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά και ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί στο τραπέζι της κουζίνας και έναν βασιλικό που σαν να το ευχαριστιόταν που δεν είχε ακόμη επιστρέψει το παιδί, και ενώ περίμεναν μήπως ακούσουν ξαφνικά κάτι, το μηχανάκι του, την εξώπορτα, τις σόλες των αθλητικών του που έκαναν χαλκομανία το γρασίδι τους, την κουρασμένη φωνή του, σημάδι πως έφτασε, άκουσαν τον ήχο του τηλεφώνου του σπιτιού τους και αναθάρρεψαν για μια στιγμή μόνο και ύστερα άκουγαν μόνο τις κραυγές που έβγαιναν από τα ίδια τους τα στόματα, χωρίς να μπορούν να το ελέγξουν, χωρίς να προσπαθούν ούτε στο ελάχιστο να ανοίξουν το στόμα τους, καθώς ήταν διάπλατα ανοιχτό, όταν ο κύριος που συστήθηκε ως αστυνομικός στην άλλη άκρη της γραμμής τούς είπε πως ο Γιαννάκης τους, που του είχαν αδυναμία και οι δύο πάρα πολύ, γιατί ήταν ο μοναχογιός τους, ο οποίος ήξερε πολύ καλό ποδόσφαιρο και του άρεσαν πολύ τα μακαρόνια με τον κιμά –μπορούσε να φάει μέχρι και δύο πιάτα στην καθισιά του– και πριν από δύο μήνες είχε δώσει πανελλήνιες αλλά δεν πέρασε πουθενά, χωρίς να τους πειράζει, γιατί παιδί τους ήταν και τον αγαπούσαν, είχε ένα ατύχημα με το μηχανάκι του, καρφώθηκε στο δοκάρι του τέρματος και τελικά το τέρμα του ποδοσφαίρου έγινε το δικό του τέρμα, το κεφάλι του μετά τη σύγκρουση έμοιαζε με σκασμένη ποδοσφαιρική μπάλα, ενώ οι δύο γκριζωποί βόλοι –όμοιοι με μάτια–, εκσφενδονίστηκαν έως το κέντρο του γηπέδου και στριφογυρνούσαν έτοιμοι για σέντρα.

Ο Γιάννης Μπλέτας γεννήθηκε το 1990 στη Λάρισα και μεγάλωσε στην Κοζάνη. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε τοπικές κρητικές εφημερίδες και περιοδικά. Το 2012 βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο στον διαδικτυακό διαγωνισμό της ιστοσελίδας Newsage για το διήγημα «Κάποια Χριστούγεννα, κάπου στο Παρίσι», ενώ το 2015 βραβεύτηκε σε διαγωνισμό από τη λογοτεχνική ομάδα Ιδεόπνοον για το διήγημά του «Άλγεβρα, κανέλα και ξαφνικά Γεωμετρία». Από το 2013 βρίσκεται στην Αθήνα και σπουδάζει στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.