fbpx
 Αρχοντούλα Διαβάτη: «Το αλογάκι της Παναγίας»

Αρχοντούλα Διαβάτη: «Το αλογάκι της Παναγίας»

Η Αρχοντούλα Διαβάτη είναι μια σημαντική λογοτέχνις της Θεσσαλονίκης. Συγκρατημένη, διστακτική απέναντι στη γραφή – μας παραδίδει το Αλογάκι της Παναγίας ύστερα από μια οκταετία σιγής από το πρώτο της βιβλίο. Τόσον καιρό δεν έκανε θόρυβο γύρω από το όνομά της. Στο κείμενό της αποκαλύπτεται και καταγράφεται η μαρτυρία ενός βίου «αισθηματοποιημένου», με την καβαφική έννοια. Συλλαμβάνει τον εαυτό της στον κόσμο και απολογείται, λες, για τη σιωπή της, για τη στάση της απέναντι στη ζωή και τη γραφή. Εντάσσει την προσωπική –τη μικρή– ιστορία της μέσα στη μεγάλη, τον εαυτό της και τον αναγνώστη στον κόσμο και την εποχή του. Συνθέτει ένα λογοτεχνικό έργο με τον τρόπο που προσδιορίζει ο Ορχάν Παμούκ: είναι λογοτεχνία, γιατί ενώ γράφει για εκείνην, ο αναγνώστης που το διαβάζει πιστεύει ότι γράφτηκε για αυτόν.

Ένα άλμπουμ εικόνων, αφηγήσεων, περιστατικών, εξομολογήσεων, επιστολών, ένα τοπίο εσωτερικό – ένα τοπίο μνήμης και αυτογνωσίας που συνθέτει-δημιουργεί η συγγραφέας όχι με τον τρόπο του ιστορικού ή του συλλέκτη τεκμηρίων, αλλά με τον τρόπο του ποιητή και του λογοτέχνη. Με τον τρόπο του Καβάφη όταν μιλά για το περιβάλλον του σπιτιού του και τις αναμνήσεις του: «σε δημιούργησα μες σε χαρές και λύπες, που αισθηματοποιήθηκες για μένα».
Για μια αφήγηση σαν της Οδύσσειας δηλαδή πρόκειται, όπου ο ταξιδιώτης, ο ήρωας κάτι δίνει και κάτι παίρνει σε κάθε σταθμό του ταξιδιού του, απώλειες συντρόφων, οδύνη, βάσανα, και φεύγει με μια νέα εμπειρία που «δεν θα τον γελάσει» ποτέ, που θα του δώσει σχήμα ανθρώπου, μορφή και ταυτότητα.
Η αφήγηση αυτή καλύπτει κοντά σαράντα χρόνια, όχι μόνο δέκα όπως το συμβολικό ταξίδι του Οδυσσέα: από την εποχή που τελειώνει η δικτατορία και το σπουδαίο ταξίδι-ορόσημο με την υποτροφία στη Γενεύη – από το 1973 δηλαδή μέχρι τις μέρες μας.
Σαράντα χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, μια μύηση, μια δικαίωση ενός ανθρώπου, μια συγχώρεση, μια κατανόηση του εαυτού του αφηγητή, του ήρωα με τα χίλια πρόσωπα, που μετέρχεται τόσων τρόπων και μορφών γραφής και ύφους στο κείμενο της Αρχοντούλας Διαβάτη. Ένα πρωτεϊκό, ένα πολύτροπο κείμενο, όπου ο αφηγητής αλλάζει πρόσωπο, φύλο, μιλάει πότε σαν άντρας, πότε σαν γυναίκα, αλλάζει ηλικίες, επάγγελμα, ταυτότητα για να δημιουργήσει το εσωτερικό, αισθηματοποιημένο τοπίο του εαυτού, του δικού του/της και αυτού όπου θα καθρεφτιστεί ο αναγνώστης.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου έχει τη μορφή επιστολικού μυθιστορήματος. Οι επιστολές του Άγγελου, συντρόφου, φίλου, ερωτευμένου μαζί της: «Κοιτάς τη ζωή σου τη ζωή μας από τα σύννεφά σου…» λέει γι’ αυτόν στην αρχή.

«Τα σύννεφά σου», γιατί έχει πεθάνει και δεν ανήκει πια, ως Άγγελος, στον κόσμο αυτό, ή «τα σύννεφά σου» γιατί είναι αιθεροβάμων, γιατί πετά στα σύννεφα, γιατί σε κάθε περίπτωση είναι «εκτός» πραγματικότητας, εκτός του κόσμου, μια και ο Άγγελος που ήταν μαζί της στη Γενεύη είναι στρατευμένος στην ΠΠΣΠ, την οργάνωση εκείνη που ήθελε να αποκαλείται της συνεπούς Αριστεράς.

Άγγελος, λοιπόν, και λόγιος μια και έχει κοινωνήσει της Γενεύης, Άγγελος στρατευμένος, Ταξιάρχης δηλαδή με ρομφαία, συσπειρωμένος εντός του συστήματος σαν ελατήριο γεμάτο ενέργεια για να το ανατρέψει, αναστοχαζόμενος και αυτοκριτικός για τις πράξεις του – μέχρι συγκινήσεως στις εξομολογήσεις του και στις αποφάσεις του για στράτευση, για συνέπεια στον αγώνα. Εξομολογούμαι ότι τον πίστεψα απολύτως. Άγγελος ειλικρινής, μου θύμισε τον τρόπο που γράφαμε και μιλούσαμε εμείς του ’76 οι εκδρομείς, ενταγμένοι στην Αριστερά, συνεπή ή λιγότερο συνεπή, και στις οργανώσεις της.
Καθρεφτίστηκα στα γράμματα του Άγγελου, αντήχησαν μέσα μου. Βρήκαν αναμνήσεις από καθαρό μέταλλο: ματαιώσεις αλλά ειλικρίνεια και αυτοπεποίθηση εκτός τόπου και χρόνου. Ήταν η αρχή της ανάγνωσης και πείστηκα ότι το βιβλίο έχει κάτι να μου πει. Ότι είμαι ο αναγνώστης ο όμοιος, ο αδελφός – αναγνωριστήκαμε και με τον Άγγελο και με τη Ναυσικά, παραλήπτρια των επιστολών, τη βασιλοπούλα που εξ απαλών ονύχων ταλαντεύεται ανάμεσα στη ζωή και στη γραφή, ανάμεσα στη δουλειά και στην ένταξη, ανάμεσα στην ψευδαίσθηση του έρωτα και τις δεσμεύσεις της πραγματικότητας.
Οι επιστολές αυτές, στην αρχή, είναι το πρώτο ξύπνημα, όπου η Ναυσικά δεν ξέρει ποια είναι, όπου ο Άγγελος ερωτευμένος την καλεί και προσπαθεί να της δώσει σχήμα στη σκέψη του και στη ζωή του, όπου ο Άγγελος αφηγείται τη στεγνή ζωή του ως φαντάρος. Όπου ο Άγγελος αναπολεί τη μαγική Ιθάκη, την κοινή τους πνευματική εκκίνηση, εκείνη τη Γενεύη του 1973, που ζωοποιεί και τους δύο, τους ενώνει, είναι σταθερή αναφορά τους, τη νοσταλγούν, τους καθορίζει. Το τάλαντό τους, ο σπόρος του καλού σπορέα.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι η εμπειρία της Γενεύης –σημαίνουσα η αναφορά στο Ματαρόα– το νεοζηλανδέζικο πλοίο που μετά τον πόλεμο, με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου, το 1945 μετέφερε Έλληνες νέους –αριστερούς και όχι– στη Γαλλία. Μια ονειρική έξοδος, «ένα ιστορικό γεγονός στην πορεία της νεότερης Ελλάδας που κάποτε θα πρέπει να γραφτεί», όπως είχε πει πολλά χρόνια αργότερα ένας από τους επιβάτες του Ματαρόα, ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης…

Κώστας Αξελός, Νίκος Σβορώνος, Κορνήλιος Καστοριάδης βεβαίως, Μάτση Χατζηλαζάρου, Εμμανουήλ Κριαράς, Ιάννης Ξενάκης, Έλλη Αλεξίου, μερικά από τα ονόματα αυτών των νέων, που με την πρωτοβουλία του σπουδαίου Οκτάβιου Μερλιέ του Γαλλικού Ινστιτούτου, μπόρεσαν να σωθούν, να σπουδάσουν και να αξιοποιήσουν με τον δημιουργικότερο τρόπο αυτή την ευκαιρία.
Με κάποιον τρόπο, έμοιαζε με το Ματαρόα αυτή η πρωτοβουλία, αυτή η υποτροφία του ενός μηνός, στα τέλη της δικτατορίας –αυτό βέβαια το λέμε εκ των υστέρων, γιατί τότε ήταν άγνωστο πότε θα έπεφτε η δικτατορία, όπως και ανεξήγητο το ότι είχε διαρκέσει τόσα χρόνια– σε νέους από την Ελλάδα να κάνουν σπουδές ελληνικού πολιτισμού στο πανεπιστήμιο της Γενεύης, με καθηγητές Έλληνες ή ελληνιστές που δίδασκαν εκεί, ή σε άλλα πανεπιστήμια της Ευρώπης.
Εδώ η αφηγήτρια ταυτίζεται με τη συγγραφέα και μάλιστα εμφανίζεται σε φωτογραφία στο οπισθόφυλλο και στις πρώτες σελίδες του βιβλίου με τον Δημήτρη Χατζή, έναν εκ των διδασκόντων, τον αγαπημένο της, ο οποίος είχε έλθει από το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης επί τούτου.

Ο τρόπος της γραφής εδώ γίνεται ημερολογιακός, σχεδόν δημοσιογραφικός. Να μην παραλείψει τίποτε, να τηρήσει δηλαδή την επιταγή του Καστοριάδη για το δικό της Ματαρόα, «ένα ιστορικό γεγονός στην πορεία της νεότερης Ελλάδας που κάποτε θα πρέπει να γραφτεί», έτσι καταγράφει επιμελώς μαρτυρίες από τη συνύπαρξη των φοιτητών, τις εκδρομές, τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις – στις 11 Σεπτεμβρίου που ανατράπηκε ο πρόεδρος της Χιλής Αλιέντε από τη Χούντα του Πινοσέτ. Οι αυτοεξόριστοι Έλληνες –στερημένοι από δυνατότητες διαμαρτυρίας μια επταετία– διαδήλωσαν στη Γενεύη.

Το πώς τραγουδούσε ο φίλος της ο Βασίλης τη «Ρωμιοσύνη», όταν «συνοδεύοντας επικά το τραγούδι, σταμάταγε λίγο στο επίμαχο σημείο και χαμογελώντας δρομολογούσε μέσα από τα δικά του σκούρα γένια και τις μαλλούρες τη φορά του πετάγματος ενός μικρού χελιδονιού…»

Η συνύπαρξη των νέων, οι ελπίδες τους, οι φιλίες που δημιουργήθηκαν, οι αγάπες, τα γέλια, τα όνειρα, το κοινό βίωμα – η μια πλευρά. Η άλλη όμως, σαν εκ των υστέρων οδηγός σπουδών, σαν απολογισμός, σαν παρακαταθήκη για το μέλλον, η παρουσίαση του τι ήταν ένας ένας αυτοί που δίδασκαν. Ο όμορφος καθηγητής Μπουβιέ, που δίδασκε Κάλβο και κυκλοφορούσε με το ποδήλατο, ο Δημήτρης Χατζής με τις θεωρίες του για τον ελληνικό πολιτισμό, που την πρόσεξε και την αγάπησε. «Είσαι ντροπαλή γιατί είσαι δειλή. Κι είσαι δειλή γιατί είσαι περήφανη…» είχε σχολιάσει ο δάσκαλός της τη νεανική της εσωστρέφεια, τη σιωπή της.

Η σιωπή του γραφιά – κάνω μια παρέκβαση για να σχολιάσω πώς διαχειρίζεται το θέμα αυτό η συγγραφέας, η οποία έχει εκδώσει το προηγούμενο πόνημά της πριν από οκτώ χρόνια. Και καθυστερεί σαράντα χρόνια για τις μαρτυρίες αυτές. Τριάντα χρόνια για να δημοσιεύσει κάτι, ενώ της το ζητά ο Μανόλης Αναγνωστάκης. «Έχω αφλογιστία» του λέει και τα μάγουλά της κοκκινίζουν, γιατί ξέρει σε ποιον μιλάει.

Και γράφει καλά. Αυτό να λέγεται. Αλλά είναι ολιγογράφος, σιωπηλή, περήφανη.
Δεν σηκώνει αφρό με φλυαρίες.
Δειλή δεν θα την έλεγα. Στοχαστική και μετρημένη και πολύ μορφωμένη…
Σε ένα εξομολογητικό του κείμενο, ο Λεβί Στρος είχε πει ότι ένας παράγοντας επιτυχίας της έρευνάς του είναι να μην έχει διαβάσει τι έχει γραφτεί γύρω από το αντικείμενο που τον απασχολεί. Γιατί αν το γνωρίζει, αυτό θα τον συνθλίψει και δεν θα μπορεί να δημιουργήσει.
Αυτό ακριβώς είναι η χώρα των λωτοφάγων του Οδυσσέα του βιβλίου. Τελειομανία, μελέτη και επάρκεια…
Τι είπε για το θέμα η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Ορχάν Παμούκ, τι έγραψε στα τετράδια του Ρήγα ο τάδε. Απόψεις για τον Οδυσσέα του Τζόις σε τρεις αράδες. Τρυπωμένες, ενθυλακωμένες σε όλο το σώμα του βιβλίου βρίσκονται απόψεις, αποστάγματα λογοτεχνικής κριτικής, λόγος γιγάντων, για τη βιβλιοκριτική, για το θέατρο, τον κινηματογράφο.
Έπειτα από αυτό, πώς να μην πάθει η νεαρή Ναυσικά, η βασιλοπούλα, η μοσχαναθρεμμένη, πώς να μην πάθει περηφάνια, πώς να θέλει να γράψει κάτι αφού ξέρει, έχει χάσει την αθωότητά της, ποιοι έγραψαν πριν από αυτήν, με ποιους βάζει το κείμενό της να αναμετρηθεί, και σιωπά. Καταγράφει.

Έτσι λοιπόν, με τον τρόπο της καταγραφής, έχουμε τις παρουσιάσεις των σπουδαίων, Δημήτρη Χατζή, Ιάννη Ξενάκη, Αριστόβουλου Μάνεση, μια εξαιρετική συνέντευξη από τον Βασίλη Βασιλικό που δημοσιεύτηκε τριάντα χρόνια μετά, συνέντευξη-θησαυρός για τη λογοτεχνική παραγωγή και τα πρόσωπα της εποχής του.

Στo τρίτο και το τέταρτο μέρος του βιβλίου περιέχονται άλλου είδους κείμενα. Μικροδιηγήματα.
Ψηφίδα ψηφίδα, εικόνα εικόνα, δημιουργείται το τοπίο το μετά. Το μετά τη Γενεύη. Μετά τη μαγική Ξαναντού…

Το τοπίο της μικρής και μεγάλης ιστορίας, της Θεσσαλονίκης των τόπων, των αντιδικτατορικών αγώνων, των γραμμάτων, του πνεύματος.
Διαβάσματα – ένα τοπίο αλλιώτικο. Τίτλοι βιβλίων. Τι διάβασε, πότε το διάβασε, τι κρατούσε στην τάδε εκδρομή, τι διάβασε πριν κοιμηθεί. Όπως ο Προυστ, που λέει πως οι μέρες που νομίσαμε πως δεν τις ζήσαμε επειδή τις περάσαμε συντροφιά με ένα βιβλίο αγαπημένο, είναι οι μέρες που ζήσαμε πιο αυθεντικά, έτσι και η συγγραφέας υπομνηματίζει με αναγνώσεις τις μικροαφηγήσεις και τις αισθηματοποιημένες ιστορίες τόσων και τόσων προσώπων που ζητούν δικαίωση και συγχώρεση.

Αγωνιστές και επώνυμοι ποιητές όπως ο Τόλης Νικηφόρου, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, γνωστοί βιβλιοπώλες που επέδρασαν πάνω της με τις προτάσεις τους, αγαπημένοι της καθηγητές στο Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο ή το Γαλλικό Ινστιτούτο, κατοικούν στη δική της Θεσσαλονίκη.

Αυτή η προσωπική μαρτυρία για την πόλη της, με τα κτίρια, τα μνημεία, τους δρόμους της, νοηματοδοτημένα από τη φοιτητική, την πνευματική και τη λογοτεχνική ζωή της αφηγήτριας, με γοητεύει – παρότι δεν έχω εδώ να μοιραστώ κοινές αναμνήσεις. Με γοητεύει, ωστόσο, γιατί αναγνωρίζω εδώ την αγάπη των Θεσσαλονικέων για την πόλη τους, την έχω συναντήσει στα ποιήματα του Τόλη Νικηφόρου, αλλά συνειδητά χαρτογραφημένη στα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου, εκεί που την ενσωματώνει, όταν το σώμα του γίνεται χάρτης της πόλης του.

Εδώ είναι η Θεσσαλονίκη των ποιητών, της λογοτεχνίας, των βιβλίων και των περιοδικών με συνεχείς εξόδους σε τόπους της υπόλοιπης Ελλάδας ή την Κύπρο, που σαν τον Οδυσσέα περιηγείται με την ευκαιρία των διακοπών του Πάσχα ή του καλοκαιριού, ή μιας αφήγησης που το επιβάλλει και όπου απαντά στο ερώτημα των συντρόφων του: σε ποια χώρα βρωτών έχουμε βρεθεί; Τι τρώνε, δηλαδή, εδώ – με υπομονετικές περιγραφές των φαγητών και πώς γίνεται το ντοματόρυζο, τι φάγαμε εδώ ή εκεί, αν ήταν μαρουλοσαλάτα, πεπόνι, τυρί-ψωμί τα παιδιά που δούλευαν στους δικηγόρους, πατάτες τηγανητές με σουπιές και ντοματοσαλάτα, σταφύλι γλυκό που ήτανε κεράσι.
Μια διαρκής γευστική ανταλλαγή – μια ανθρωποποίηση.
Σε αντίθεση με τον ήρωα –αφηγητή– του Σελίν στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, που ταξιδεύει στην Αφρική και τρώει μόνο από κονσέρβες, δεν αγγίζει το φαγητό του Άλλου, δεν ανταλλάσσει.
Τι τραγούδια ακούγονται στο ραδιόφωνο, ιστορίες ανθρώπων – μικροδιηγήματα μικροαφηγήσεις.
Και τη δική της τη ζωή μέσα σε αυτά διπλώνει…

Το βλέμμα της για τα πάντα τόσο ευαίσθητο, τόσο σοφό.

Η γραφή της εξαιρετική. Πυκνός, ρέων, ευαίσθητος, χαριτωμένος, συγκινητικός, ποιητικός, έξοχος λόγος.

Ένα βιβλίο μικρό, αλλά πυκνό.
Ένα βιβλίο πρωτότυπο, στον τρόπο και στο περιεχόμενο.

Ένα βιβλίο-μαρτυρία, καταγραφή τη μικρής και της μεγάλης ιστορίας.

Ένα βιβλίο προσωπικό, πολύ προσωπικό, που πραγματεύεται θέματα της ταυτότητας, της γυναίκας, του ανθρώπου, της γραφής, της έκφρασης, των ονείρων, των ματαιώσεων, των σχέσεων. Τόσο προσωπικό, που αφορά τον καθένα προσωπικά.

Καλογραμμένο, συναρπαστικό.

Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί.

Το αλογάκι της Παναγίας
Αρχοντούλα Διαβάτη
Νησίδες
174 σελ.
Τιμή € 10,65

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.