fbpx
«Λόγος και εικόνα»

«Λόγος και εικόνα»

Από μια νεοϋορκέζικη διαστροφή, στα όρια της επιδημίας –την έχω εκμυστηρευθεί και στο παρελθόν–, ποιος θα δει την πρώτη μέρα προβολής την πιο υποσχόμενη ταινία της εβδομάδας, έφτασα από τους πρώτους του είδους στο Angelika Film Center.

Περπατούσα, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό κι ένα ζεστό, λαμπρό ήλιο.

Το θεωρούσα τρέλα που πήγαινα να κλειστώ στη σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα αλλά συνέχιζα.

Η μεγάλη οθόνη μετατρέπεται σε μια γαλάζια θάλασσα που ασπρίζει από δυναμικά, χαρούμενα κύματα, σχίζεται από την πλώρη ενός κρουαζιερόπλοιου, όλα αυτά συνοδευόμενα από δυνατούς μουσικούς ήχους.

Στο επάνω κατάστρωμα στροβιλίζονται ζευγάρια ντυμένα με τη μόδα κάποιας προηγούμενης δεκαετίας, που σημαδεύει τα μέσα του 20ού αιώνα, και εκλαμβάνονται ως μέλη της ανώτερης αμερικανικής αστικής τάξης.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει και οι σκηνές από Αμερικανούς στρατιώτες ή ναύτες ή πεζοναύτες στις παραλίες της Καλιφόρνια, ή και αλλού, παίζουν ανάμεσά τους άγρια παιχνίδια, πίνουν, σχηματίζουν με την άμμο γυναικεία κορμιά, και ο πιο τολμηρός ή απρόβλεπτος ή αποκτηνωμένος από τον πόλεμο αυνανίζεται πάνω σ’ ένα από αυτά και εκσπερματώνει υπό τα βλέμματα των άλλων αντρών που αλαλάζουν, και τυχαίων θεατών αδιακρίτως φύλου.

 

Οι εικόνες μπλέκονται μεταξύ τους, τι θα κάνουν οι στρατιώτες σαν πολίτες, τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος;

Θα δουλεύουν σε σούπερ μάρκετ κουβαλώντας κάσες με εμπορεύματα, θα σκύβουν πάνω από τη γη κόβοντας από τη ρίζα μαρούλια και άλλα, κι αυτός ο σκληρός, που μοιάζει με χαμένο κορμί ή μπορεί και να είναι, τι έβλεπε στο ψυχολογικό τεστ στο οποίο υποβάλλεται όταν ο στρατιωτικός ψυχίατρος τον ρωτάει τι βλέπει στις ακαθόριστες φουλαρισμένες φωτογραφίες που του δείχνει; Μα τι άλλο από τη γυναικεία φύση!

Περιπλανώμενος άσκοπα, φτάνει σ’ ένα λιμάνι όπου έχει αράξει ένα πλοίο και ανεβαίνει λαθραία, χωρίς να ξέρει τον προορισμό του, ο ίδιος δεν έχει κανέναν, ώσπου τον συναντάει κάποιος που από τα πρώτα λόγια του διαλόγου τους μαθαίνει ότι προορισμός είναι η Νέα Υόρκη.

Το πλοίο ανήκει σε κάποιον Λάνκαστερ Ντοντ, ο οποίος στην πρώτη του «συνέντευξη» με τον πρώην πεζοναύτη δηλώνει, ανάμεσα σε όλες τις άλλες ιδιότητές του, ιστορικός, ναυτικός, επιστήμονας – είναι ένας Δάσκαλος, προηγμένος σε Master, ένας ιδρυτής μιας νέας μεταφυσικής θρησκείας για ανθρώπους που είναι ανοιχτοί να δεχτούν οποιαδήποτε ρεύματα.

Οι συμπεριφορές του, οι ερωτήσεις του, οι εισηγήσεις του στοχεύουν να εισαγάγουν τον άλλο σε μια καινούργια θεωρία, την Επιστημολογία (Scientology), και υπονοούν τον ιδρυτή της Ρον Χιούμπαρτ (Ron Hubbard), έστω και αν υπήρξαν μικρόνοες αντιρρήσεις.

Ο άνεργος βετεράνος του ναυτικού βρίσκει ένα αποκούμπι, ενώ ο Δάσκαλος έρχεται αντιμέτωπος με έναν παραπάνω υποψήφιο υπήκοο, διαμέσου του προσηλυτισμού του. Εξάλλου αυτός δεν έχει αρχές, όχι με την έννοια του συνειδητού πολιτικά αναρχικού, αλλά ούτε του εκτός κοινωνικού ιστού ή πλαισίου, αφού ενδιαφέρεται κυρίως και μόνο για το ποτό –πολλές φορές το παρασκευάζει ο ίδιος– και τις γυναίκες, έτοιμος να συγκρουστεί βίαια, ίσως και αναίτια. Αυτά όλα συγκεντρώνονται σε μια σκηνή, στην οποία ως εμπορικός φωτογράφος σ’ ένα κατάστημα αναστατώνει με μια καταστροφική ανεξέλεγκτη μανία τα πάντα και χάνει τη δουλειά του.

Ο Master τον αναβαθμίζει ή τον χρησιμοποιεί ως γραμματέα που κρατάει τους φακέλους των ήδη οπαδών της αναδυόμενης θρησκείας, επικαλούμενης το τέλειο και το σύμπαν· άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους προχωρημένους για να υιοθετήσουν κάτι καινούργιο, ή είναι ευάλωτοι και ασταθείς, στερημένοι από γερές ιδέες/ιδεολογίες.

Η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Δάσκαλο και τον μαθητευόμενο δεν είναι παρασκηνιακή, αλλά, σε κάποιο μέτρο, ασαφής. Περνάει μέσα από διάφορες καταστάσεις, ενίοτε τις ελέγχει, συνειδητά ή και ασυνείδητα, προσπαθεί να απαλλαγεί από τον προηγούμενο εαυτό του, αλλά για ποιο λόγο;

Για να τον μιμηθεί; Να γίνει ο έμπιστός του, ένα μοντέλο για πιθανούς οπαδούς, ή να τον διαδεχτεί;

Η ταινία, παρά τους τέσσερις αστερίσκους με τους οποίους τη στεφάνωσαν οι κριτικοί του κινηματογράφου, έσπειρε ζιζάνια στο κοινό που πλάτυνε εξαιτίας του συγκυριακού οικογενειακού σκανδάλου του Τομ Κρουζ, scientologist, που γέμιζε στήλες στα έντυπα και τηλεοπτικές οθόνες τις ώρες του κουτσομπολιού.

Ο σκηνοθέτης, διακριτικά και με σοφία, αποφεύγει οποιαδήποτε θρησκευτική αναφορά, τον τίτλο Ραβί, τον ενδιάμεσο Δάσκαλο μέχρι να φτάσουμε στον Θεό, αναπλάθει ωστόσο τη γέννηση μιας καινούργιας θρησκείας που υπόσχεται στους οπαδούς να φτάσουν στο τέλειο διαμέσου πνευματικών δοκιμασιών και κλειστών συνάξεων ανθρώπων που αναζητούν νέους δρόμους και ατραπούς για την προσωπική τους ολοκλήρωση.

Επίσης, η ταινία επανέφερε το ερώτημά μου αν ο κινηματογράφος είναι μια κινούμενη εικόνα που υπονοεί το λόγο ή αν είναι μια μορφή διανόησης που υποστηρίζεται ή γίνεται περισσότερο αντιληπτή με την εικόνα, αν το έργο λέει μια ιστορία, αν επηρεάζει και πώς, ή όταν απορρίπτεται ποιοι είναι οι λόγοι.

Αναρωτήθηκα επίσης, σε προσωπικό επίπεδο, αν οι δικές μου κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και ηθικές αντιλήψεις ήταν τόσο σταθερές, ώστε η αναζήτηση του θείου πέρα από όσα γίνονται αντιληπτά στην επίγεια ζωή και μη εμπίπτοντας στις πέντε μου αισθήσεις, τις οποίες μπορούσα, κατά το δυνατόν, να ελέγχω, απομάκρυναν την έννοια της υπερφυσικής λύτρωσης.

Ραντεβού στους κινηματογράφους.

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.