fbpx
Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΡΑΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ  ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Ο ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ Η ΕΝΟΡΑΤΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

της Ελένης Χωρεάνθη

“Εν αρχή ην ο Λόγος(...)πάντα δι' αυτού εγένετο,

και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν(...)

και ο Λόγος σάρξ εγένετο...” (Απ. Ιω. Α' 1–3 και 14)

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μέσα σε λίγες φράσεις κλείνει το νόημα και τη λειτουργία του Λόγου, ότι δηλαδή ο κόσμος υπάρχει από τότε που τα πράγματα, όντα και φαινόμενα, απόκτησαν όνομα, από τη στιγμή που ο αρθρωμένος, ο ένσαρκος λόγος τα ονόμασε, τους έδωσε περιεχόμενο, τα έφερε στο φως και τα έκανε υπαρκτά.

Ο Λόγος είναι ο ποιητής του Κόσμου. Είναι η ουσία του κόσμου, είναι η ποίηση. Και η ποίηση είναι κατεξοχήν εργοποιητική τέχνη. Ο ποιητής συνδυάζει το δικό του υποκειμενικό/συναισθηματικό κόσμο και τον εξωτερικό/αντικειμενικό με τον κόσμο των συμβόλων και τον εκφράζει με τις λέξεις.

Όσον αφορά τον Αλεξανδρινό ποιητή σε σχέση με τον ποιητή της Αποκάλυψης, με τον τρόπο κι από τη σκοπιά του ο καθένας εκφράζουν μια τεράστια σε έκταση και βάθος χρόνου περίοδο ηθικής κατάπτωσης και παρακμής. Ο Ιωάννης παρατηρεί και περιγράφει τα γεγονότα από την ασφάλεια της απόστασης που χωρίζει γη και ουρανό, ενώ ο Αλεξανδρινός θεωρεί τα πάντα μέσα από την ομίχλη και την κακοσμία που αναδίνουν οι τόποι και τα πρόσωπα.

Ο Καβάφης, με ορμητήριο την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη με παράδοση πολιτισμική και πολιτιστική αιώνων και χιλιετιών, σταυροδρόμι, σταθμό και πέρασμα λαών, θρησκειών και πολιτισμών, κινείται σ’ έναν τεράστιο γεωγραφικό χώρο με φορτισμένο παρελθόν, και επιλέγει τους ήρωες, «θύματά» του στην ουσία γιατί κατά έναν τρόπο τα «εκτελεί», με το να τα ενσωματώνει στην ποίησή του και να βγάζει στη φόρα τα πάθη, τις αδυναμίες, τον έκλυτο βίο τόσο προσώπων του περιθωρίου, χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό του, όσο και προσώπων από τους οποίους εξαρτιόνταν οι τύχες του κόσμου. Ίσως το τραγικότερο θύμα του ποιητικού κατορθωμένου έργου να είναι ο ίδιος ο εαυτός του.

Ο Κ. Π. Καβάφης είναι κοσμοπολίτης ποιητής και τον κοσμοπολιτισμό με τον οποίο είναι γαλουχημένος, τον περνάει στην ιδιότυπη, ξεχωριστή και ιδιόμορφη ποίησή του. Γίνεται ο εκφραστής ενός κόσμου που ξεκινάει από τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό», καλύπτει την Αλεξανδρινή περίοδο, τους Ελληνιστικούς χρόνους και φτάνει ίσαμε τις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτόν κόσμο τον σαπρό που κουβαλάει κρυμμένο, φυλακισμένο στο κορμί και στην ψυχή του τον ενσωματώνει στην ποίησή του.

Είναι ο ίδιος μέρος της παρακμής και του ναυαγημένου στην ηθική κατάπτωση παρακμασμένου κόσμου. Μπορεί, ωστόσο, να ανακαλύπτει την ομορφιά και μέσα στο βούρκο και να την απολαμβάνει, να νιώθει ευτυχής που του έλαχε να τη συναντήσει, έστω και οπτικά, αλλά δεν παύει να αισθάνεται λερωμένος, γιατί μέσα του δεν υπάρχει μόνο ο αρχαίος, ο βυζαντινός, ο Αλεξανδρινός Έλληνας, υπάρχει και ο χριστιανός ορθόδοξος που δεν συγχωρεί την αμαρτία. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Μια νύχτα» (σ 55, τ Α).    

Ο Καβάφης, ως εκ τούτου και άλλων χαρακτηριστικών στοιχείων και ιδιοτυπιών, αποτελεί ξεχωριστή, ιδιότυπη, μοναδική παρουσία στα Νεοελληνικά Γράμματα. Η ποίησή του ακολουθεί τους δικούς της νόμους. Μοιάζει να κουβεντιάζει απλά, καθημερινά και να καταλήγει σε συμπεράσματα. Παρατηρεί ό, τι συμβαίνει γύρω του, αντλεί το υλικό με το οποίο θα οικοδομήσει το έργο του από όπου το βρει. Δεν τον ενδιαφέρει το περιβάλλον, δεν τον επηρεάζει η ακοσμία και η δυσοσμία του χώρου, εκείνος έχει τον τρόπο να διακρίνει το αισθητικά και αισθησιακά ωραίο και να το απολαμβάνει όταν του δίνεται η ευκαιρία ή να κρατήσει τις εικόνες για να δημιουργήσει νοερά σκηνές που επιθυμεί.

Στο σύνολό της η ποίηση του Καβάφη εστιάζεται στον Έλληνα άνθρωπο, στον Έλληνα όλων των εποχών. Τον απασχολούν διάφοροι τύποι Ελλήνων, αλλά τη μερίδα του λέοντος την προσφέρει στους ωραίους εφήβους, στους νέους με τα ωραία, τα σφριγηλά, τα αγαλματένια σώματα, τα οποία περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια. Οι περιγραφές του είναι τρομακτικά ρεαλιστικές, ασύστολες, χωρίς ηθικές αναστολές, κόντρα στην υποκρισία της κοινωνίας. Πίσω από τον ποιητή υπάρχει ο ζωγράφος, μέσα του ενοικεί ο γλύπτης.

Οχυρωμένος πίσω από την ασφάλεια που του παρέχει η εικονική πραγματικότητα που τον χωρίζει από τον έξω κόσμο και τον θωρακίζει ποιητικά, ομολογεί μια αλήθεια που δύσκολα εκφράζεται δημόσια: Ότι γράφοντας στίχους «μελετά το μερτικό που έχει ακόμα αυτός από τα νιάτα», από τη ζωή, γενικότερα, όταν γέρος πια, κακομοιριασμένος, δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να ζει όπως θα ήθελε. Παρηγορείται ωστόσο γιατί είναι βέβαιος ότι μέσω των εικόνων που ζωγραφεί με τους στίχους του έχει εξασφαλίσει τη διάρκεια της ποίησής του, την αιωνιότητά της με όσα «εκόμισε εις την τέχνην», που έχει ενσωματώσει στην ποίησή του. Ο ίδιος ερμηνεύει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτή η θαυματουργή διαδικασία της μεταφοράς και ενσωμάτωσης των στοιχείων, εικόνων, πράξεων και εμπειριών στην ποίηση για να συνεχίσουν το δρόμο τους, και τον δικό του, προς την αιωνιότητα που δικαιούται:

«Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε./ Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του./Το υγειές, ηδονικό μυαλό των,/η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,/

με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.»

Δημιουργεί εικόνες που αναφέρονται ή υποδηλώνουν καταστάσεις και επιθυμίες που δεν πραγματοποιήθηκαν στο πραγματικό περιβάλλον, αλλά θα υπάρχουν εσαεί ενσωματωμένες στο ποιητικό σώμα.

Τα αισθητήρια όργανα είναι τα μέσα και τα εργαλεία που χρησιμοποιεί ο Καβάφης προκειμένου να συλλάβει και να αιχμαλωτίσει τις εξαίσιες εικόνες και στιγμές της γύρω του απτής πραγματικότητας. Η αφή και η όραση κυρίως, παίζουν σημαντικότατο, αποφασιστικό ρόλο στο πώς αντιμετωπίζει και ενεργεί, και πώς λειτουργεί ως δημιουργός στην τέχνη της ποιήσεως. Πώς «κομίζει εις την τέχνην» ό, τι αισθησιακά ωραίο αγγίζει ή συλλαμβάνει από το κάλλος των εφηβικών σωμάτων και καμιά σημασία δεν έχει αν το φυσικό περιβάλλον είναι μουντό, παρακμασμένο, άθλιο, όπως καφενεία ρυπαρά συνήθως.

Υπάρχουν, ωστόσο, και ειδυλλιακές εικόνες στο είδος αυτό της καβαφικής ποίησης τις οποίες ο ποιητής απολαμβάνει ζωοποιώντας το αντικείμενο του πόθου όπως στο ποίημα «Ζωγραφισμένα»:

«Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ./Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης./Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της/όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει./ Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω./Στην ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα/ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι/επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει./Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει/παρμένο πια για να το αποκοιμίσει.–/Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα./Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της».

Παρατηρεί το ωραίο παιδί, όχι χωρίς ζήλεια, γιατί βρίσκεται στην αγκαλιά του θείου μεσημεριού, και ξεκουράζεται από τη δουλειά της τέχνης, απολαμβάνοντας το ωραίο αγόρι ζωγραφιστό. Δεν είναι λίγο για τα άθλια γηρατειά ενός γέρου που έζησε τη ζωή του όπως του δόθηκε, όσο μπορούσε δυνατά.

Στο συγκεκριμένο ποίημα τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα και αγκαλιάζουν «το ωραίο αγόρι» είναι κατ’ εξοχήν αισθησιακά: Φύση μελαγχολική, εξόχως ποιητική, ημέρα ομιχλώδης, υποβλητική ατμόσφαιρα, νερό, βροχή, μουσική, ύπνος και στο εξαίσιο αυτό περιβάλλον μπαίνει και ο ίδιος μέσω της τέχνης, μέσω της ποίησής του, γίνεται μέρος της εικαστικής πραγματικότητας και «ξεκουράζεται».

Ωστόσο, το ποίημα για το οποία θα υπερηφανεύεται και μεταστάς, γιατί μάλλον πιστεύει στη μετά θάνατο ζωή, είναι το ότι «εκόμισε εις την τέχνην» ό, τι πολύτιμο, κατά την εκτίμησή του και κατά τη γνώμη του, ό, τι τον συγκίνησε στη ζωή του, κυρίως, όταν πια δεν μετέχει ενεργά στη διαδικασία της ηδονής, αναθυμάται και τα συμβάντα που ενσωμάτωσε στην ποίησή του, όσα δεν ολοκληρώθηκαν κι έμειναν «Επιθυμίες κ’ αισθήσεις», όπως στο ποίημα «Εκόμισα εις την τέχνην»:

«Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κ’ αισθήσεις/εκόμισα εις την Τέχνην – κάτι μισοειδωμένα,/πρόσωπα ή γραμμές·ερώτων ατελών/κάτι αβέβαιες μνήμες. Ας αφεθώ σ’ αυτήν./Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονής/σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα,/συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τες μέρες.»

Ό, τι δεν ολοκλήρωσε ο ίδιος στην πραγματικότητα, το εμπιστεύτηκε, στη μαγική δύναμη της τέχνης. Η τέχνη δεν αντιγράφει τη ζωή, δεν αναπαριστά φωτογραφικά την πραγματικότητα, αλλά την ολοκληρώνει, την επεκτείνει, της δίνει διάρκεια και μια θέση στη μικρή τη μεγάλη αιωνιότητα. Ο δημιουργός δίνει τη δική του διάσταση στα γεγονότα και στα πράγματα, τα κάνει διαχρονικά. Βλέπει πίσω και πέρα από το συγκεκριμένο, φτιάχνει τον κόσμο όπως θα ήθελε να είναι. Όχι όπως είναι. Δεν τον ενδιαφέρει μόνο η στιγμή που είναι η αρχή, αλλά η συνέχεια.

Για να εννοήσει κανείς τον Καβάφη και τι είναι εκείνο που τον κάνει μοναδικά διαχρονικό ποιητή, είναι ανάγκη να δει πίσω από τις λέξεις και τις φράσεις του τι κρύβεται. Να μπει στη σκέψη, στο μυαλό του για να αντιληφθεί ότι ο ποιητής δίνει τον ψυχισμό των ηρώων του, τα κίνητρα που οδηγούν στην ουσία των γεγονότων και των πραγμάτων. Να αποδείξει πόσο ασήμαντες είναι οι επιδιώξεις, τα μεγάλα όνειρα. Η ποίησή του στα αισθησιακά ποιήματα εστιάζεται στο ανθρώπινο σώμα, στο ωραίο, έφηβο σώμα και αδιαφορεί για το περιβάλλον που εξελίσσεται το ερωτικό γεγονός. Η θέαση του ωραίου σώματος ενεργοποιεί τους μηχανισμούς μιας ενεργού συμμετοχής στην πράξη είτε αυτό συμβαίνει σε πραγματικό επίπεδο είτε είναι φαντασίωση.

Μήπως, όσα κομίζει στην ποίησή μας ο Καβάφης είναι δικές φαντασιώσεις μόνο που δίνουν την εικόνα της πόλης που του έδωσε την «πρώτη ύλη», τις προϋποθέσεις και τις ευκαιρίες να πραγματοποιήσει μεγαλειώδες έργο βασισμένο σε συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα που συνθέτουν την εικόνα της παρακμής, όχι μόνο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, αλλά ενός τεράστιου γεωγραφικού χώρου;

Ο Καβάφης μοιάζει με έναν ηλικιωμένο σοφό που γίνεται φορέας ενός άλλου παρελθόντος εν μέρει γνωστού και εν πολλοίς άγνωστου και ο λόγος του είτε σαρκαστικός είτε επαινετικός κυλάει άνετα, σιγανά, σαν να αφηγείται παραμύθι, μολονότι μιλάει με συγκεκριμένα και για συγκεκριμένα πράγματα, πότε με πόνο και νοσταλγία για ό, τι πολύτιμο χάθηκε, πότε συμβουλευτικά και πότε ειρωνικά, συχνά εικονοπλαστικά, κυρίως εικονοκλαστικά. Σπάει την κρούστα της υποκρισίας και αποκαλύπτει σε βάθος χρόνου τα γεγονότα με τους πρωταγωνιστές που συνέβαλαν αποτελεσματικά στην πραγμάτωσή τους. Είναι ο δημιουργός που χωρίς φόβο, αλλά με πάθος μετατρέπει τις εικόνες, τις θύμησες και τις αισθήσεις σε πραγματικότητα, σε πράξη και την πράξη ή τις πράξεις σε ποιητικές εικονικές πραγματώσεις. Στο ποίημα «Αγάπησέ την πιότερο», συμβουλεύει:

«Αγάπησέ την πιότερο αν μ’ αγωνία την αποκτάς./Σκέψου τι χαλαρή και τι κατώτερη/είν’ η ευκολοαπόκτητη ηδονή./Η ηδονή η δική σου που την φθάνεις/ πότε με ψεύδη, πάντοτε κρυφά,/ζητώντας την με ανησυχία κ’ εμμονή,/σπάνια το σώμα βρίσκοντας που αισθάνεται όπως θέλεις,/που με την φαντασία την συμπληροίς,/μη την συγκρίνεις με αλλονών εύκολες απολαύσεις.» (Από τα Ανέκδοτα ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα, 1968) και προειδοποιεί τους αναγνώστες του σε ανέκδοτο επίσης ποίημά του πως πίσω από σύμβολα να τον αναζητήσουν, εκεί είναι ο αληθινός εαυτός του, για να τον «νιώσουν»:

«Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα/να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν» και «Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις/και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα –/από εκεί μονάχα θα με νιώσουν»

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.