fbpx
Antonio G. Iturbe: «Η βιβλιοθηκάριος του Άουσβιτς»

Antonio G. Iturbe: «Η βιβλιοθηκάριος του Άουσβιτς»

«Αυτό που κάνει η λογοτεχνία είναι αυτό που κάνει
κι ένα σπίρτο στο ξέφωτο στη μέση της νύχτας. Ένα
σπίρτο δεν φωτίζει σχεδόν τίποτε, μας επιτρέπει όμως
να δούμε το σκοτάδι που υπάρχει γύρω μας.
ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΦΟΚΝΕΡ
[πηγή: Javier Marias, Μαδρίτη 1951, Corazon tan blanco (Καρδιά τόσο λευκή)]

Ήταν χαριτωμένη. Χαϊδεμένη και πολυαγαπημένη. Από γονείς, από παππούδες, ξαδέλφια, θείους, γείτονες. Ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι που όλο γελούσε. Και αργότερα, στη γη του σπαραγμού, στον τόπο των δακρύων, γελούσε πάλι. Γελούσε για να εγκαρδιώσει τους αποκαρδιωμένους και περίλυπους. Η Ντίτα. Ή Εντίτα. Εβραιοπούλα από την Πράγα.

Η μνήμη συχνά είναι φύλακας· προστάτης άγιος των πολύπαθων. Για άλλους είναι φαρμάκι. Ω, «Οι ευτυχισμένες μέρες», θρηνούσε –θυμάμαι– μια ψυχή που σωνόταν, έφθινε. Mα και πάλι. Η φρίκη εδώ δεν έχει μέτρο σύγκρισης. Δεν έχει ταίρι ο εφιάλτης. Εδώ, στη μαύρη γη του Άουσβιτς, κυριαρχεί ο τρόμος, ο χαμός. Εδώ βασιλεύει η «Άκρα Ταπείνωσις». Και όμως, καταμεσής στο ουρλιαχτό απελπισίας χιλιάδων ψυχών, στο άθλιο παράπηγμα όπου λιώνουν υπάρξεις και που «οι φούρνοι λειτουργούν μέρα νύχτα με ανθρώπινα σώματα για καύσιμη ύλη, στο Άουσβιτς που δεν υπάρχουν πουλιά επειδή πεθαίνουν από ηλεκτροπληξία στους φράχτες», σ’ αυτή την κόλαση, υπάρχει ένα σχολείο. Μυστικό σχολείο. Υπάρχει και μια βιβλιοθήκη. Μυστική και αυτή. Και, ναι, υπάρχει και βιβλιοθηκάριος. Η Ντίτα Αντλέροβα. Η κοπελίτσα που διαρκώς θυμάται. Θυμάται για να ομορφαίνει η ψυχούλα της μέσα σ’ αυτόν τον τόπο βασανισμού και καταδίκης όπου βρέθηκε, για να αντέχει την πείνα, τους κλαυθμούς, τις αρρώστιες, τον μέγα φόβο των μελλοθανάτων, την άσωστη θλίψη των κρατουμένων, την απίσχναση και την απόγνωση των συγγενών, τα κυρτά, απελπισμένα σώματα των περαστικών.

Θυμάται· μελτέμι ευφρόσυνο φθάνουν οι «εξαίσιες» μουσικές, οι χαρές με τους φίλους· οπωσδήποτε θα θυμάται και το πανέρι με τα παραδοσιακά ψωμάκια χαλότ, σκεπασμένο με τον κεντημένο χαιρετισμό του Σαββάτου «Σαμπάτ Σαλόμ», Σάββατο με Ειρήνη, λουλούδια θυμάται, το αβρό χάδι της μάνας, το ευθύ βλέμμα του πατέρα, τα αγωνίσματα στην αλάνα, μια ντροπαλή πρώτη αγάπη, το γέλιο, γέλιο κελαρυστό, πουλιά σε χαμηλές συντροφικές πτήσεις, τη Γέφυρα του Καρόλου με τις όμορφες κοκκινομάλλες στον απολαυστικό περίπατο του δειλινού... Ω πατέρα. Μητέρα, ω... στέναξε από την καρδιά της η Ντίτα Αντλέροβα.

Η Ντίτα, ετών δεκατεσσάρων, είναι η μυστική βιβλιοθηκάριος του Άουσβιτς-Μπιρκενάου, υπεύθυνη για την παράνομη δημόσια βιβλιοθήκη. Την τόσο μικρή: οκτώ συνολικά βιβλία την απαρτίζουν και αυτά σε κακή κατάσταση. Συχνά η μικρή βιβλιοθηκάριος συγκρατούσε τα φύλλα τους με κλωστές. Τα αγκάλιαζε. Τα πρόσεχε. Είχε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να φροντίζει αυτά τα βιβλία σαν υπέργηρους επιζήσαντες μιας καταστροφής, επειδή ήταν ζωτικής σημασίας: χωρίς αυτούς μπορούσε να χαθεί η σοφία αιώνων πολιτισμού... Τα βιβλία ήταν πολύτιμα. Θα έδινε και τη ζωή της για να τα προστατεύσει.

Τα βιβλία ήταν πολύτιμα. Θα έδινε και τη ζωή της για να τα προστατεύσει.

Στον τόπο αυτόν που τον ορίζει η απανθρωπιά και κυριαρχεί το έγκλημα, σε τούτο το στρατόπεδο της θλίψης και του θανάτου, τα βιβλία της κρυφής βιβλιοθήκης είναι τα άνθη του καλού, είναι οι κελαηδισμοί που έσβησαν και το όνειρο που έχει απομακρυνθεί. Και ας είναι κακοπαθημένα. Και ας τους λείπουν σελίδες. Από τα φθαρμένα, με καρδιοχτύπι φερμένα αυτά βιβλία, όλος ο κόσμος τούς έγνεφε, τους περίμενε. Και ήταν καλός ετούτος ο κόσμος. Ο Χιρς ήταν ο εισηγητής και υπεύθυνος για τη δημιουργία και την παρακολούθηση του παιδικού θαλάμου (τάχα για ψυχαγωγία, και για την απρόσκοπτη δουλειά των γονέων του στρατοπέδου και όχι για σχολείο, όπως ήταν στην πραγματικότητα). Αλλά αυτό οι Ναζί δεν το ξέρουν.

«Ένας ολόκληρος κόσμος μέσα από μια χούφτα σελίδες...» είχε σκεφτεί ο Φρέντι Χιρς, καθώς εμπιστευόταν τα ελάχιστα πολύτιμα βιβλία στην Ντίτα.

Η Ντίτα είχε γνωρίσει τον Φρέντι πίσω στην πατρίδα, έφηβο. Εβραίος. Γερμανικής καταγωγής. Αθλητής. Θυμάται πώς τον είχε ακούσει να μιλά σε μια παρέα παιδιών: «Ισχυρότερος αθλητής δεν είναι αυτός που φτάνει πρώτος στον στόχο. Αυτός είναι ο ταχύτερος. Ισχυρότερος είναι αυτός που σηκώνεται κάθε φορά που πέφτει· αυτός που δεν σταματά όταν έχει πόνο στα πλευρά του· αυτός που βλέπει τον στόχο πολύ μακριά και δεν εγκαταλείπει... Αυτός, ακόμη και αν φτάσει τελευταίος, είναι ο νικητής...»

Και τώρα, ξάφνου, ο Φρέντι Χιρς τη σταματά και της μιλά: «Χρειάζομαι απεγνωσμένα μια βιβλιοθηκάριο για το παιδικό μας τμήμα». Και μετά: «Αλλά είναι επικίνδυνο. Πολύ επικίνδυνο. Έτσι και πιάσουν οι φρουροί οποιονδήποτε με βιβλίο στην κατοχή του, τον εκτελούν».
«Μπορείτε να βασιστείτε πάνω μου».
«Μπορεί να σε σκοτώσουν».
«Δεν έχει σημασία».
«Φαίνεσαι γενναίο κορίτσι».
«Μα τρέμω!» απάντησε αποκαρδιωμένη.
«Γενναίοι είναι αυτοί που μπορούν να ξεπεράσουν τους φόβους τους. Ποιο είναι το όνομά σου;»
«Εντίτα Αντλέροβα, κύριε Χιρς».
Η Εντίτα πήρε τα βιβλία στα χέρια της με την ίδια προσοχή, τον ίδιο σεβασμό που θα κρατούσε ένα μωρό.
[…]

Εκείνη την ημέρα, στο μπλοκ 31 σπεύδει με αδιόρατη ταραχή να σβήσει τα ίχνη του «Δείπνου του Μυστικού» των παιδιών: Χώνει με αγωνία στις υπερμεγέθεις τσέπες του φορέματός της όσα βιβλία μπόρεσε να συγκεντρώσει από τους μικρούς κύκλους των μαθητών και αρχίζει να τρέχει μακριά τους. Και τούτο γιατί ο Γιάκοπεκ, ο τσιλιαδόρος, μόλις είχε προφέρει το σινιάλο που είθισται να προαναγγέλλει την άφιξη των φρουρών των Ες Ες. Έτσι, αστραπιαία, τα μαθήματα σταματούν και τα παιδιά αρχίζουν ανόητα γερμανικά τραγουδάκια. Στους Αρίους λύκους θα δώσουν άλλη εικόνα.

Οι μαθητές μέχρι εκείνη την ώρα άκουγαν τους δασκάλους τους προσηλωμένα, έστω και αν οι αίθουσες διδασκαλίας είναι χωρίς τοίχους και πίνακες, δίχως διδακτικά όργανα, χωρίς βιβλία· λίγα σκαμνιά προσφέρονται, όπου οι μαθητές κάθονται και παρακολουθούν όταν οι δάσκαλοι σχηματίζουν στον αέρα –με τα ευέλικτα χέρια τους και τη φαντασία ελεύθερη– βουνά και θάλασσες, πολιτείες και ανθρώπους, δάση χιλιόχρονα, τρίγωνα ισοσκελή, πλοία κωπήλατα και εποικισμούς.

Στο «σχολείο» αυτό φοίτησαν συνολικώς 521 παιδιά. Είκοσι ομάδες παιδιών με τον δάσκαλό τους, τόσο κοντά η μία στην άλλη, ώστε οι παιδαγωγοί δίδασκαν ψιθυριστά σχεδόν. Κάποιες φορές οι λέξεις δεν ξεχώριζαν, μα οι μαθητές παρακολουθούσαν με λαχτάρα.

Από τα φθαρμένα, με καρδιοχτύπι φερμένα αυτά βιβλία, όλος ο κόσμος τούς έγνεφε, τους περίμενε. Και ήταν καλός ετούτος ο κόσμος.

«Για πόσους θανάτους τη μέρα μιλάμε;»
«Ποιος ξέρει; Υπάρχει ξεχωριστή βάρδια τη μέρα κι άλλη τη νύχτα, δεν σταματούν ποτέ. Τουλάχιστον διακόσια με τριακόσια άτομα τη φορά, κι αυτό μόνο στο δικό μας κρεματόριο. Καμιά φορά η διαδικασία γίνεται μια φορά τη μέρα· άλλοτε δυο φορές. Συχνά τα κρεματόρια αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στην αποτέφρωση τόσων σωμάτων και πρέπει να μεταφέρουμε τα πτώματα σε κάποιο ξέφωτο στο δάσος... Θεέ μου, συγχώρα με... Εκεί τα περιχύνουμε με βενζίνη και τα καίμε...». Διάλογος ανάμεσα σε δυο κρατουμένους που έχουν επιφορτιστεί από τους Ες Ες με «ειδικά» καθήκοντα. Προς το παρόν...

Ένα πρωί, η Ντίτα απευθύνεται σε μια κρατούμενη γυναίκα. Σλοβάκα. Μοδίστρα: «Θέλω να μου ράψετε δυο εσωτερικές τσέπες στο φόρεμά μου, στο ύψος των πλευρών. Πρέπει να είναι γερές».
«Δυο τσέπες κάτω από το φόρεμα, μάλιστα. Και πού θα χρησιμεύσουν, είπαμε, αυτές οι κρυφές τσέπες;»
«Δεν είπα ότι είναι κρυφές...»
Μα η γυναίκα την κοιτά: «Άκου να σου πω, δεν γεννήθηκα χθες».

Τελικώς τοποθετήθηκαν οι τσέπες· δωρεάν. Τσέπες-φωλιές για να καταλαγιάζουν τα ταξιδιάρικα και πολυταξιδεμένα πουλιά, τα βιβλία...

Ώσπου, κάποτε: «Ελεύθεροι! Ελεύθεροι!» Μια σκελετωμένη γυναίκα αγκαλιάζει το πόδι ενός στρατιώτη, Ουαλού. «Γιατί αργήσατε τόσο;» τον παρατηρεί σπαρακτικά. Τόσοι είχαν χαθεί, τόσους είχε καταπιεί το σκότος του ναζισμού. Και η βιβλιοθηκάριος του μπλοκ 31 ξεσπά σε κλάματα. Κλαίει για όλους εκείνους που δεν κατάφεραν να φτάσουν ως εκεί...

Ας σημειωθεί ότι στην κόλαση του Άουσβιτς είχε μεταφερθεί και η Άννα Φρανκ με την αδελφή της, Μαργκό. Αργότερα, όπως και η Ντίτα με τη μητέρα της, μετακινήθηκαν στον προθάλαμο του θανάτου, στο Μπέργκεν-Μπέλζεν, βαριά άρρωστες με τύφο. Η ζωή εγκατέλειψε σύντομα τις αδελφούλες.

Η Ντίτα, δίχως τους γονείς της πλέον, γύρισε μόνη στην πατρίδα. Άντεξε. Για να θυμάται· τώρα και πάλι –και πάντα– για να αγαπά.

A G IturbeΤο συγκλονιστικό μυθιστόρημα, εξαίσιος ύμνος στην ευεργεσία του ανθρώπου που είναι το βιβλίο, βασίστηκε στη ζωή της Ντίτα Κράους (Πολάχοβα, πριν παντρευτεί). Ο συγγραφέας του, Αντόνιο Ιτούρμπε (Σαραγόσα, 1967), τιμήθηκε γι’ αυτό με το βραβείο Troa (Βιβλία με αξίες), ενώ μεταφράστηκε σε 22 γλώσσες. Ο ίδιος γράφει ότι ο καναδοαργεντίνικης καταγωγής Αλμπέρτο Μανγκέλ, στο βιβλίο του Η βιβλιοθήκη της νύχτας, αναφέρεται εν συντομία στην ύπαρξη μιας πολύ μικρής βιβλιοθήκης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, και αυτό υπήρξε η αφορμή ώστε να ξεκινήσει ο Ιτούρμπε την έρευνα· για να μας προσφέρει ένα υπέροχο βιβλίο, μα και ένα παράδειγμα σπάνιας αντοχής, τόλμης και υψηλοφροσύνης του ανθρώπου.

 

Η βιβλιοθηκάριος του Άουσβιτς
Antonio G. Iturbe
Μετάφραση: Αγγελική Βασιλάκου
Κλειδάριθμος
528 σελ.
ISBN 978-960-645-043-3
Τιμή €17,70
001 patakis eshop


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Όλγκα Τοκάρτσουκ: «Τα βιβλία του Ιακώβ»

Το τελευταίο βιβλίο της βραβευμένης με Νόμπελ Όλγκα Τοκάρτσουκ, τελείως διαφορετικό από τα προηγούμενά της, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λογοτεχνικός άθλος. Δεν είναι μόνο η έκταση, 848 σελίδες...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.