fbpx
Betty Smith: «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν»

Betty Smith: «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν»

«Ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα», κατά την εφημερίδα New Yorker, ενώ οι New York Times υποστηρίζουν: «...Εάν δεν το διαβάσετε, θα στερήσετε από τον εαυτό σας μια δυνατή εμπειρία...». Ανεπανάληπτη και συγκλονιστική εμπειρία, θα έλεγα, καθώς ο αναγνώστης σε κάθε παράγραφο, σε κάθε σελίδα, τραντάζεται και βουρκώνει ή αγάλλεται – αναλόγως. «Η Μπέτι Σμιθ γεννήθηκε για να αφηγείται ιστορίες», έχουν γράψει. «Η Μπέτι Σμιθ γεννήθηκε για να κατοικήσει στην καρδιά μου – χρόνια τώρα...» θα σας πω, ομολογώντας πως η σπουδαία συγγραφέας δεν άργησε να εισχωρήσει και στις καρδιές των παιδιών μου· τώρα και σε αυτές των εγγονών μου. Τι μάγεμα!

Η κοσμαγάπητη συγγραφέας γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από Γερμανοαμερικανούς γονείς. Δύσκολα τότε τα χρόνια για όλους, μα περισσότερο για τους ταλαίπωρους, νοσταλγούς, πλην γεμάτους ελπίδα, μετανάστες που έφθαναν με την ψυχή στο στόμα στην υποσχετική χώρα του ονείρου και της ισότητας. Βέβαια, ποιο το όνειρο και ποια η ισότητα –τότε– αλλά, ανέκαθεν, όταν η καρδιά ποθεί βαθιά, η ζωή παραμερίζει και υποκλίνεται. Ιδιαίτερα εμπρός στις φωτεινές παιδικές ζωούλες τις γεμάτες απαντοχή. Διότι τυχαίνει να ’ναι ωσάν τα πλάσματα των «Προσανατολισμών» (Ελύτης, «Ωρίων», γ’):

Των φθαρτών δακρύων απόγονοι
Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών
[…]
Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε
Τα λόγια μας
[…]
Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα...

Το δέντρο για το οποίο κάνει λόγο ο τίτλος είναι η κύρια μεταφορά του μυθιστορήματος· πρόκειται για τον αείλανθο, φυτό εξαιρετικά υψηλό, ιθαγενές της Κίνας, αυτοφυές, που συχνά τότε εμφανιζόταν σε κενά οικόπεδα της Νέας Υόρκης και μεγάλωνε δίχως βοήθεια από χέρια ανθρώπου. Ακριβώς όπως ορισμένα παιδιά στις σελίδες του βιβλίου...

«Η Μπέτι Σμιθ γεννήθηκε για να κατοικήσει στην καρδιά μου – χρόνια τώρα...» θα σας πω, ομολογώντας πως η σπουδαία συγγραφέας δεν άργησε να εισχωρήσει και στις καρδιές των παιδιών μου· τώρα και σε αυτές των εγγονών μου.

Στο μυθιστόρημα της Μπέτι Σμιθ, η εντεκάχρονη Φράνσι Νόλαν ζει, το 1912, στο Μπρούκλιν με τον μικρότερο αδελφό της, Νίλι, και τους γονείς της, Κέιτι και Τζόνι. Οικογένεια αγαπημένη μα αρκετά στερημένη – όπως όλοι δα οι κάτοικοι του Μπρούκλιν τότε. Βιοπαλαιστές. Μια ζωή στην ανάγκη. Μα είχαν μάθει να υπομονεύουν. Δίχως περίσσεια, δίχως άπιαστα όνειρα, μετρημένη ζωή – ω, είχαν όμως μια ομορφιά εμπρός στα μάτια τους καθημερινώς, το πανύψηλο δέντρο· «αείλανθο» το έλεγαν και «δέντρο του ουρανού». Αγαπούσε τη φτωχολογιά, γιατί συνεχώς κοντά στα φτωχικά τους φύτρωνε. Βέβαια, υπάρχουν πολλά είδη, πολλές μορφές του φυτού. Ριζώνει όπου γης. Στη χώρα μας ήλθε το 1840, μαζί με άλλα «εξωτικά» φυτά, παραγγελία της Βασίλισσας Αμαλίας προκειμένου να φυτευτούν στον Βασιλικό Κήπο. Δεν ζητά περιποίηση, ούτε φως και νερό, ενώ οι σπόροι του βλασταίνουν σε σημεία απίστευτα. Ψηλώνει καμαρωτό και παράλληλα ταπεινό, εντούτοις όμορφο και ξεχωριστό, ακόμη και σε σκουπιδότοπους.

Ο αείλανθος, λοιπόν, φύτρωσε και ψήλωσε –όπως το συνήθιζε– γρήγορα, και ομόρφυνε τον κοινόχρηστο άχαρο χώρο μιας φτωχικής πολυκατοικίας που κατοικούνταν από ξεριζωμένους πλην πολυπληθείς μετανάστες. Είχαν αφήσει την καρδιά τους στην πατρίδα (το πλείστον στην Ιρλανδία ή Γερμανία) κι έσυραν την ψυχή τους στο Γουίλιαμσμπουργκ του Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Τότε είχε πέσει στην Ιρλανδία «η αρρώστια της πατάτας» και ζούσαν εκεί σε αθλιότητα. Και όπως «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι που είχε και πάμπολλες απώλειες λόγω των απίστευτων ταλαιπωριών. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι και πολλοί Έλληνες, εξ ανάγκης, μετανάστευαν εκεί σ’ εκείνους τους χρόνους. «Ανάθεμά σε, Αμερική, κι εσύ και το καλό σου/ μου πήρες τ’ αδερφάκι μου/ και το ’κανες δικό σου», ένα τραγούδι που ακουγόταν τότε στη Λακωνία. Οπωσδήποτε στο Μπρούκλιν μετανάστευσαν και Γερμανοί. Και Αυστριακοί. Οι συνθήκες απερίγραπτες... Και η υποδοχή σκληρή, μην πω απάνθρωπη! Μόνο η ελπίδα έδινε το παρών. Φαίνεται, δεν αρκούσε…

Εκεί, λοιπόν, στη φτωχογειτονιά Γουίλιαμσμπουργκ του Μπρούκλιν, η εντεκάχρονη, γλυκιά, και ευφυέστατη Φράνσι Νόλαν, ο αθώος και αφοσιωμένος στους αγαπημένους του δεκάχρονος αδελφός της, Νίλι, και οι γονείς τους, Τζόνι και Κέιτι, με γονείς μετανάστες από την Ιρλανδία και την Αυστρία αντίστοιχα, απολαμβάνουν τη μεταξύ τους αγάπη πλην δοκιμάζονται οικονομικώς. Και οικογενειακώς: Ο Τζόνι, μπορεί λόγω των δύσκολων καταστάσεων, ίσως και λόγω του αδύναμου χαρακτήρα του, ή διότι δεν ήταν γεννημένος για να αντιστέκεται στις αναποδιές της ζωής, έχει γίνει αλκοολικός και συχνά βρίσκεται χωρίς δουλειά. Κρίμα, γιατί είναι χαρισματικός τραγουδιστής και ευγενικός, ενώ βάζει την καρδιά του σε κάθε λέξη σαν εμφανίζεται στα νυχτερινά κέντρα· μα όταν είναι πολύ πιωμένος μπερδεύει τους στίχους και ενώ οι θαμώνες τον αγαπούν, τον παραδέχονται μέχρις ενός σημείου: έως εκεί που χάνει τα λόγια του, που παραπαίει. Τότε απλώς και μόνο σερβίρει τους γνωστούς πελάτες.

Όταν πλέον μένει άνεργος ντρέπεται, λυπάται, ταπεινώνεται. Υποφέρει. Άγχεται βλέποντας τα παιδιά και τη γυναίκα του να στερούνται, να λυπούνται, να ανησυχούν... Η Κέιτι εργάζεται ως καθαρίστρια, ματώνουν και πρήζονται τα χέρια της από την πολλή, σκληρή δουλειά, μα δεν υπάρχει άλλη λύση. Βέβαια, και τα παιδιά προσπαθούν κάνοντας μικροδουλειές και θελήματα σε μαγαζάκια της γειτονιάς, ή μαζεύουν σκουπίδια και τα πωλούν, πασχίζουν, αγαπιούνται, στερούνται, ελπίζουν. Αν και το κτίριο όπου κατοικούν είναι βαρυφορτωμένο από ανάγκες και στεναγμούς, τον χειμώνα παγωμένο και το καλοκαίρι αφόρητα ζεστό, προσπαθούν, ο καθένας με τον τρόπο του, να φέρουν τη ζωή τους στα μέτρα του ανθρώπου. Και σε μια κατάσταση ονείρων και απαντοχής.

Τα έργα πνοής, ταλέντου και αγάπης δεν παλιώνουν. Γεννιούνται με το Χάρισμα.

Το μοναδικό πράγμα που τους ευφραίνει –εξόν της αγάπης τους– είναι ο αείλανθος, που θεριεύει και ανθίζει και κάπως παρηγορεί τα παραπονεμένα βλέμματα των στερημένων από πατρίδα, συχνά και από αξιοπρέπεια, βαρυφορτωμένων από νοσταλγία μεταναστών.

Η Φράνσι αγαπά ιδιαιτέρως τον πατέρα της. Είναι όμορφος, καλλίφωνος, τρυφερός. Ονειροπόλος. Μα όταν τον βλέπει ανήσυχο και ευάλωτο λόγω της κατανάλωσης ή της έλλειψης του ποτού, θλίβεται και καρδιοχτυπά γι’ αυτόν. Η κοπελίτσα αγαπά πολύ και τα βιβλία. Όταν κρατά ένα από τα λιγοστά που της χαρίζουν οι θείες της, πηγαίνει στα πίσω σκαλοπάτια του σπιτιού που ακουμπούν σχεδόν στον αείλανθο, διαβάζει και ονειρεύεται. Ταξιδεύει. Αναστατώνεται ευχάριστα. Το σχολείο που είναι δίπλα τους την καλεί μέρα-νύχτα, μα όταν έρχεται η ώρα να γράψει σ’ αυτό και τα δυο παιδιά η μάνα, η Φράνσι διαπιστώνει ότι είναι παραμελημένο, ασφυκτικά γεμάτο, με παιδιά απλησίαστα και δασκάλες μάλλον αδιάφορες (πενιχρές απολαβές, απείθαρχα παιδιά). Δεν το αγάπησε η Φράνσι το σχολείο αυτό, «άλλα ζητά η ψυχή της, γι’ άλλα κλαίει», όπως μας είπε στη «Σατραπεία» ο μεγάλος Αλεξανδρινός, έτσι κατορθώνει, φυσικά με προσπάθειες (για να μην πούμε παιδικές μηχανορραφίες), και εγγράφεται, με τη συμπαράσταση του πατέρα της, σε άλλο, καταλληλότερο σχολείο γι’ αυτήν, σε πιο μακρινή γειτονιά, όπου και διακρίνεται. Ιδιαιτέρως στη γραπτή αφήγηση. Είχε φαντασία και πνεύμα. Είχε και συναίσθημα. Και ωραίο λόγο!

Ο αδελφός της, πιο πρακτικός, κάνει ό,τι μπορεί για να ελαφρύνει τις έγνοιες της οικογένειας, έχει φίλους, είναι γεμάτος αγάπη για όλους, ενώ η κατάσταση με τον αλκοολισμό του πατέρα τους χειροτερεύει. Μελαγχολεί, απελπίζεται, η οικογένεια τον στηρίζει, τον αγαπά, του κάκου. Ο ίδιος γνωρίζει πλέον ότι η κατάστασή του δεν είναι βελτιώσιμη· ντρέπεται γι’ αυτό, πονά για τα παιδιά, για τη γυναίκα του που σηκώνει τα βάρη και τις ευθύνες της οικογένειας, ενώ είναι ξανά έγκυος, γεγονός που τον μεταμορφώνει σε άνδρα αμίλητο, σκυθρωπό, σαν δαρμένο – απελπισμένο, εντέλει, ώσπου μια παγωμένη νύχτα στο καταχείμωνο, βγαίνει από το σπίτι αθόρυβα και δεν γυρνά πίσω. Τον έψαχναν. Τον αγαπούσαν και τον γύρευαν παντού. Μέρες. Είχε πεθάνει από απελπισία, δεν ήταν μονάχα η πνευμονία ή το αλκοόλ, όπως είπαν έπειτα. Ένας ευγενικός ταλαντούχος νέος, καλός άνθρωπος, αποφάσισε να φύγει από τη ζωή ολομόναχος. Του άρεσε η μουσική, λάτρεψε την οικογένειά του, αγάπησε όλους τους ανθρώπους. Αγάπη που του επιστρεφόταν κάθε στιγμή. Μα η ζωή είχε αποφασίσει...

Βέβαια, η μεγάλη συγγραφέας Μπέτι Σμιθ δεν αφήνει τον αείλανθο να μαραθεί, να γείρει. Είναι τα παιδιά που τραβάνε την ανηφόρα της ζωής κι ένας ήλιος λαμπρός, υποσχετικός, φωτίζει τον δρόμο τους:

Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.
Οδυσσέας Ελύτης, «Η γέννηση της μέρας»

Η Μπέτι Σμιθ (Μπρούκλιν, 1896 – Σέλτον, Κονέκτικατ, 1972) γεννήθηκε από γονείς Γερμανοαμερικανούς πρώτης γενιάς. Αγαπήθηκε, διαβάστηκε, συγκίνησε και μάγεψε όσο λίγοι συγγραφείς. Πολλοί αναγνώστες πιστεύουν ότι το σημαντικότατο αυτό μυθιστόρημα εμπεριέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Κυκλοφόρησε το 1943 και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1945 από τον Ελία Καζάν, ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ ως μιούζικαλ το 1951, διαβάστηκε με συγκίνηση και ενθουσιασμό από εκατομμύρια ανθρώπους. Και ακόμη διαβάζεται με προσήλωση και σέβας από πλήθη αναγνωστών. Βλέπετε, τα έργα πνοής, ταλέντου και αγάπης δεν παλιώνουν. Γεννιούνται με το Χάρισμα.

Το όλως εξαιρετικό μυθιστόρημα κυκλοφορεί σε νέα έκδοση στην ωραιότατη μετάφραση της Μαρίας Φακίνου.

 

Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν
Betty Smith
μετάφραση: Μαρία Φακίνου
Μεταίχμιο
σ. 712
ISBN: 978-618-03-3178-3
Τιμή: 22,00€
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.