fbpx
Ελένη Παπανδρέου: «Ώρες»

Ελένη Παπανδρέου: «Ώρες»

Με την πρώτη ποιητική συλλογή της, Μάταιος Αύγουστος, η Ελένη Παπανδρέου μπήκε δυναμικά στον χώρο της λογοτεχνίας. Με τη δεύτερη συλλογή, Ώρες, συνεχίζει την ποιητική της πορεία με έξι μονολόγους του πατέρα και πέντε της μητέρας, διά των οποίων, σύμφωνα και με τις σκηνικές οδηγίες που προτάσσει, «διαλέγονται» πίσω από έναν τοίχο που χωρίζει την ιδεατή σκηνή: καθένας μιλάει ερήμην του άλλου, καθένας ζει τον δικό του χρόνο, στον δικό του χώρο. Τραγική φιγούρα ο πατέρας, που βρίσκεται σ’ ένα άδειο δωμάτιο νοσοκομείου. Περιμένει το γιο του απ’ το χειρουργείο. Η ποιήτρια, αισθανόμενη την αγωνία του, σημειώνει:

Μες το δωμάτιο
ή έξω, στο πεζούλι,
πίσω από το μεγάλο παράθυρο
ή πάνω από το κρεβάτι,
στο περβάζι
ή δίπλα στη λευκή ντουλάπα
θα είχα δει τις ώρες να περνούν.

Δύο πρόσωπα που κάποτε αγαπήθηκαν κι έζησαν μια όμορφη ζωή, ζουν το ίδιο δράμα, καθένας από τη μεριά του και με τον δικό του τρόπο. Ζουν το κάθε λεπτό με την ίδια αγωνία, με τον ίδιο πόνο, αλλά ο πατέρας μόνος του αισθάνεται τον χρόνο, τις ώρες της αναμονής, γιατί η ποιήτρια τον θέλει παρόντα:

Σαν βήματα που μετρούν τη ζωή.
Σαν βιαστικοί οργανοπαίχτες
που πότε κατεβαίνουν τις σκάλες
με το σκληρό ρυθμό της λύπης,
πότε κρυφακούν από τις χαραμάδες του δωματίου
τον τραχύ θόρυβο του φόβου
να κυκλώνει μικρούς, καθημερινούς ήχους,
μια σελίδα που γυρνάει, η κουβέρτα που μαζεύτηκε,
η ζωή που αναπνέει.

Οι αδρές περιγραφές με απαράμιλλους στίχους και λέξεις με δυσβάσταχτο βάρος δίνουν το εύρος του δράματος που παίζεται μέσα σ’ ένα κέρινο δωμάτιο,/ πάνω από το διάφανο σώμα του. Πίσω από τις λέξεις κρύβεται διακριτικά ο μεγάλος πόνος του αποχωρισμού. Όλα τα αντικείμενα υποφέρουν μαζί με τον πατέρα, λες και όλα φτιάχτηκαν για να σηκώσουν το φορτίο της λύπης του.

Ο πατέρας από την αρχή προβάλλει ως πανταχού παρών, όντας απών, είναι περιγραφικός, ενώ η μητέρα μπαίνει στα δρώμενα από άλλη σκοπιά. Αντί να κλαίει και να οδύρεται, αναθυμάται τις ωραίες στιγμές:

Ώρες γλυκές.
Σαν το γάλα που έτρεξε απ’ το στήθος μου
για να ταΐσει τον ήλιο
[...] Η ζωή μόνο ένα σκίρτημα…

Η μητέρα είναι πηγή ζωής και δημιουργίας. Έτσι, δεν θέλει να δεχτεί την απώλεια και φέρνει στον νου της απ’ την αρχή τ’ αρώματα της νεογέννητης σάρκας, πριν περάσει στο στάδιο της λύπης και όλα τα νιώσει πάνω της «δανεικά», αλλά και πάλι ευχαριστεί τον Θεό που έζησε τη χαρά της δημιουργίας το σώμα της. Αρχετυπική φιγούρα η μητέρα, φορέας ζωής, δρα με τη διαίσθηση, πονάει εσωτερικά, μιλάει μέσα από τον αποθησαυρισμένο στα σωθικά της πόνο και τον συναισθηματικό της φόρτο.

Ο πατέρας αποτυπώνει εικόνες, περιγράφει αδρά καταστάσεις της καθημερινότητας, είναι ρεαλιστής, καταγράφει και εικονογραφεί τα γεγονότα όπως συμβαίνουν, απλά, μπαίνοντας στον ρόλο εκείνου που πονάει κι εκείνου που λυπάται, εκείνου που «φεύγει» κι εκείνου που μένει σηκώνοντας το βάρος της λύπης, εκφράζοντας όλα τούτα με ένα επαναλαμβανόμενο δραματικό Αν… Αν ήταν όλα όπως παλιά.

Ωστόσο, η μητέρα θα αποφανθεί τελεσίδικα: Δική μας μόνο η μοίρα […] Πράγμα δικό σου πιότερο από τη μοίρα δεν υπάρχει. […]:

Μικρή ζωή,
μικρός θάνατος.
Μεγάλες μόνο οι ώρες
που παραμονεύουν στο προσκέφαλό μας.

Ο πατέρας, αν και ζει το δικό του, στην άλλη πραγματικότητα, μοιάζει να μετέχει με τον τρόπο του στο δράμα των άλλων, κι ας είναι ο μεγάλος απών. Δεν τον αφήνει ασυγκίνητο η «φυγή» της διπλανής κοπέλας, που θα μπορούσε να ήταν ζευγάρι με τον γιο του, εννοείται, να δημιουργήσουν οικογένεια. Και πού ξέρεις; Μπορεί να είχαν ερωτευτεί:

Ίσως ο έρωτάς τους
να γινόταν ένα μικρό κορίτσι
που θα έτρεχε στον κήπο μας
με τα χέρια γεμάτα αστέρια
σαν θα φώναζα τ’ όνομά σου.

Ίσως και να γνωριστούν.

Κάπου στην άλλη ζωή, μπορεί να συναντηθούν. Η ψευδαίσθηση καλύπτει το φοβερό κενό. Η μητέρα, από τη μεριά της, φιλοσοφεί:

...Σαν μια ζωή που δεν ξέρει τι να κάνει τον εαυτό της.
Έτσι είναι οι ώρες μας, μετέωρες και αμφίβολες,
μοναχικές, όμως, γεμάτες.

Ο θάνατος είναι το πρώτο και μεγαλύτερο κακό, αλλά το κενό που αφήνει είναι πιο μεγάλο, το χάσμα αγεφύρωτο, η ζωή διαγράφει κύκλους παράλληλους, επάλληλους, τεμνόμενους. Οι άνθρωποι είμαστε μπαίγνια της μοίρας. Οι άνθρωποι που συναισθάνονται και αισθάνονται και ζουν και βιώνουν την απώλεια του αγαπημένου μέλους είναι οι πιο τραγικές υπάρξεις. Από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο μια ζωή από την κοιλιά της μάνας, έχει κιόλας ημερομηνία λήξης. Η μητέρα φέρνει μέσα της από την αρχή αυτόν τον πόνο. Τον κουβαλάει. Το παιδί που φέρνει στον κόσμο είναι η χαρά και η πίκρα της. Είναι το φως και το σκοτάδι. Αλλά βλέπει μόνο το φως. Θέλει να βλέπει το φως κι αντιπαρέρχεται, αφήνει πίσω της το σκοτάδι.

Ο θάνατος είναι το πρώτο και μεγαλύτερο κακό, αλλά το κενό που αφήνει είναι πιο μεγάλο, το χάσμα αγεφύρωτο, η ζωή διαγράφει κύκλους παράλληλους, επάλληλους, τεμνόμενους.

Ο πατέρας που άρχισε τον μονόλογό του, δίνει απλά και λιτά τις διαστάσεις του πόνου και του κενού που αφήνει πίσω του ο θάνατος, ο δικός του θάνατος, που είναι ωστόσο και μήνυμα αισιοδοξίας πως η ζωή συνεχίζεται:

Απ’ όταν έφυγες, η κάμαρά μας γέμισε σκιές.
Τις καλωσορίζω για σιωπές.
Νομίζω πως είσαι συ.
Εσύ και τα καλοκαίρια.

Ο πατέρας, η πιο τραγική και αντιφατική ύπαρξη μέσα στις διαδοχικές φάσεις του δράματος, κρυμμένος πίσω από το παραβάν της απουσίας του, γιατί αυτός είναι ο απών, μπορεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά και τα επιθυμητά υπαρκτά, να παρακολουθεί ως θεατής τον εαυτό του που αφήνει αδειανή την καρέκλα της αναμονής, το κρεβάτι, τον χώρο του νοσοκομείου. Αλλά πίσω κι από το παραβάν της υποθετικής ασφάλειάς του, μιλάει ψιθυριστά κι αποκαλύπτει με μισόλογα πως τίποτα δεν έγινε, όλα όσα περιέγραψε ήταν μια απάτη για να απαλύνει τον πόνο εκείνων που αφήνει πίσω του, καθώς βλέπει τον εαυτό του στα χέρια των λευκοφόρων:

Ήρθαν πριν και τον πήραν.
Δυο άντρες με ρούχα λευκά.
Αθόρυβα χάθηκαν.
Σαν οι άνθρωποι εκείνοι και να μην υπήρξαν.
Εκείνος ποτέ να μην έφυγε για το χειρουργείο.
Κι έτσι, νομίζω, καλύτερα που ποτέ δεν τους άκουσα
καθώς έφυγαν μαζί του.

Συγχέοντας τα γεγονότα, αποκρύπτει τα πραγματικά συμβαίνοντα στο περιβάλλον και ο αναγνώστης αποκομίζει αντιφατικές εντυπώσεις και μένει με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί και να μην αποδήμησε κανείς. Ενώ η μητέρα, αν και στους προηγούμενους μονολόγους δίνει την εντύπωση πως δεν έχει ξεκαθαρισμένο ρόλο στο δράμα, η παρουσία της είναι καταλυτική και υπερκαλύπτει την παντού και πάντα παρούσα απουσία. Βλέπει τα πράγματα όπως θέλει να είναι, θεωρεί τη ζωή από την όμορφη σκοπιά. Και κάνοντας μια σύντομη «φευγαλέα» αναδρομή στο παρελθόν, συλλέγει και κρατάει στη θύμησή της επιλεκτικά τις καλές μέρες, τις ιλαρές εικόνες:

Τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Υπάρχει μόνο ένα καλοκαίρι
που το ζούμε κάθε στιγμή.
Θα ήταν τότε που ξάπλωνες στα πόδια μου.
[…] Ένιωθα μέσα μου την ομορφιά της ζωής
να βγαίνει από μας
και ν’ αγκαλιάζει τα παιδιά, τη στέγη, το φως.
Θέλω να σου χαρίσω πάλι εκείνη τη στιγμή.
[…]
Ώρες γλυκές, μην ξεχνάς.
Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου.

Ο πατέρας, ο οποίος, σημειωτέον, ανοίγει τη σκηνή και κλείνει την αυλαία του οικογενειακού δράματος με τον έκτο μονόλογό του, μιλάει ως μη απών, επιμένει να ανοιγοκλείνει το παράθυρο από όπου παρατηρεί «δι’ εσόπτρου» τη ζώσα πραγματικότητα, τη ζωή, προσπαθώντας να δημιουργεί αυταπάτες με διάφορους λεκτικούς ελιγμούς. Αναγνωρίζει τη γυναίκα του που κινείται στον οικείο του οικογενειακό χώρο, δεν κάνει λάθος:

Είσαι συ.
Κάθε πρωί ξυπνάς μαζί μου.
Η ανάσα σου ένα τραγούδι
στο βάθος του δωματίου.
Ανοίγω τα μάτια.
Δεν βλέπω τίποτα.
Τα ξανακλείνω.
Τα πρώτα γενέθλια της Μαρίας.
Φορούσες ένα κόκκινο φόρεμα.
Το στήθος σου μέσ’ από το μικρό άνοιγμα
ήταν ένα χαμόγελο που έτρεφε τη γιορτή.
Ο Γιώργος πείραζε τη Μαρία
κι εμείς πειράζαμε το θάνατο.
Τόσο σίγουροι για τη ζωή.

Και ύστερα από μια περιδιάβαση στα βιωμένα τοπία, παρουσιάζοντας μια πραγματικότητα γεμάτη όμορφες εικόνες ζωής, καταλήγοντας λεκτικά και κυριολεκτικά, θα κατεβάσει αυλαία «όχι στο μούχρωμα του βραδιού», αλλά στο φως του μεσημεριού με μια γλυκύτατη ποιητική υπόκρουση:

...Όταν συμβούν όλα τούτα
για τελευταία φορά
θα σταθείς στην πόρτα
–ένας καταρράκτης από κόκκινα όνειρα
στο φως του μεσημεριού–
προσμένοντας
ξαφνικό αεράκι να σε πάρει μαζί του…

eppandreoΜέσα από έντεκα γενναίους, ποιοτικούς ποιητικούς μονολόγους, η αισθαντική ποιήτρια φέρνει στον αναγνώστη ένα ξαφνικό αεράκι αισιοδοξίας κι έναν καταρράχτη από κόκκινα όνειρα/ στο φως του μεσημεριού, γιατί η ζωή, με όλα τα πάθη και τα παθήματά μας, είναι όμορφη και συνεχίζεται. Κι ο θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά η μετάβαση σε μια άλλη διάσταση που δεν ερμηνεύεται με τη λογική.


Ώρες
Ελένη Παπανδρέου
Ιωλκός
σ. 77
ISBN: 978-960-426-999-0
Τιμή: 10.00€
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.