fbpx
Ν. Νέστωρας: «Άνεμος είμαι»

Ν. Νέστωρας: «Άνεμος είμαι»

Την ποίηση, για να τη νιώσεις, πρέπει ν’ ακούσεις τη φωνή της. Να αφουγκραστείς τη μουσική που αναδύεται από τα βάθη της ψυχής του ποιητή, γεμάτη αρώματα, χρώματα και ήχους, «μινυρίσματα πτηνών χειμαζομένων», επιτάφιους ύμνους, στιχηρά ιδιόμελα και δοξαστικά.

Άνεμος είμαι είναι ο τίτλος της τρίτης συλλογής του Ν. Νέστωρα, μέρος του προτελευταίου στίχου του πρώτου ποιήματος: «πνεύμα και άνεμος είμαι κατά βάθος». Απορεί και συγχρόνως ερμηνεύει την ποίησή του, μια ποίηση ανάλαφρη, αποφορτισμένη από περιττά βάρη, με ειδικό βάρος, ωστόσο, σύντομη και περιεκτική, εστιασμένη στο ουσιώδες.

Η δυσκολία επαφής δεν έγκειται στην προσέγγιση και την κατανόηση, αλλά στο να αποδώσει κανείς σύντομα την πεμπτουσία αυτής της τόσο πυκνής σε νοήματα ποίησης. Δεν είναι στίχοι ατάκτως ή ευτάκτως ερριμμένοι στο ποίημα, αλλά σμιλεμένοι πάνω σε σολωμικά, καλβικά και καβαφικά πρότυπα. Δεν προσπαθώ να ερμηνεύσω μια δυνατή ποίηση με αναγωγές σε προγενέστερους ποιητές για να καλύψω δικά μου κενά, εκτός κι αν, ενίοτε, το περιεχόμενο και η μορφή του ποιήματος ή το σύνολο των ποιημάτων το απαιτεί και το επιβάλλει.

Προφανώς, ο ποιητής διαισθάνεται αυτή τη δυσκολία και αυτός είναι ο λόγος που προτάσσει κάποιον πρόλογο σε προηγούμενες συλλογές του, «προσπαθώντας να δώσει το στίγμα του και τον τρόπο που σκέφτεται...». Ωστόσο, ο αναγνώστης πρέπει να αφήνεται ελεύθερος και ανεπηρέαστος να «αναγνώσει», ψηλαφώντας νοερά τους στίχους, να αναγνωρίσει και, αναψηλαφώντας, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει κατά το δοκούν το περιεχόμενό τους, δίνοντας τη δική του άποψη και διάσταση, ανεξάρτητα από αυτό που είχε κατά νου ο ποιητής, όταν μάλιστα εκφράζει πανανθρώπινες αγωνίες, αιτήματα και προβληματισμούς της εποχής του και διαχρονικά. Κάθε αναγνώστης ούτως ή άλλως θα δώσει τη δική του ερμηνεία, θα ανακαλύψει αυτό που προσιδιάζει στους δικούς του προβληματισμούς και τις δικές του ανησυχίες και θα λυτρωθεί. Αυτός δεν είναι ο τελικός σκοπός κάθε Τέχνης που υπηρετεί τον άνθρωπο; Η κάθαρση.

Ο ποιητής, ως φιλόλογος, έχει απόλυτα τον έλεγχο του λόγου και της έκφρασής του, ενώ κινείται διαχρονικά στην ανθρωπογεωγραφία του λαού του, απευθύνεται και στον κάθε αναγνώστη χωριστά, θέλοντας να τον καταστήσει ενήμερο, μύστη και κοινωνό των μυστικών που «κομίζει εις την τέχνην της ποιήσεως», με το έργο του, θεωρούμενο ως προϊόν σκληρού αγώνα με τις λέξεις:

Ψάχνοντας να βρω τον τέλειο στίχο,
ο φθόνος μου δεν έχει όρια.
Θέλω στίχους τελευταίας τεχνολογίας,
ένα ποίημα με επιμύθιο
με λέξεις που να σκοτώνουν.

Η εκλεπτυσμένη ειρωνεία είναι ίδιον ευφυούς δημιουργού, έχει μεγαλύτερη αξία όταν ο ίδιος θεωρεί από περιωπής και κριτικά το έργο του και χαμογελάει από ικανοποίηση, που υποκρύπτει και κάποια αμφιβολία – κυρίως αν η ποίησή του βρίσκει αποδέκτες, αν μιλάει και για λογαριασμό άλλων:

Οι λέξεις μου αποδεκατισμένο στράτευμα
του Πύρρου στην εκστρατεία της Ιταλίας.
Και να η αγωνία μου.
Αυτός ο φρόνιμος και συμπαθής κύριος
[…] θα απήγγελλε ποτέ έναν στίχο μου
αναγνωρίζοντάς τον ως δικό του;

Η φιλοσοφία του και η φιλοσοφημένη σκέψη, η γνώση και η επίγνωση, η βιωμένη πραγματικότητα και η αυτογνωσία τού δίνουν τη δυνατότητα να εκφράζει τα συναισθήματά του με ειλικρίνεια και με αντιθέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα:

Η στοργική μελαγχολία που θα βιώνεις,
είναι η μέσα όψη της τρυφερότητας.
Αυτή η δύναμη να δρας εξ αντιθέτου
[…] είναι η ψεύτικη αδεξιότητα
που κορυφώνει την επιδεξιότητα.
[…] Ο πόνος θα ’ναι πάντα η ύλη της ευχαρίστησης.

Γνωρίζει πολύ καλά την αντοχή των υλικών, την ουσία των πραγμάτων, την προσκαιρότητα των έργων και των ημερών, βαδίζει πάνω στην «τεθλασμένη» επιφάνεια της πραγματικότητας έχοντας πάντα κατά νου πως «ο χρόνος δεν είναι ατελείωτος» και πως «χωρίς την αυτάρκεια των ημερών» η ζωή γλιστράει και φεύγει χωρίς γυρισμό.

Έχοντας πλήρη εποπτεία του περίγυρου, ζώντας την καθημερινότητα του κόσμου που παλεύει να βρει τον δρόμο του μέσα στην κοινωνικοπολιτική και ιδεολογική σύγχυση, συνέχεια ευρισκόμενος σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, πορεύεται χωρίς ψευδαισθήσεις «έως εκεί που το κενό κάνει καμπύλη», αποφεύγοντας συστηματικά την άκαμπτη πορεία της ευθείας γραμμής που στις στροφές σπάει σε ορθές γωνίες και στρέφει αλλού. Και, αν και φαίνεται πως γυρίζει διαρκώς γύρω από τον εαυτό του, παραπλανώντας τον αναγνώστη, ο ποιητής Ν. Νέστωρας σε κάθε στίχο γίνεται εκ των πραγμάτων αφηγητής της τραγωδίας που βιώνει ο καθημερινός σύγχρονος άνθρωπος με «συγκεχυμένο τον κόσμο των αισθημάτων σ’ ένα παγερό σύμπαν αιώνιων πραγμάτων». Δεν τον αφήνει να ησυχάσει η έγνοια του μέλλοντος, εκφρασμένη με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει να παρουσιάζει τα πράγματα από την πίσω μεριά, αποφεύγοντας να εστιάζει την προσοχή του στην πρόσοψη, μέχρι σημείου να βλέπει «την ψυχή του όλη» ως μια απέραντη «καταπατημένη έκταση». Και ως εκ τούτου αναρωτιέται:

«Άραγε, πόση ζωή και πόση μνήμη,
θα μπορούσε ν’ αντέξει ένας τέτοιος άνθρωπος»

Η ζωή είναι αυτή που είναι, αποκομμένη από την πραγματικότητα. Ως όρος, είναι ένα αφηρημένο ουσιαστικό. Το αν είναι άλλοτε καλή, και άλλοτε κακή, εξαρτάται από το περιεχόμενο που της δίνει ο καθένας με τις πράξεις του, πώς τη βιώνει ο ίδιος και πώς συμμετέχει στο καθημερινό γίγνεσθαι σε κάθε επίπεδο. Η ζωή δεν είναι σύστημα κανόνων, ενέχει το στοιχείο της αβεβαιότητας, είναι μια τραγωδία, μια φαρσοκωμωδία. Αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα βιώνει στωικά σε καθημερινή βάση ο ποιητής Ν. Νέστωρας:

«…Η περίπτωσή μου, χωρίς να το ομολογώ,
είναι εκτάκτου ανάγκης.
Δεν έχω πλέον τόπο να κρυφτώ.
Συγκεχυμένος ο κόσμος των αισθημάτων,
παγερό το σύμπαν των αιώνιων πραγμάτων…»

Η ανθρωπογεωγραφία της ποίησής του είναι αποτύπωμα της μικρής Ελλάδας, με τόση ιστορία και πολιτισμό μέσα και πάνω της.

Με τον τρόπο αυτό και με τη στάση ζωής, η ποίησή του, πέρα από τη φιλοσοφική διάθεση, τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις και, όσο κι αν φαινομενικά εστιάζει τις απόψεις του σε ατομικό επίπεδο, αποκτά καθολικότητα, ταυτίζεται με το καθολικό αίσθημα ότι ο άνθρωπος μέσα του, είτε νιώθει είτε δεν έχει τη γνώση να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει την τραγικότητα, είναι μόνος, κουβαλάει το ανυπόφερτο φορτίο της μοναχικότητας και της εσωτερικής ερημιάς, μην μπορώντας «να ξεμπερδέψει το κουβάρι», όσο κι αν προσπαθεί με «περισυλλογή και δράση», με έργα. Δεν μπορώ διαφορετικά να κατανοήσω ετούτη τη σημαντική και σημαίνουσα με καθολικότητα ποίηση, όταν διαβάζω, και το εννοώ, όταν συναντάω διάχυτη μια συνεσταλμένη καλοσύνη και δοτικότητα προς τον άλλο άνθρωπο, τον πλησίον, τον εκλεκτό του, δεν έχει σημασία ποιον ακριβώς:

«… πασχίζοντας να μείνω μόνος
[...] ο ουρανός με ακολουθεί
το ίδιο και μια βαθιά ειρωνική σιωπή […]
Εύχομαι να μπορούσα να σου τη χαρίσω
για μια ολόκληρη ζωή.
Έτσι, ανταποδοτικά, για να σε ξεχρεώσω»

γράφει αναφερόμενος στο ερώτημα του σκηνοθέτη Γ. Λάνθιμου, «γιατί να σχετιζόμαστε αφού κάθε σχέση τελειώνει». Αυτό τον προβληματισμό τον ανάγει σε προσωπικό και, απευθυνόμενος στην αγαπημένη, της επισημαίνει πόσο εφήμερες είναι ακόμα και οι θεωρούμενες σταθερές σχέσεις:

«Τη μέρα που τη μεγάλη σου αγάπη
στον δρόμο της ζωής σου συναντήσεις,
γνωρίζεις ήδη απ’ την πρώτη τη στιγμή
πως όλο του κάποτε θα τελειώσει,
ακόμα κι αν παίρνεις όρκο στους θεούς
για την περιπαθή του αισθήματος φύση...»

Εδώ το αστεΐζον ειρωνικό πνεύμα του ποιητή κορυφώνεται. Έχοντας τη βεβαιότητα πως όλα, ακόμα και τα πιο φλογερά αισθήματα, κάποτε τελειώνουν, βιάζεται να κλείσει εκείνος τον κύκλο των σχέσεων. Και για να μην αφήσει κανένα χρέος και να είναι κύριος του παιχνιδιού και υπεράνω, στο «Γράμμα αποχαιρετισμού» αναγνωρίζει και είναι βέβαιος πως τον είχε ερωτευτεί, διαφορετικά εκείνος δεν θα ήταν «τόσο αδιάφορος» […]. Γι’ αυτό ξεκαθαρίζει: «Εν ολίγοις και διά ταύτα:/ ΔΗΛΩΝΩ/ απρόθυμος να συμμετάσχω στο κυνήγι» διεκδικήσεων, προσθέτω, κόβει πρώτος και ευθαρσώς το νήμα «λαϊκότροπα: Άντε γεια!», κρατώντας ψηλά την υπερηφάνεια και τη «σιωπή» του, μη δίνοντας απάντηση σε ερωτήσεις, θεωρώντας, ωστόσο, τη γυναίκα χρεωμένη.

Αυτός είναι ο κατεξοχήν «Έλληνας», ο δυνατός, ο κυρίαρχος, αυτός που όλα τα φέρνει στα μέτρα του, όμως για να είναι εντάξει με τη συνείδησή του, κλείνει τον κύκλο αυτό με μια έμμεση ομολογία πως όλα ήταν ένα παιγνίδι και τίποτα περισσότερο, αιτιολογώντας τα προηγούμενα για να δείξει κι έτσι την ανωτερότητα και την υπεροχή του και όπως επιβάλλει η συνείδησή του:

«...Αν βέβαια επιθυμείς να δεις
το λεπτό μειδίαμα της ειρωνείας,
στρέψε το πρόσωπό σου και κοίταξέ με».

Ετούτος ο θεατρικός, ανάλαφρος μονόλογος μοιάζει με χορικό ανάμεσα στα δύο μέρη της τραγωδίας, ανεξάρτητα από τον διαχωρισμό σε 6 ενότητες. Από δω και κάτω, οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί του έχουν όνομα και κάποιοι έχουν ευθύνη για όσα συμβαίνουν στην «Άφιλη πατρίδα» που διώχνει τα παιδιά της «κατασκευάζοντας ανεύθυνα θανάτους», ενώ:

«Αυτός ο τόπος, “ο μικρός, ο μέγας”,
είχε νόημα μόνο όταν υστερούσε.
Εκεί που πάμε να χαθούμε,
έρχονται, ευτυχώς, οι εχθροί
και μας συντηρούν με το μίσος τους».

Ο ποιητής βλέπει την καταστροφή που συντελείται, ακούει τον πόνο των πραγμάτων, παρατηρεί τη μετατόπιση των ευθυνών και καταγγέλλει τους υπεύθυνους, που ζουν στο δικό τους σύμπαν και θεωρούν αφ’ υψηλού με «λοξό βλέμμα» τα συμβαίνοντα στο φυσικό και στο ανθρώπινο τοπίο, κάνοντας και «τις πιο τολμηρές λοξοδρομήσεις», με καυστικό λόγο:

«…ξεφαντώνουν με τον αφανισμό μας
προσδοκώντας τη συντέλεια του κόσμου
αγνοούν πως ήδη έχει συν τελεστεί…»

Έχει τόσα πολλά και σημαντικά να πει ο πυκνός και συμπαγής στίχος του, χωρίς να αφήνει περιθώρια, για να χωρέσουν σε μικρό χώρο όλα. Η ανθρωπογεωγραφία της ποίησής του είναι αποτύπωμα της μικρής Ελλάδας, με τόση ιστορία και πολιτισμό μέσα και πάνω της. Ακόμα και οι τίτλοι των ποιημάτων του είναι τόσο περιεκτικοί, που σηκώνουν ανάλυση: «Λύπη ανθοφορούσα», που θα καταλήξει σε «ανθοφορούσα συντριβή» και «η μόνη λύση» που απομένει είναι, τι άλλο από την καταστροφή, εκεί που έχουν οδηγήσει τα πράγματα, οι υπεύθυνοι. Ευτυχώς, δεν χάθηκε η ελπίδα που «κυοφορείται στην απελπισία των τύψεων», που τη βλέπει ως «κορύφωση της πρόκλησης». Νιώθοντας «αιχμάλωτος» μέσα στην «τρικυμία της ζωής του», θεωρεί υπεύθυνο και τον εαυτό του, που ο τόπος όπου ζει δεν είναι «εκείνος που ονειρεύτηκε», προσκολλημένος στον εαυτό του και η ζωή του είναι αυτή που είναι, και καλή και κακή. Και ο αγώνας του μάταιος, «λευκή σελίδα».

Στο ποίημα «Ευχή», όπου με τιμά ιδιαίτερα η απροσδόκητη αφιέρωση, κάνει μια «σύνοψη της ζωής του», θεωρώντας από περιωπής τα πεπραγμένα, μολονότι, με εύσχημο τρόπο και σμιλεμένο λόγο που διανθίζεται από λεπτεπίλεπτη ειρωνεία, μακριά από όλους κι από όλα, μόνος με τον εαυτό του, αφήνει λυπημένη αισιοδοξία, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση πως «ο κόσμος δεν μπορεί να είναι τόσο κακός,/ όσο νομίζουν οι κακοί άνθρωποι!/ Ήρεμα, στοχαστικά κι ανάλαφρα» ανοίγει την πόρτα της μοναχικότητάς του και βλέπει τον κόσμο με άλλα μάτια, σαν έναν απλό, μυθικό κόσμο και την καινούρια του ζωή όπως ένα αθώο παιδί: «…σαν όμορφη σελίδα από παιδικό βιβλίο» και με τη «γαλάζια διάθεση», την αθώα ματιά, θεωρεί όλα γύρω του όμορφα, «καλά λίαν», βλέπει μια άλλη πραγματικότητα με λυρική διάθεση, αφήνει ελεύθερο, επιτέλους, τον εαυτό του, να φανερώσει την ομορφιά που κρύβει στην ψυχή και την καρδιά του, να ξεχυθεί λυτρωτική πλημμύρα:

«Βλέπω την αφθονία ποιητικότητας,
που πλημμυρίζει το τοπίο,
ακούω το εωθινό κονσέρτο των πουλιών,
αφήνω πίσω την προηγούμενη ζωή μου
και κάνω ασυναίσθητα μιαν ευχή:
“Θεέ μου, να μπορούσα να πεθάνω
αγκαλιά μ’ αυτή την τρυφερά χαρά”»,

κατακλύζοντας με ιλαρότητα το ποιητικό τοπίο και αρθρώνοντας στίχους όπου συλλαβίζεται ψιθυριστά η πεμπτουσία της ποίησής του. Και με όλον αυτό τον πλούτο στη δική του «αγκαλιά/ μαζί με μελωδικό κλάμα» που συνοδεύει λυτρωτικά τη χαρά, απολαμβάνει ένα ειδυλλιακό «απόβραδο» στις αμμουδιές του Ομήρου, όπου:

«Ο αέρας ήσυχος…
Το εκκρεμές κόβει ακούραστα το χρόνο
σε μικρά κομματάκια.
Τι κι αν βραδιάζει ανεορτάστως;
Ψηλαφώ τον αέρα
και αφουγκράζομαι τον θόρυβο της σιωπής.»

Αν αυτό δεν είναι γνήσια ποίηση, τότε τι άλλο είναι;

Είμαι ευτυχής που μέσα από την ποίησή του, γνώρισα έναν σημαντικό ποιητή του καιρού και του τόπου μου. Τον ευχαριστώ για τη διπλή δωρεά.

 

Άνεμος είμαι
Ν. Νέστωρας
Εκδόσεις Πατάκη
69 σελ.
ISBN 978-960-16-8570-0
Τιμή €7,50
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Αναστασία Γκίτση: «Ό,τι λύπει συναρμολογείται»

Ελάχιστες φορές έχω διαβάσει ένα ποιητικό βιβλίο, μια σύνθεση όπως αυτήν της Αναστασίας Γκίτση, με σφιγμένα δόντια. Από την πρώτη σελίδα η ηθελημένη ορθογραφία δίνει την συγκολλητική ουσία της...

ΚΡΙΤΙΚΕΣ > ΠΟΙΗΣΗ
Γιώργος Σταυριανός: «Παιδί του ανέμου»

Το Παιδί του ανέμου  έρχεται να φωτίσει τη στιχουργική ιδιότητα του Γιώργου Σταυριανού, ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες· κι επίσης, σημαντικού λογοτέχνη και πανεπιστημιακού δασκάλου. Το βιβλίο...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.