fbpx
Abdón Ubidia: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Abdón Ubidia: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Αμπδόν Ουμπίδια (Κίτο, 1944), πολυβραβευμένος στην πατρίδα του και τη Λατινική Αμερική, είναι γνωστός πλέον στο ελληνικό κοινό για τη λιτή και περιεκτική του φόρμα, την καλοδουλεμένη σε αναπάντεχο βαθμό γλώσσα του και την ακριβή, χαμηλόφωνη αφήγησή του, μια αφήγηση αντικειμενική, αδέκαστη και συνταρακτική στην απλότητά της. Με το βιβλίο του Σιωπηλή σαν το θάνατο (Βραβείο Eugenio Espejo, 2012), που μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη, επιβεβαιώνει την ικανότητά του να υπηρετεί ποικίλα λογοτεχνικά είδη, γράφοντας με απροσδόκητη επιτυχία ένα οικουμενικό ψυχολογικό θρίλερ.

Κίτο, 1983. Ένας γιατρός και ο νέος γείτονάς του. Γιατί από την πρώτη στιγμή το ένστικτο του γιατρού τον προειδοποιεί ότι πρέπει να προσέξει αυτόν τον νέο γείτονα;

Πρόκειται μάλλον για μια προοπτική. Με αυτόν τον τρόπο ανοίγει η διήγηση. Νομίζω πως αυτή η προοπτική πρέπει να μεταφερθεί στον αναγνώστη, για να του ξυπνήσει το ενδιαφέρον.

Ο γιατρός μοιάζει σαν ένα ερείπιο. Η γυναίκα και το παιδί του δεν μένουν μαζί του. Από πού πηγάζει η μελαγχολία και η πικρία του;

Από αυτό το κομβικό γεγονός, φυσικά. Ωστόσο, δεν ξέρω αν είναι πικρία. Δεν το νομίζω. Μελαγχολία, ναι. Και είναι ένα προσωπικό του χαρακτηριστικό. Όπως συμβαίνει και με άλλους πρωταγωνιστές μυθιστορημάτων ή διηγημάτων μου, αποτελεί ένα σημείο-κλειδί του χαρακτήρα του.

Το σπίτι του γιατρού είναι γεμάτο βιβλία. Έπειτα από χρόνια, θέλει να κλείσει την περίοδο που ήταν γιατρός και φλερτάρει με τη συγγραφή. Μπορεί σε μεγάλη ηλικία να αρχίσει να γράφει κάποιος ή να κάνει καριέρα ως συγγραφέας;

Ας πούμε ότι είναι πενήντα χρονών πάνω-κάτω. Σήμερα που ζούμε μέχρι τα ενενήντα, δε θεωρείται τόσο προχωρημένη ηλικία. Και δεν αποφεύγω την ερώτησή σας. Η απάντηση είναι, ναι. Ο Σαραμάγκου αποτελεί ένα παράδειγμα. Όπως και ο Τολστόι τον 19ο αιώνα, όταν ο προσδόκιμος χρόνος ζωής μόλις που πλησίαζε την ηλικία των πενήντα, εκείνος άρχισε να γράφει σ’ αυτή την ηλικία.

Κάποια μέρα ακούει στο απέναντι σπίτι, όπου μένει ο Μορόνι, έναν πυροβολισμό. Μοιάζει σαν να γνωρίζει τι έγινε, αλλά κάτι τον κάνει να περιμένει. Γιατί αντιδρά με αργό τρόπο;

Αυτή η βραδύτητα, αυτός ο αργός τρόπος να αντιδράς και να παίρνεις αποφάσεις, ας πούμε ότι αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ψυχής της πόλης μου.

Όταν ανακαλύπτει το παρελθόν του Μορόνι, σαν κάτι να σπάει μέσα του. Τι τον έχει ταράξει;

Ένας βασανιστής δεν αφήνει αδιάφορο κανέναν. Ούτε τον γιατρό μπορεί ν’ αφήσει αδιάφορο. Κάθε μορφή βασανιστηρίου είναι απεχθής.

Η συμπεριφορά απέναντι στον θάνατο και τον πόνο του άλλου καθορίζει τα ηθικά όρια του καθενός.

Αν και έχουν περάσει δεκαετίες από τη δικτατορία στην Αργεντινή, εντούτοις οι μνήμες είναι δυνατές. Μήπως η μνήμη ακόμη αντιστέκεται, για να μην ξεχαστεί τι συνέβη τότε;

Στην υπόθεση του βιβλίου, βρισκόμαστε στο 1983. Η δικτατορία στην Αργεντινή μόλις έχει τελειώσει. Οι δολοφονίες, τα βασανιστήρια και οι εξαφανίσεις δεν πρέπει να λησμονιούνται ποτέ. Οι Γιαγιάδες και οι Μητέρες της Πλάσα δε Μάγιο μάς το θυμίζουν συνεχώς.

Η στιγμή της αλήθειας έφτασε. Ο υποτιθέμενος μεσίτης Μορόνι είναι βασανιστής. Ποια είναι η διαφορά ενός βασανιστή από έναν απλό άνθρωπο;

Ένας απλός άνθρωπος δε βασανίζει, εκτός κι αν πρόκειται για καμουφλαρισμένο ψυχοπαθή. Ένας εξ επαγγέλματος βασανιστής, ο οποίος απλώς εκπληρώνει τα αποκρουστικά του καθήκοντα, επικαλείται τα μεγάλα ιδανικά: την πατρίδα, την τάξη και τα υπόλοιπα· σκοτώνει και βασανίζει εν ονόματι μιας ιδεολογίας που του δίνει άλλοθι. Το Κακό δεν υπάρχει γι’ αυτόν. Θα ’πρεπε να ξαναδιαβάσουμε τη Χάνα Άρεντ.

Στην απολογία του στον γιατρό, ο Μορόνι λέει: «Αν βασάνιζα, ήταν επειδή μπορούσα να υποστώ κι εγώ ο ίδιος τα βασανιστήρια». Μπορεί να δικαιολογηθεί ένας βασανιστής για τις πράξεις του;

Το στοιχείο αυτό αποτελεί ένα ακόμα από τα νοητικά του τεχνάσματα προκειμένου να δικαιολογηθεί, σε απόλυτη αρμονία με τη φασιστική του ιδεολογία.

Ο Μορόνι έχει στο χέρι του ένα πιστόλι και απέναντί του ο γιατρός μια σύριγγα. Η κορύφωση στην πάλη τους μπορεί να αποτελέσει ένα ψυχολογικό θρίλερ;

Ειλικρινά, δεν είχα σκεφτεί τη συμβολική αντιπαράθεση ενός εργαλείου ιατρικής χρήσης και ενός πυροβόλου όπλου. Ίσως να ισχύει. Συμφωνώ, ωστόσο, μαζί σας: Αρκετοί είναι εκείνοι που μου είπαν (μεταξύ αυτών και ένας διακεκριμένος Έλληνας κριτικός) ότι έγραψα ένα θρίλερ ψυχολογικό, ίσως και φιλοσοφικό.

Η μόνη τιμωρία μοιάζει το να σκοτώσει ο γιατρός τον βασανιστή. Πρέπει όμως να αφαιρούμε εμείς τη ζωή του δήμιου, όπως έκανε εκείνος με τη ζωή άλλων;

Η συμπεριφορά απέναντι στον θάνατο και τον πόνο του άλλου καθορίζει τα ηθικά όρια του καθενός. Και τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των διαφορετικών ανθρώπινων νοοτροπιών.

Και ένας δεύτερος πυροβολισμός ακούγεται στο σπίτι του Μορόνι. Υπάρχει Θεία δίκη ή το Κακό υπερισχύει έναντι του Καλού;

Το Κακό, δυστυχώς, είναι μόνο η συνείδηση του Κακού. Μια επιλογή. Αυτό έγραψα και στη Madriguera [Το λαγούμι], ένα άλλο μυθιστόρημά μου. Για μια διεστραμμένη συνείδηση, το Κακό μπορεί και να μην υπάρχει ή να αποτελεί μια εκδοχή του δικού της Καλού.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας, βρέθηκα ανάμεσα σε μια αναμέτρηση που μου θύμισε την ελληνική μυθολογία. Κατά πόσο σας έχει επηρεάσει η ελληνική κουλτούρα στη συγγραφή;

Η ελληνική κουλτούρα δεν έχει επηρεάσει μόνο εμένα στη συγγραφή. Έχει επηρεάσει ολόκληρη τη Δυτική κουλτούρα. Η Ελλάδα είναι η αρχή. Είναι ο βασικός κώδικας. Αλλά, επίσης, ένας κώδικας ανοιχτός, όπως θα λέγαμε σήμερα. Με αφετηρία αυτόν ξεδιπλώνονται όλες οι λογοτεχνίες της Δύσης. Οι ελληνικοί μύθοι και οι Έλληνες φιλόσοφοι διασχίζουν ολόκληρη τη Δυτική σκέψη.

Ποια είναι η γνώμη σας για την Ελλάδα;

Πρόκειται για έναν έρωτα παλιό και μακρινό. Την έχω επισκεφτεί τρεις φορές. Έχω δημοσιεύσει ήδη τέσσερα βιβλία μου στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, το χρέος μου είναι ήδη αδύνατον να ξεπληρωθεί. Μπορώ να πω ότι ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και χιλιετίες αργότερα ο Καβάφης, ο Σεφέρης και τόσοι άλλοι έχουν πια περάσει στο DNA μου. Κατά τ’ άλλα, το παρόν της με πονάει. Μου θυμίζει την πατρίδα μου, ένα ακόμα θύμα τα τελευταία χρόνια του πιο άκαρδου νεοφιλελευθερισμού.

Τι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;

Ότι στην άλλη άκρη του κόσμου, σε μια χώρα των Άνδεων που ονομάζεται Εκουαδόρ, υπάρχουν πολλοί καλοί συγγραφείς οι οποίοι θα ήθελαν να γίνουν γνωστοί στην Ελλάδα. Ευτυχώς, έμαθα ότι μια εξαιρετική νέα μυθιστοριογράφος μας, η Μόνικα Οχέδα, δημοσιεύεται ήδη εκεί.

Μετάφραση από τα ισπανικά: Ασπασία Καμπύλη

 

Σιωπηλή σαν το θάνατο
Αμπδόν Ουμπίδια
Μετάφραση: Ασπασία Καμπύλη
Carnίvora
σ. 101
ISBN: 978-618-5479-04-6
Τιμή: 14,00€
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΞΕΝΟΙ
Lidija Dimkovska: συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

Η ποιήτρια, συγγραφέας και μεταφράστρια Λίντια Ντίμκοφσκα γεννήθηκε το 1971 στη Βόρεια Μακεδονία και ζει στη Σλοβενία. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές, τέσσερα μυθιστορήματα και μία συλλογή...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.