fbpx
Γιώργος Μαργαρίτης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Γιώργος Μαργαρίτης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Γιώργος Μαργαρίτης (Αθήνα, 1954) είναι καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 2004. Δίδαξε Ιστορία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας και στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης (1985-2004). Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο και έντονη δημοσιογραφική δραστηριότητα. Από τα πιο γνωστά έργα του: Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (2000-2001), Προαγγελία Θυελλωδών Ανέμων: Ο Πόλεμος της Αλβανίας και η πρώτη περίοδος της Κατοχής (2009), Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες (2005). Επιμελήθηκε τον τόμο Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Ιστορία των Ελλήνων (2003) και άλλα συλλογικά έργα. Το βιβλίο του Ενάντια σε φρούρια και τείχη: 1821 – Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Διόπτρα, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Ενάντια σε φρούρια και τείχη: 1821 – Μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση;

Υποθέτω ότι κάθε ιστορικός γοητεύεται από τις τομές στον ιστορικό χρόνο. Σε αυτά τα σημεία η ροή της ιστορίας επιταχύνεται, η πυκνότητα των γεγονότων αυξάνεται, εκείνο που πριν ήταν δυσδιάκριτο έρχεται με ορμή στο φως και η δυνατότητα του ιστορικού να κατανοήσει, να οικοδομήσει ερμηνευτικά σχήματα και να δέσει μια συνεκτική αφήγηση πολλαπλασιάζεται. Θα ήταν υπερβολικό να αδιαφορήσει ένας ιστορικός μπροστά σε τέτοια φαινόμενα. Πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για Ελλάδα και για 19ο αιώνα. Πρόκειται για την πατρίδα, τη χώρα μέσα στην οποία ζούμε και για τον αιώνα που έκτισε τον κόσμο μας, αυτόν μέσα στον οποίο ζήσαμε και τον οποίο μάλλον κατεδαφίζουμε σήμερα, δύο αιώνες μετά. Νομίζω ότι όλα αυτά είναι επαρκείς αιτίες για να ασχοληθεί ένας ιστορικός με το 1821. Προσωπικά, αν έχει κάποιο ενδιαφέρον, στα 35 χρόνια της πανεπιστημιακής μου σταδιοδρομίας έχω πολλές φορές διδάξει την Επανάσταση του 1821 και έχω αναφερθεί σε αυτήν σε δημοσιεύσεις μου. Θεώρησα λοιπόν πρέπον, σε αυτή την επετειακή συγκυρία να ταξινομήσω τα όσα διαπίστωσα, τα όσα κατάλαβα σε κάτι περισσότερο από ύλη μαθήματος και επιμέρους δημοσιεύσεις: σε ένα βιβλίο που ίσως δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα είτε επιστημονικά, είτε εκείνα τα πολύ σπουδαία, των εκτός ακαδημαϊκού χώρου ανθρώπων. Έτσι γεννήθηκε το βιβλίο αυτό.

Γράφετε ότι αν και έχουν περάσει 200 χρόνια από τα γεγονότα, δεν έχει γραφεί κάποιο μεγάλο συνθετικό έργο για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Για ποιο λόγο, άραγε;

Η αναμέτρηση με ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός είναι υπόθεση δύσκολη, ειδικά εάν το γεγονός αυτό είναι η γενέθλια πράξη του ελληνικού κράτους μέσα στο οποίο ζούμε. Σε καιρούς που, παράλληλα με το κράτος αυτό, ανθούσε σε ευρύτερα γεωγραφικά όρια ο ελληνισμός, η αναζήτηση απαντήσεων πάνω στο μέλλον και στις προσδοκίες αυτής της δυαδικής παρουσίας μάς έδωσε αξιόλογα αφηγηματικά –εν μέρει δε και ερμηνευτικά– έργα: το κορυφαίο του Σπυρίδωνα Τρικούπη λόγου χάρη. Μετά το 1922, όταν Ελλάδα και ελληνισμός ταυτίστηκαν, υπήρξε μια αμηχανία για το τι έγινε ακριβώς στα 1821. Ακολούθησε έπειτα η δύσκολη δεκαετία του 1940-1950, όπου η επίκληση του 1821 από την Εθνική Αντίσταση στιγμάτισε στο μετεμφυλιακό καθεστώς την Επανάσταση. Μια μακρά περίοδος απαξίωσης, συνήθως μέσα από την κενή περιεχομένου ρητορική διαπόμπευση όλων των επαναστατικών στοιχείων του 1821 ακολούθησε. Μερικά ίχνη ετούτης της απαξίωσης –η αποτύπωση του Αγώνα με όρους τουριστικού φολκλόρ– διακρίνονται και στους τρέχοντες εορτασμούς. Στα 200 χρόνια ίσως υπήρχε η ευκαιρία να επανέλθουμε συνθετικά, αφηγηματικά, συνεκτικά στην ιστορία της Επανάστασης. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι αποκλειστικά και μόνο ακαδημαϊκή υπόθεση. Είναι πολύ δύσκολο σε μια κοινωνία η οποία πνίγεται σε κρίση και αδιέξοδα, που δεν έχει σχέδιο για το μέλλον, δεν έχει ευδιάκριτες προοπτικές, να σκύψει ερμηνευτικά πάνω στο παρελθόν της, στις μεγάλες του στιγμές και στα γενέθλια γεγονότα.

Σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας αρχεία, συλλογές , έγγραφα, εικόνες και επιστολές. Όλα αυτά τα στοιχεία σάς βοήθησαν στην έρευνά σας;

Η πληθώρα ιστορικού υλικού, πληροφοριών και τεκμηρίων, είναι ευλογία για τη δουλειά του ιστορικού, είναι όμως την ίδια ώρα και κατάρα. Οι αρχειοδίφες, οι αρχειονόμοι ανακαλύπτουν, αναδεικνύουν, ταξινομούν, εκτιμούν αυτά τα υλικά. Η δουλειά του ιστορικού αρχίζει έπειτα από ετούτα τα αναγκαία. Γνωρίζοντας το υλικό αυτό, οφείλει να το μετατρέψει σε ερμηνευτικό σχήμα, σε ενιαία αφήγηση πάνω στην οποία θα μπορέσει να συγκρίνει, άρα να κρίνει, να αποτιμήσει. Το έργο του είναι να μετατρέψει το επιμέρους στοιχείο σε παιδεία, σε γνώση, σε κριτική σκέψη. Για να γίνει αυτό χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι η εξερεύνηση και η επίσκεψη των πηγών. Ενίοτε το πλήθος των τελευταίων μπορεί να αποτελέσει και παγίδα. Η ιστορία εκπίπτει σε επίπεδο «συλλεκτικό». Το επιμέρους, ενίοτε το επουσιώδες, μπορούν να κατακερματίσουν και ενίοτε να ακυρώσουν το διάβημα, το έργο του ιστορικού. Ο τελευταίος οφείλει να δαμάσει τη γοητεία της «ανακάλυψης», να υποτάξει τα στοιχεία του, να τα μετατρέψει σε συμβολή στη λογική ανάλυση του χθες. Συμβολή στην παιδεία, επανέρχομαι.

Μετά το 1922, όταν Ελλάδα και ελληνισμός ταυτίστηκαν, υπήρξε μια αμηχανία για το τι έγινε ακριβώς στα 1821.

Οι Οθωμανοί ήταν σκληροί κατακτητές, αλλά και επιτήδειοι διπλωμάτες. Γιατί μοίραζαν αξιώματα και προνόμια στους λαούς της αυτοκρατορίας;

Οι Οθωμανοί δημιούργησαν αυτοκρατορία. Στην αυτοκρατορία οι σχέσεις ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και τις βαθμίδες της κρατικής ή κοινωνικής οργάνωσης ορίζονται από αναρίθμητες επιμέρους συμβάσεις. Η κάθε συντεχνία, λόγου χάρη, συγκροτείται στη βάση μιας τέτοιας σύμβασης, πόσο μάλλον ένα ολόκληρο Γένος. Επιπλέον, το Γένος των Ρωμιών –των Ρωμαίων– είχε δομική αξία για τους Τούρκους κατακτητές. Οι Ρωμιοί ήταν οι ιστορικοί κληρονόμοι της μεγάλης αυτοκρατορίας του μεσογειακού χώρου, αυτήν την οποία οι Οθωμανοί ανέστησαν, με τα δικά τους χρώματα και λάβαρα. Οι «ιστορικοί κληρονόμοι» χρειάζονταν ως πιστοποίηση, ως νομιμοποίηση του αυτοκρατορικού δικαιώματος των Σουλτάνων. Σε μετέπειτα εποχές, όταν η εξουσία της Κωνσταντινούπολης εξασθένησε, οι εξωτερικοί εχθροί έγιναν πιο ισχυροί και οι αποσχιστικές, διαλυτικές τάσεις πολλαπλασιάστηκαν, η διπλωματία, η ευέλικτη αντιμετώπιση απειλών, κινδύνων και περίπλοκων καταστάσεων έγινε –στα δύσκολα– δεύτερη φύση της οθωμανικής εξουσίας. Από αυτή τη μεγάλη παράδοση αντλεί η σημερινή τουρκική διπλωματία και θα ήταν σφάλμα να υποτιμήσουμε τις επιδόσεις της σε αυτή την τέχνη.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και έμοιαζε σαν μια καλοκαρδισμένη μηχανή, άρχισε σταδιακά να παρουσιάζει προβλήματα. Πού οφειλόταν η παρακμή της;

Η παρακμή της είναι μια μακρόχρονη υπόθεση, για την οποία υπάρχουν πλήθος μελέτες και ενίοτε αντιφατικές ερμηνείες. Πολλοί τοποθετούν την αφετηρία της στα 1520, όταν τα πρώτα φορτία αργύρου από τις αμερικανικές κτήσεις των Ισπανών πολλαπλασίασαν τις νομισματικές, άρα οικονομικές, δυνατότητες των ισχυρών δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Πλην όμως στα 1570 οι Οθωμανοί πήραν την Κύπρο, στα 1669 τον Χάνδακα μέσα από ναυτικές επιχειρήσεις, κοστοβόρες με άλλα λόγια. Η δυσκολία προσαρμογής στις νέες συνθήκες, στον 18ο αιώνα ειδικά –τον αιώνα του μεγάλου εμπορίου– ήταν ίσως το αποφασιστικό σημείο καμπής. Σε αντίθεση με τον μεγάλο αντίπαλο και ταυτόχρονα πρότυπο των Σουλτάνων, τη Ρωσία του Μεγάλου Πέτρου και της Μεγάλης Αικατερίνης –της φωτισμένης απολυταρχίας και του δεσποτικού διαφωτισμού– η Υψηλή Πύλη άργησε να επιφέρει αποφασιστικό πλήγμα σε μια στρατιωτική αριστοκρατία που στηριζόταν σε γαιοκτησία και στρατιωτικές υπηρεσίες. Η καταστροφή των Γενιτσάρων έγινε εδώ στα 1826 μόλις σε αντίθεση με τη Ρωσία, όπου οι αντιδράσεις των Βογιάρων είχαν από νωρίς κατασταλεί με τους πλέον σκληρούς τρόπους. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και τα περιφερειακά άρχοντα στρώματα πάντοτε εμπόδιζε τη συγκέντρωση του υλικού πλεονάσματος –και των συνακόλουθων δυνατοτήτων– στην κεντρική εξουσία.

Οι Έλληνες συνυπήρξαν για αιώνες με τους Τούρκους. Ποιος ήταν ο λόγος της έκρηξης στη μεταξύ τους σχέση;

Εκατό χρόνια περίπου πριν από την Επανάσταση, στα 1715, οι Έλληνες άρχοντες του Μωριά και, μαζί τους, οι ορθόδοξοι κάτοικοι της χερσονήσου, συμπαρατάχθηκαν με τους Τούρκους που έρχονταν να αποδιώξουν τη βραχύβια ενετική κυριαρχία. Το γιατί είναι νομίζω απόλυτα ορατό. Αυτές οι λαμπρές οχυρώσεις που ακόμα και σήμερα θαυμάζουμε, τα κάστρα του Μωριά, έγιναν με βαριά φορολογία και με ανηλεείς αγγαρείες των αγροτικών πληθυσμών. Κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος με αυτό. Έκτοτε ο Μωριάς βρισκόταν σε ένα καθεστώς «συνδιοίκησης» μπορούμε να πούμε με τους Έλληνες άρχοντες, τους προύχοντες να συγκυβερνούν, στη βάση της σχέσης ένα προς τρία, την περιοχή. Αυτό το μείγμα βελτίωνε τους όρους ζωής, καθότι οι φτωχοί μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τους ανταγωνισμούς μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων αρχόντων με επιδιαιτητή την Κωνσταντινούπολη. Στα όσα ακολούθησαν τη ρωσική, των Ορλώφ, εκστρατεία του 1770 διακρίνεται η ειδική σχέση Ελλήνων και Τούρκων –με τρίτο παρονομαστή τους Αλβανούς– στον Μωριά. Να μην ξεχνάμε επίσης ότι σε πολλές περιοχές του Μωριά –στο Φανάρι, στην Αρκαδία– η κοινωνία ήταν ανάμικτη, στις ίδιες οικογένειες συνυπήρχαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι διαμορφώνοντας μάλιστα, επί τούτου, ένα είδος διπλού λατρευτικού ημερολογίου. Στη ρήξη αυτής της σχέσης συνέβαλαν πολλά. Η βαθιά οικονομική κρίση που ακολούθησε τους πολέμους του Ναπολέοντα, οι ταραχές που είχαν προκληθεί στο περιθώριο των ίδιων πολέμων, η ανάδειξη νέων δραστηριοτήτων που καθιστούσαν σχετική πηγή ισχύος τη γαιοκτησία και, στη συγκυρία, ο πόλεμος της Πύλης ενάντια στον Αλή Πασά, το κόστος του οποίου κλήθηκε σε μεγάλο βαθμό να καταβάλει η Πελοπόννησος.

Ποιος ο ρόλος της Φιλικής Εταιρείας;

Ο ρόλος του καταλύτη. Μετέτρεψε την επιθυμία, την ιδέα, την πρόθεση σε πολιτικό στόχο και, σε κάποιο βαθμό, σε σχέδιο. Το εύρημα της Αόρατης Αρχής τής έδωσε διαστάσεις αποφασιστικές, πολύ μεγαλύτερες από τις υποκειμενικές δυνατότητες των ιδρυτών της. Όταν, στα 1818-19, η αριστοκρατία ανέλαβε τα ηνία της οργάνωσης, το συσσωρευμένο δυναμικό μπόρεσε σχεδόν άμεσα να μετατραπεί σε συγκεκριμένη δράση.

Έπαιξε καθόλου σημαντικό παράγοντα το έργο του Ρήγα και οι ιδέες του;

Η δράση του Ρήγα Βελεστινλή απέχει περισσότερα από είκοσι χρόνια από την Επανάσταση. Θα μπορούσε να είναι βραχύς ιστορικός χρόνος ετούτη η ενδιάμεση περίοδος. Δεν ήταν. Ο καταιγισμός γεγονότων, μεταβολών, προσαρμογών συσσώρευσε πολλά επιπλέον υλικά –εύφλεκτα τα περισσότερα– στο ενδιάμεσο. Ο Ρήγας –και ειδικά το έργο του– ήταν παρών στην Επανάσταση. Ο Θούριός του έγινε εμβατήριο, τα λόγια του έγιναν οδηγοί του αγώνα. Οι μεγάλες του ιδέες, όμως, ειδικά εκείνες που στρέφονταν στη ριζοσπαστική ανάπλαση της κοινωνίας και στην εξάλειψη αδικιών και ανισοτήτων, έλειψαν από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας και στα όσα προέκυψαν από αυτόν.

Γιατί προτιμήθηκαν ως τόπος επανάστασης οι παραδουνάβιες ηγεμονίες;

Γιατί εκεί υπήρχαν οργανωμένα κράτη, οι Ηγεμονίες. Η Μολδαβία και η Βλαχία βρίσκονταν μεν κάτω από την επικυριαρχία του Σουλτάνου, πλην όμως συντηρούσαν τοπικές εξουσίες, κυβερνήσεις, ανάκτορα, ηγεμόνες και τοπικές αυλές. Οι εξουσίες αυτές ήταν ελληνικές, τις στελέχωναν Φαναριώτες. Επανάσταση εναντίον του Σουλτάνου σημαίνει σύγκρουση. Η σύγκρουση γίνεται ευκολότερη όταν διαθέτεις στρατό και κρατικό μηχανισμό πίσω από αυτόν, να τον στηρίζει. Οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών είχαν στη διάθεσή τους κάποιες στρατιωτικές δυνάμεις και προπαντός κρατικό μηχανισμό με πολύ καλές επιδόσεις στη συλλογή φόρων. Οι επικεφαλής των εκεί στρατευμάτων ήταν Έλληνες οπλαρχηγοί, πρώην αρματολοί, αν και τα στρατεύματά τους ήταν Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι και Βλάχοι. Σε τελευταία ανάλυση, η οικογένεια Υψηλάντη είχε μακρά ηγεμονική παρουσία στις χώρες αυτές. Κατά κάποιον τρόπο ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θεωρούσε ότι επέστρεφε στον θρόνο των προγόνων του. Και με βάση αυτόν θα μπορούσε να πολεμήσει τον Σουλτάνο.

Μερικά ίχνη ετούτης της απαξίωσης –η αποτύπωση του Αγώνα με όρους τουριστικού φολκλόρ– διακρίνονται και στους τρέχοντες εορτασμούς.

Μετά την αποτυχία της επανάστασης από τον Υψηλάντη, ξεσηκώθηκε η Πελοπόννησος. Ποιος ήταν ο λόγος που πρωτοστάτησε στην εξέγερση;

Μετά τις Ηγεμονίες, η Πελοπόννησος ήταν μια περιοχή όπου οι Έλληνες άρχοντες όχι μόνο ήταν ισχυροί, αλλά επιπλέον ήταν επιφορτισμένοι με κρατικής υφής διοικητικές λειτουργίες. Υπήρχαν δηλαδή εκεί ψήγματα κρατικού μηχανισμού στη διάθεση της Επανάστασης. Ήταν μια προϋπόθεση αυτό, καθώς η Επανάσταση πολύ γρήγορα, όπως και παραπάνω είδαμε, θα μετατρεπόταν σε πόλεμο. Επιπλέον, σε αυτό το απόμακρο νοτιοδυτικό άκρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι αναλογίες ανάμεσα στον μουσουλμανικό και τον χριστιανικό πληθυσμό ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές: κάτι ανάμεσα στο 10-15% του γενικού πληθυσμού ήταν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι. Εάν στα προηγούμενα προσθέσουμε τις πιέσεις και τις ευκαιρίες που δημιουργούσε ο πόλεμος της Πύλης με τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, έχουμε όλα τα στοιχεία της απάντησης στο «γιατί στον Μωριά».

Την υπόθεση της ελευθερίας ανέλαβαν οι προύχοντες, οι ιεράρχες του Μωριά, οι καραβοκυραίοι των νησιών και οι αρματολοί της Ρούμελης. Και ποιος ήταν ο ρόλος του λαού;

Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα τα λαϊκά στρώματα, αγροτικοί πληθυσμοί στο μεγάλο ποσοστό τους, είχαν εξαιρετικά περιορισμένη πρόσβαση στην πολιτική. Η τελευταία έφθανε συνήθως σε αυτούς ως μυστικιστική αντανάκλαση, μέσα από λόγους του Θεού ή προφητείες. Η πολιτική ήταν υπόθεση των αρχόντων. Των αρχόντων της διοίκησης, της Εκκλησίας, του πολέμου ή του χρήματος. Στην περίπτωση κρίσης, σε περίπτωση περιδίνησης, πολέμου, σύγκρουσης, Επανάστασης, όπως είναι η εδώ περίπτωση, οι άρχοντες ελάχιστα πράγματα μπορούν να πράξουν χωρίς τη συμμετοχή του λαού. Πρόκειται για μια υπόθεση κρίσιμη που έχει πάρει πολλές μορφές στην ιστορία. Οι άρχοντες πρέπει να κινητοποιήσουν τους πολλούς. Να τους εισαγάγουν δηλαδή στο πολιτικό και στρατιωτικό γίγνεσθαι χωρίς, κατά προτίμηση, να κινδυνεύσει η κοινωνική τάξη, η θέση και η εξουσία των αρχόντων. Στην ελληνική Επανάσταση η διαδικασία αυτή παίρνει πολλές μορφές, μερικές από τις οποίες προσπαθώ να ιχνηλατήσω στο βιβλίο μου.

Μεγάλοι οπλαρχηγοί ανέλαβαν τη διοίκηση του στρατού. Οι πολιτικοί όμως τους λοιδόρησαν, τους καταδίωξαν και προκάλεσαν εμφύλιο πόλεμο. Τόσο γλυκιά ήταν η εξουσία;

Δεν είναι θέμα «γλυκιάς εξουσίας». Νομίζω ότι είναι θέμα δυνατοτήτων και συμφερόντων, όπως πάντοτε συμβαίνει στις κοινωνικές και πολιτικές διαμάχες. Οι στρατιωτικοί, εκείνοι οι οποίοι είχαν πολεμική εμπειρία ή και στρατιωτικά αξιώματα στο παρελθόν, είτε μέσα στον οθωμανικό κόσμο είτε έξω από αυτόν, διέθεταν την κρίσιμη για τις περιστάσεις τεχνογνωσία. Ως εκ τούτου ήταν απαραίτητοι στην Επανάσταση, στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας και φυσικά στις επιμέρους ομάδες που διεκδικούν την εξουσία στο νέο κράτος. Και οι οποίες αλληλομάχονταν γι’ αυτήν.

Ο ελληνικός λαός συμμεριζόταν το όραμα για μια ελεύθερη πατρίδα. Τελικά το όραμα πραγματοποιήθηκε όπως το ήθελαν;

Στα 1830 υπήρχε ανεξάρτητη Ελλάδα. Πολύ μικρή, όχι στο μέγεθος του ελληνισμού. Προέκυψε κράτος, όχι αυτοκρατορία. Τώρα το τι ήθελαν οι διάφορες συνιστώσες της Επανάστασης είναι μια περίπλοκη ιστορία.

Φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Ποιο είναι το μήνυμα αυτής της επετείου;

Σε εποχές κρίσης, όταν το μέλλον διαγράφεται ζοφερό και τα πολιτικά σχέδια ή οράματα αδυνατούν να δώσουν πειστικές απαντήσεις στα προσερχόμενα δεινά, τότε ο ζόφος αυτός μεταλαμπαδεύεται και στην εξέταση της Ιστορίας. Την τελευταία, ως στοιχείο παιδείας, πολιτικής παιδείας, την έχουμε ανάγκη σε εποχές δημιουργίας και προσδοκιών. Όταν αυτές δεν υπάρχουν, τι να την κάνουμε την Ιστορία; Μας αρκεί τότε η διά του τουριστικότροπου φολκλορισμού διαπόμπευσή της, όπως αυτή που προωθεί μεθοδικά η Επιτροπή του 2021.

 

Ενάντια σε φρούρια και τείχη: 1821
Μια μικρή εισαγωγή στην Ελληνική Επανάσταση
Γιώργος Μαργαρίτης
Διόπτρα
352 σελ.
ISBN 978-960-653-183-5
Τιμή €16,60
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Αλέξανδρος Ψυχούλης: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης γεννήθηκε στον Βόλο το 1966. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Παναγιώτη Τέτση. Σήμερα είναι καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας στο...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Στέλιος Παρασκευόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Στέλιος Παρασκευόπουλος είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος και αργότερα...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.