fbpx
Παρασκευάς Σαββαΐδης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Παρασκευάς Σαββαΐδης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Παρασκευάς Σαββαΐδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι διπλωματούχος τοπογράφος μηχανικός Α.Π.Θ. και Διδάκτωρ της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. Εργάζεται ως καθηγητής με γνωστικό αντικείμενο Τεχνική Γεωδαισία στο Εργαστήριο Γεωδαισίας και Γεωματικής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Α.Π.Θ. Είναι συλλέκτης παλιών χαρτών με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της. Έχει συγγράψει περισσότερες από 250 εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά διεθνών συνεδρίων, καθώς και 25 βιβλία. Είναι επιμελητής 12 τόμων πρακτικών συνεδρίων και λευκωμάτων εκθέσεων χαρτών με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της. Πολλές από τις εργασίες και τα βιβλία του αφορούν τη Θεσσαλονίκη και την ιστορία της με έμφαση στην περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, βασίζονται δε κατά κύριο λόγο στη μελέτη των παλιών χαρτών, αλλά και άλλου αρχειακού υλικού από τη συλλογή του. Το βιβλίο του «Στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι» – Η ιστορία του Κήπου του Μπες Τσινάρ στη Θεσσαλονίκη (Εκδόσεις Κυριακίδη, 2019) μας έδωσε την αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας «Στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι» ταξίδεψα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Γιατί μας αρέσει να ξαναγυρίζουμε στο ιστορικό παρελθόν;

Το παρελθόν είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται το παρόν, για να δημιουργήσει το μέλλον. Αυτά που έγιναν (ή δεν έγιναν) στο παρελθόν πολλές φορές μάς επηρεάζουν. Η ιστορική συνέχεια και η ιστορική μνήμη πρέπει να συντηρούνται, ώστε να μένουμε στην ανθρώπινη διάσταση των πραγμάτων και να διδασκόμαστε από τα καλά, αλλά και τα άσχημα. Γενικά όμως έχουμε πολλές φορές και μία τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, όχι πάντοτε σωστά. Για πολλούς, το παρελθόν είναι γοητευτικό…

Στις καρτ ποστάλ, στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες δεσπόζει ο Κήπος του Μπεχτσινάρ μέσα σε μια κατάφυτη περιοχή. Ποιος είναι ο λόγος που επισκέπτονταν τότε τον Κήπο οι Θεσσαλονικιοί;

Ο Κήπος του Μπες Τσινάρ ήταν τουλάχιστον από τα τέλη του 17ου – αρχές του 18ου αιώνα ο δημοφιλής δημόσιος κήπος με τα δέντρα, το πράσινο, τη γειτονία με τη θάλασσα. Κοντά στην πόλη, οι επισκέπτες με έναν σύντομο περίπατο (παλιότερα όχι χωρίς κίνδυνο από συμμορίες) έφθαναν στον κήπο για αναψυχή και ξεκούραση. Από τις αρχές του 18ου αιώνα, άρχισαν να υπάρχουν και υποδομές, όπως ένα μικρό καφενείο.

Μέσα από τις φωτογραφίες του βιβλίου αντικρίζουμε τα βλέμματα των μεσοαστών που δηλώνουν την παρουσία τους σε διάφορα σημεία του Κήπου. Μπορείτε να αναφέρετε τις δραστηριότητες που είχε να κάνει κάποιος εκεί;

Έναν περίπατο στα μονοπάτια του Κήπου με παρτέρια με πολύχρωμα λουλούδια και δίπλα από σιντριβάνια. Έναν καφέ ή μία μπίρα ή ένα γεύμα ή δείπνο κάτω από τα δέντρα. Ψησταριά με «κουκουρέτσι» και καζίνο με τυχερά παιχνίδια σε κάποιες περιόδους. Μουσικές ανατολίτικες κι ελληνικές, μπάντες στρατιωτικές και ευρωπαϊκές ορχήστρες που έπαιζαν τις επιτυχίες της κάθε εποχής. Θαλάσσια λουτρά στον χώρο μπροστά στον Κήπο, πάντα χωριστά οι άνδρες από τις γυναίκες. Οι ενοικιαστές του Κήπου έφερναν ταχυδακτυλουργούς και χορευτές και παλαιστές «πεχλιβάνηδες» να παλεύουν. Ο Κήπος φιλοξενούσε γιορτές συλλόγων και φορέων, καθώς και δεξιώσεις προξένων και επιχειρηματιών. Υπήρχε ακόμα παιδική χαρά με κούνιες, αλογάκια και βαρκάκια. Και υπήρχε πάντα η δυνατότητα να φέρνουν οι επισκέπτες το δικό τους καλάθι με τρόφιμα, για τη δική τους εκδρομή. Άλλωστε, παρ’ όλα τα μεγαλεία κάποιων περιόδων, ιδιαίτερα προς το τέλος της λειτουργίας του, ο Κήπος του Μπες Τσινάρ ήταν περισσότερο ο χώρος διασκέδασης και θαλάσσιων μπάνιων της φτωχολογιάς.

Σουλτάνοι, πρίγκιπες, πλούσιοι και φτωχοί διέγραψαν μια πορεία, διαβαίνοντας το κατώφλι του Κήπου. Από πού βρήκατε τα ίχνη αυτής της διαδρομής;

Σημαντική βοήθεια στον εντοπισμό των λεπτομερειών της ιστορίας, αλλά και της καθημερινότητας του Κήπου υπήρξε η μελέτη των αρχείων παλαιών εφημερίδων, τόσο ελληνικών, όσο και εφημερίδων από ολόκληρο τον κόσμο. Μελετήθηκαν χιλιάδες εφημερίδες από ψηφιακά κυρίως αρχεία, μερικές που τυπώθηκαν στον 16ο και τον 17ο αιώνα. Είναι περίεργο, αλλά και θαυμάσιο να διαπιστώνεις ότι η ζωή στον Κήπο είχε συγκινήσει πολλούς δημοσιογράφους ή επισκέπτες «περιηγητές», που αφιέρωσαν άρθρα στις εφημερίδες τους, σε χώρες μακρινές, όπως οι Η.Π.Α. και η Ιαπωνία. Εκτός όμως από τις εφημερίδες, υπήρξε μία σχετικά περιορισμένη βιβλιογραφία επιστημονικών εργασιών που χρησιμοποιήθηκε. Τέλος, συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο δεκάδες χάρτες και φωτογραφίες από προσωπική συλλογή και συλλογές φίλων που διαχρονικά απεικονίζουν τον Κήπο και την περιοχή του.

Άρχισα να ερευνώ την ιστορία του, μαγεύτηκα, γιατί διαπίστωσα ότι ουσιαστικά η ιστορία του Κήπου του Μπες Τσινάρ είναι η ιστορία της ίδιας της Θεσσαλονίκης, καθρέπτης των μεγάλων και των μικρών, καθημερινών γεγονότων που την επηρέασαν.

Τι σήμαινε η ονομασία Μπεχτσινάρι;

Η λέξη Μπεχτσινάρ ή Μπεχτσινάρι προέρχεται από το τοπωνύμιο Μπες Τσινάρ, που σημαίνει Πέντε Πλάτανοι. Στην καθημερινή χρήση του όρου, συνήθως τον Κήπο και την περιοχή του την αποκαλούσαν Μπεχ – και όχι Μπες, όπως θα ήταν το ορθό. Σύμφωνα με έναν οθωμανικό θρύλο, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, η ονομασία Μπες Τσινάρ δόθηκε στην περιοχή στα τέλη του 14ου αιώνα. Από τότε, διάφορες πηγές από τον 16ο αιώνα και μετά κάνουν αναφορά σε αυτό το τοπωνύμιο.

Στη μελέτη έχετε και ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σημειώθηκε κάποια αλλαγή ή κάποια συμβάντα εκείνη την εποχή στον Κήπο;

Κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργήθηκε το Μακεδονικό Μέτωπο ή Μέτωπο της Θεσσαλονίκης (1915-1918). Πρόθεση των Βρετανών, Γάλλων και άλλων συμμάχων ήταν η αποτροπή μιας γερμανοβουλγαρικής επίθεσης και κατάληψης της Θεσσαλονίκης. Συνολικά, περισσότεροι από 600.000 στρατιώτες, προερχόμενοι από δεκάδες χώρες, πέρασαν από τη Θεσσαλονίκη, που κατέστη ένα τεράστιο στρατόπεδο-βάση υποστήριξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επίσης, στην πόλη ιδρύθηκαν πολλά κέντρα διασκέδασης, καμπαρέ, καφέ-σαντάν, εστιατόρια και κάθε είδους καταστήματα που εξυπηρετούσαν τα στρατεύματα, πάντα σε τιμές και συνθήκες απόλυτης εκμετάλλευσης. Ο Κήπος του Μπες Τσινάρ σταμάτησε τη λειτουργία του και χρησιμοποιήθηκε από τα βρετανικά στρατεύματα ως το στρατόπεδο της φρουράς της πόλης της Θεσσαλονίκης, ενώ ολόκληρη η παραλία από το λιμάνι μέχρι τουλάχιστον τις εκβολές του Γαλλικού ποταμού είχε μετατραπεί σε χώρο, όπου προμήθειες, εφόδια, στρατιωτικό υλικό, άλογα και στρατιώτες αποβιβάζονταν, για να προωθηθούν στη συνέχεια προς το μέτωπο. Επίσης, στον Κήπο δημιουργήθηκαν στάβλοι για άλογα και μουλάρια, με αποτέλεσμα, όταν το 1919 αποχώρησαν οι Σύμμαχοι, ο Κήπος να είναι σε άθλια κατάσταση. Τις ζημιές ανέλαβε στη συνέχεια να αποκαταστήσει ο νέος ενοικιαστής του Κήπου, ο «Οίκος Παπαγεωργίου» σε συνεργασία με τον υπενοικιαστή των λουτρών Αριστείδη Μάου και άλλων. Αξίζει να σημειωθεί ότι τη διαχείριση του Κήπου την είχε το Οθωμανικό Ορφανοτροφείο και Τεχνική Σχολή Ισλαχανέ από τα τέλη του 19ου αιώνα, ώστε να συντηρείται από τα έσοδα της ενοικίασής του. Αυτό σταμάτησε το 1923, όταν ο Δήμος Θεσσαλονίκης προχώρησε στην αποβολή του Ισλαχανέ από τον Κήπο. Βέβαια, στη συνέχεια ο Κήπος θεωρήθηκε ως αστικό ακίνητο του Δημοσίου και περιήλθε σε αυτό μέχρι την ένταξή του στη λιμενική ζώνη της Θεσσαλονίκης.

Αργότερα έρχονται στη Θεσσαλονίκη οι πρόσφυγες. Νέα βιώματα και αφηγήσεις κάτω από τον ίσκιο των δέντρων του Κήπου. Αλήθεια, κατά πόσο άλλαξε η πόλη της Θεσσαλονίκης με τον ερχομό των προσφύγων;

Η Θεσσαλονίκη αρκετές φορές δέχθηκε κύματα προσφύγων από γειτονικές περιοχές, όπως Έλληνες από την Ανατολική Ρωμυλία λόγω διωγμών των Βουλγάρων και τη Ρουμανία λόγω απελάσεων, το έτος 1906. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, γύρω στο 1913, έφθασαν στην πόλη πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, τη Δυτική Θράκη, την Ανατολική Μακεδονία, από τη Σερβία, ακόμη και από τη Ρωσία. Από τα τέλη του Φεβρουαρίου 1914, με την περαιτέρω αφύπνιση του τουρκικού εθνικισμού και με αφορμή μεταναστεύσεις μουσουλμάνων προς τη Μικρά Ασία λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξαπολύθηκαν διωγμοί κατά των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας, που δημιούργησαν νέο προσφυγικό ρεύμα. Το 1915, με την κατάληψη της Σερβίας από την Αυστροουγγαρία και τη Βουλγαρία, άλλα κύματα Σέρβων προσφύγων έφθασαν στην πόλη. Το 1916, Έλληνες από την Ανατολική Μακεδονία έφυγαν προς τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα, λόγω της κατάληψής της από τα βουλγαρικά στρατεύματα. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, Ρώσοι που ήταν αντίθετοι σε ένα τέτοιο καθεστώς έφυγαν από την πατρίδα τους και πολλοί ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Ακόμη και το 1919, νέοι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ήρθαν στην πόλη. Στο εσωτερικό της Θεσσαλονίκης, η επίπλαστη ευημερία της κοινωνικής ζωής με τις χιλιάδες στρατιώτες των Συμμάχων που τριγύριζαν στις διασκεδάσεις της πόλης διακόπηκε απότομα με τη μεγάλη πυρκαγιά του Αυγούστου του 1917, η οποία δημιούργησε δεκάδες χιλιάδες νέους πρόσφυγες, κυρίως εβραίους κατοίκους. Αλλά τα τραγικότερα προσφυγικά προβλήματα δημιουργήθηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λωζάνης, όταν περίπου 120.000 Έλληνες πρόσφυγες από την Τουρκία ζήτησαν καταφύγιο στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας (και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι στην υπόλοιπη Ελλάδα). Όλοι αυτοί, μέσα από μύριες δυσκολίες, άλλαξαν σταδιακά την ιστορία, τις αστικές, κοινωνικές και οικονομικές δομές και έδωσαν μία σημαντική ώθηση στον πολιτισμό και την ανάπτυξη της χώρας μας. Μεταξύ του Κήπου του Μπες Τσινάρ και του λιμανιού δημιουργήθηκε ένας προσφυγικός συνοικισμός, όπου κατοικούσαν Έλληνες από τη Μικρά Ασία και πολλοί Αρμένιοι πρόσφυγες. Ο συνοικισμός ήταν σε άθλια κατάσταση και τα παραπήγματα ευάλωτα σε κάθε είδους φυσικό φαινόμενο. Ως αποτέλεσμα της ένδειας, της ανέχειας και της δυστυχίας, καταγράφηκαν αρκετά περιστατικά εγκλημάτων και αυτοκτονιών. Οι κάτοικοι του συνοικισμού δημιούργησαν το Σωματείο Ένωσις Αστών Προσφύγων Συνοικισμού Μπέξιναρ «Ο Άγιος Ελευθέριος». Οι περισσότεροι από αυτούς τακτοποιήθηκαν σε προσφυγικές κατοικίες στους συνοικισμούς Βότση και Φοίνικα μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’60.

Το 1923 αποχωρούν οι Τούρκοι και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμου οι Εβραίοι έχουν αφανιστεί. Τι έχασε η πόλη από την αποχώρηση των Τούρκων και τον αφανισμό των Εβραίων;

Με τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών που προέβλεπε, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι έπρεπε να φύγουν, ενώ η Ελληνική Πολιτεία προσπαθούσε να διαχειριστεί την έλευση των προσφύγων από τις διάφορες περιοχές της Τουρκίας. Οι πρόσφυγες γέμισαν το κενό, δημιούργησαν νέες ζωές και άλλαξαν δραματικά τα δημογραφικά δεδομένα μιας Ελλάδας που περνούσε μερικές από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας της και αποζητούσε συνεκτικές δομές στη σύνθεση του πληθυσμού της, μέσα στη γεωπολιτική αστάθεια των Βαλκανίων. Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης διέκοψε την παραδοσιακή και ιστορική συμμετοχή της εβραϊκής κοινότητος στην κοινωνία και την οικονομία της πόλης. Ωστόσο, μέσα από τις στάχτες και τον πόνο κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και να αποτελεί σήμερα σημαντικό παράγοντα της ζωής της Θεσσαλονίκης, όπου οι μνήμες εκείνων των τραγικών γεγονότων λειτουργούν αποτρεπτικά για τέτοιες απάνθρωπες πρακτικές.

Η πόλη επεκτάθηκε, μπαζώθηκε και άρχισε να γίνεται βιομηχανική και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σημερινής εποχής. Γιατί δεν κράτησε τον χαρακτήρα της και γκρέμισε παλιά κλασικά και δημόσια κτίρια, για να σηκώσει πανύψηλες πολυκατοικίες;

Η Ελλάδα είχε βγει από έναν παγκόσμιο πόλεμο, τη σκληρή γερμανική Κατοχή και έναν καταστρεπτικό εμφύλιο. Ακόμη, υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη δεκαετία του ’20 για αγροτική και αστική αποκατάσταση. Η οικονομία της χώρας σε χείριστη κατάσταση, η αναζήτηση εργασίας και στέγης, η αστυφιλία που αναπτύχθηκε έδωσαν τη χαριστική βολή στη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Η αντιπαροχή, η γρήγορη παραγωγή κατοικιών, το «εύκολο» κέρδος των ιδιοκτητών και η αδυναμία (ή το ρουσφέτι) των πολιτικών οδήγησαν στη ριζική αλλαγή της όψης των μεγάλων αστικών κέντρων, όπως η Θεσσαλονίκη. Η έλλειψη πολεοδομικής νομοθεσίας και οργάνωσης ή η αδυναμία εφαρμογής της, λόγω των συνθηκών που περιγράφηκαν παραπάνω, οδήγησαν στην εικόνα των σημερινών πόλεων και μετέβαλαν τον όποιον παραδοσιακό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα υπήρχε. Αυτό λίγο-πολύ συμβαίνει ακόμη σήμερα, όπου πολλά χαρακτηρισμένα διατηρητέα κτίρια σιγά σιγά καταρρέουν με την πάροδο του χρόνου, γιατί η συντήρησή τους είναι διοικητικά εξαιρετικά δύσκολη και οικονομικά δυσβάσταχτη. Βέβαια, υπάρχουν πλέον θετικά δείγματα αποκατάστασης τέτοιων κτιρίων υπό τον έλεγχο της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας, κυρίως από επιχειρήσεις για τη στέγαση των δραστηριοτήτων τους. Από την άλλη, ένας μεγάλος αριθμός εμβληματικών παλαιών κτιρίων (π.χ. Μύλοι Αλλατίνι, Ζυθοποιία Φιξ, εργοστάσιο Υφανέτ κ.ά.) βρίσκονται στην ιδιοκτησία του Υπουργείου Πολιτισμού και τραπεζών ή κάτω από δαιδαλώδες ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς, γεγονός που τα έχει μετατρέψει σε κουφάρια της ιστορικής, αρχιτεκτονικής και κοινωνικής κληρονομιάς της πόλης.

Πότε καταγράφεται το τέλος του Κήπου του Μπεχτσινάρ;

Στη νεότερη ιστορία του, η λειτουργία του Κήπου του Μπες Τσινάρ γινόταν σταδιακά προβληματική, όταν η περιοχή του άρχισε να φιλοξενεί ϐιομηχανικές εγκαταστάσεις, ήδη από το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, δηλαδή επί οθωμανικής ακόμη διοίκησης. Πράγματι, τέτοιου είδους δραστηριότητες αναπτύχθηκαν κυρίως στα δυτικά της πόλης και εκεί δημιουργήθηκε τελικά η κατεξοχήν βιομηχανική περιοχή της. Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή απαξίωση του Κήπου, αρχικά γιατί η ρύπανση των νερών της θάλασσας και του περιβάλλοντος αυξήθηκε σημαντικά, αλλά και οι επισκέπτες του Κήπου άρχισαν να πηγαίνουν στα θέρετρα της ανατολικής πλευράς του Θερμαϊκού Κόλπου (Περαία, Νέοι Επιβάτες, Αγία Τριάδα, Επανωμή κ.ά.). Παρ’ όλα αυτά, εάν υποτεθεί ότι η δημιουργία βιομηχανικών μονάδων και πετρελαϊκών εγκαταστάσεων επιβάρυνε το περιβάλλον του Κήπου και οι αλλαγές στις προτιμήσεις των επισκεπτών προς τις απέναντι ακτές του Θερμαϊκού δημιούργησαν οικονομικά προβλήματα στη διαχείρισή του, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η απόφαση ένταξης στη ζώνη του λιμανιού υπήρξε το πιστοποιητικό θανάτου του Κήπου. Πράγματι, για την απαραίτητη επέκταση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, το 1937 ο Κήπος παραχωρήθηκε στο Λιμενικό Ταμείο Θεσσαλονίκης, οι ενοικιαστές του Κήπου αποχώρησαν και το ίδιο έτος άρχισαν οι εργασίες από την ανάδοχο τεχνική εταιρεία ΕΡΘΑ, με την κατεδάφιση των κτισμάτων και την κοπή των δέντρων. Ο Κήπος του Μπες Τσινάρ δεν υπήρχε πλέον. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν τον χώρο του Κήπου για στρατιωτικές εγκαταστάσεις και μετά το τέλος του πολέμου κατασκευάστηκαν οι νέες προβλήτες του λιμανιού.

Ποιο ήταν το κίνητρο που σας έκανε να γράψετε τη μελέτη για το Μπεχτσινάρ;

Παρ’ όλη την τεχνοκρατική μου προέλευση (καθηγητής Τεχνικής Γεωδαισίας στο Α.Π.Θ.), διαθέτω μία αρκετά καλή συλλογή χαρτών της Θεσσαλονίκης περίπου από το 1850-1950. Ερευνητικά χρησιμοποίησα τους χάρτες και άλλο αρχειακό υλικό επικεντρώνοντας στην ιστορία της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στους χάρτες συνάντησα το τοπωνύμιο Μπες Τσινάρ: Άρχισα να ερευνώ την ιστορία του, μαγεύτηκα, γιατί διαπίστωσα ότι ουσιαστικά η ιστορία του Κήπου του Μπες Τσινάρ είναι η ιστορία της ίδιας της Θεσσαλονίκης, καθρέπτης των μεγάλων και των μικρών, καθημερινών γεγονότων που την επηρέασαν.

Από την άλλη, όμως, η ιστορία βρίσκεται σε κάθε δρόμο, σε κάθε σημείο της πόλης μας. Ξεδιπλώνει την ύπαρξή της και φωνάζει για το πριν, το τώρα και το μετά. Θα την αφουγκραστούμε;

Ποια είναι η ιστορία με το τραγούδι «Μπαχτσέ Τσιφλίκ» του λαϊκού βάρδου Βασίλη Τσιτσάνη; Γιατί ακούγεται και το Μπεχτσινάρι;

Το πασίγνωστο τραγούδι «Μπαχτσέ Τσιφλίκ» που αναφέρει το Μπεχτσινάρι γράφτηκε σε μουσική και στίχους του Βασίλη Τσιτσάνη το 1941, την περίοδο της γερμανικής Κατοχής, και ηχογραφήθηκε πρώτη φορά το 1946. Την εποχή εκείνη ο Κήπος δεν υπήρχε πλέον. Υπήρχε όμως στην πρόσφατη μνήμη των Θεσσαλονικέων, ενώ με το όνομα Μπες Τσινάρ ονομαζόταν η ευρύτερη περιοχή, με ταβερνάκια, όπου μαζεύονταν οι ψαράδες, οι πρόσφυγες και η φτωχολογιά. Αυτό το πνεύμα μετέφερε ο Τσιτσάνης, με τον φίνο μπαγλαμά στο φίνο ακρογιάλι.

Ποια κτίρια που υπήρχαν κοντά στο Μπεχτσινάρι διασώθηκαν;

Στην παραλιακή ζώνη από το λιμάνι μέχρι δυτικότερα του Κήπου υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός εργοστασίων, εργαστηρίων και πετρελαϊκών εγκαταστάσεων. Σήμερα, παραμένουν το κτίριο της ζυθοποιίας Κάρολος Φιξ Α.Ε., δίπλα της το κεντρικό Αντλιοστάσιο της Εταιρείας Υδάτων Societé des Eaux, που σήμερα στεγάζει το Μουσείο Ύδρευσης της Ε.Υ.Α.Θ. Πιο πέρα, το κτίριο των Ψυγείων Entrepôt Frigorifique, που κατασκευάστηκε από τις δυνάμεις των Συμμάχων το έτος 1917 και αγοράστηκε κατόπιν από τον επιχειρηματία Επαμεινώνδα Χαρίλαο, και το κτίριο των Δημοτικών Σφαγείων, το οποίο χρησιμοποιείται σήμερα ως δημοτικός χώρος εκδηλώσεων. Το ξενοδοχείο Porto Palace, στη συνέχεια, στεγάζεται σε κτίριο των βυρσοδεψείων Αδελφών Γεωργίου, ενώ από την άλλη πλευρά της οδού 26ης Οκτωβρίου κάποιες κτιριακές εγκαταστάσεις του παλαιού εργοστασίου αεριόφωτος αποκαταστάθηκαν και εντάχθηκαν στο νέο συγκρότημα, που σήμερα στεγάζει υπηρεσίες της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.

Όταν τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου σας, κατανόησα ότι μια σπουδαία καταγραφή έγινε από εσάς με έναν γοητευτικό τρόπο. Μπορούν βιβλία σαν το δικό σας να τα αγαπήσουν οι αναγνώστες που ζουν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και θέλουν να μάθουν για τη Θεσσαλονίκη;

Η προσπάθειά μου ήταν να συγγράψω ένα όσο το δυνατόν πιο άρτιο επιστημονικά κείμενο, με όλες τις παραπομπές, πηγές, πλούσιο αρχειακό υλικό και τις σχετικές έρευνες. Παράλληλα, όμως, εξίσου έντονη ήταν η προσπάθειά μου να προκύψει ένα κείμενο με απλό και ρέοντα λόγο, το οποίο να περιλαμβάνει πολλές φορές συναισθηματικά στοιχεία, να γίνεται μία διήγηση, ένα παραμύθι για τον αναγνώστη. Γιατί, τι άλλο από ένα μεγάλο, σημαντικό, ζωντανό παραμύθι είναι η ιστορία του Μπες Τσινάρ που, όπως είδαμε, είναι η ιστορία της πόλης μας;

Γνωρίζουν οι Θεσσαλονικιοί την ιστορία της πόλης τους;

Θα τολμούσα να πω ότι υπάρχει μία μεγάλη κίνηση για τη γνώση της ιστορίας της πόλης μας. Έκδοση πολλών βιβλίων, εκθέσεις μνήμης, φορείς και σύλλογοι που δραστηριοποιούνται με μία μεγάλη ποικιλία δράσεων, σχετικές σελίδες στα μέσα μαζικής δικτύωσης με δεκάδες χιλιάδες μέλη, εργασίες στα σχολεία… Είναι, ωστόσο, αυτό αρκετό; Περνάει στη νέα γενιά; Περνάει στη γενιά των σαραντάρηδων; Είναι ελκυστική η ιδέα της γνώσης της ιστορίας, όταν όλοι γνωρίζουμε ότι σε περιόδους κρίσης ο πολιτισμός είναι ο πρώτος χαμένος; Από την άλλη, όμως, η ιστορία βρίσκεται σε κάθε δρόμο, σε κάθε σημείο της πόλης μας. Ξεδιπλώνει την ύπαρξή της και φωνάζει για το πριν, το τώρα και το μετά. Θα την αφουγκραστούμε; Είμαι αισιόδοξος…

 

«Στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι»
Η ιστορία του Κήπου του Μπες Τσινάρ στη Θεσσαλονίκη
Παρασκευάς Σαββαΐδης
Εκδόσεις Κυριακίδη
576 σελ.
ISBN 978-960-599-292-7
Τιμή €39,90
001 patakis eshop


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Αλέξανδρος Ψυχούλης: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα

Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης γεννήθηκε στον Βόλο το 1966. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Παναγιώτη Τέτση. Σήμερα είναι καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας στο...

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ > ΕΛΛΗΝΕΣ
Στέλιος Παρασκευόπουλος: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Στέλιος Παρασκευόπουλος είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ). Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος και αργότερα...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.