fbpx
«Το περίσσεμα» της Κατερίνας Ζαρόκωστα

«Το περίσσεμα» της Κατερίνας Ζαρόκωστα

Εγώ το κατάλαβα αμέσως μόλις έφεραν τον αδελφό μου από το μαιευτήριο και τον έγδυσαν για να τον λούσουν. Ήταν ζαβό το μωρό μας. Κατέβασα το βρακάκι μου, κοίταξα βαθιά και ανέπνευσα με ανακούφιση. Όχι! Εγώ ήμουνα σωστή. Τι ήταν αυτό το περίσσεμα που είχε το παιδί μας;
«Αυτό τι είναι;» έδειξα και ρώτησα.
Κι η μαμά αντί να μου αστράψει κανένα φούσκο, όπως συνήθιζε όταν κατά τη γνώμη της έκανα ανόητες ερωτήσεις, έγειρε στην κοιλίτσα του μωρού, εκεί κοντά στο περίσσεμα, και τη γέμιζε φιλιά με μια τρυφερότητα, μια παραφορά που ποτέ ως τότε δεν είχα διακρίνει στη μορφή της (τουλάχιστον όχι όταν φιλούσε εμένα).
Τακτική υποχώρηση. Κατέφυγα κάτω απ’ τον νεροχύτη, στην κρυψώνα όπου παλιά, προτού να γεννηθώ, έκρυβαν τους αντάρτες. Αυτοί οι αντάρτες, μεγάλο μυστήριο. Η μαμά έλεγε τη λέξη και φούσκωναν τα πνεμόνια της. Του μπαμπά άδειαζαν.
«Σσσστ! Πάψε πια με τους αντάρτες και τους αντάρτες! Τα λες και μπροστά στο παιδί. Ξέρω εγώ γιατί σου γυάλιζαν οι αντάρτες...»
Το μυστήριο πύκνωνε. Γυάλιζαν κιόλας! Πρέπει να ήταν πολύ μικροσκοπικοί και πολύ επικίνδυνοι αυτοί οι αντάρτες, για να τρυπώνουν στην κρυψώνα όπου με το ζόρι χωρούσε ένα κοριτσάκι. Αλλά δε φοβόμουνα εκεί μέσα, όσο να ’ναι κάτι είχε απομείνει απ’ τη γυαλάδα τους.
Αφού περίμενα ώρα να έρθει η μαμά να με ελευθερώσει «από τον εαυτό μου», όπως έλεγε, κι αφού έχυσα μπόλικο μαύρο και βουβό δάκρυ, άκουσα επιτέλους τον μπαμπά που ερχόταν μεσημέρι από το μαγαζί. Άνοιξα με φόρα την καταπακτή και σκαρφάλωσα στην αγκαλιά του. Όχι, ο μπαμπάς μου δεν ήταν μικροσκοπικός, ούτε γυάλιζε. Ήταν ένας κανονικός μπαμπάς κι εγώ η πριγκιπέσα του.
«Άργησες!»
Κοίταξε το ρολόι του.
«Έλα, έλα να δεις!» τον πίεζα και έδειχνα προς το υπνοδωμάτιό τους, όπου είχαν εγκαταστήσει την κούνια.
«Όμορφος δεν είναι!» εκστασιάστηκε μπροστά στο μωρό.
Αγανάκτησα.
«Μα όχι, είναι ζαβό!» Και πηδώντας από την αγκαλιά του, ξεσκέπασα τον αδελφό μου. «Κοίτα τι έχει! Ένα περίσσεμα».
Ο μπαμπάς λύθηκε στα γέλια.
«Ε, όλα τα έχω ακούσει! Αλλά να τον λένε κι έτσι!»
«Ποιόν να λένε; Ποιο; Έλα, μπαμπά, πες μου, τι είναι;»
«C’est son zizi».
Ο μπαμπάς είχε τελειώσει γαλλικό σχολείο στην Πόλη και συχνά ξέφευγε απ’ τις κακοτοπιές καταφεύγοντας σε ξένη γλώσσα (τώρα που μεγάλωσα βγάζω αυτό το συμπέρασμα).
Εφόσον το όνομα δεν αποτελούσε απάντηση κι αφού κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά το κουσούρι του αδελφού μου, αποφάσισα να το αντιμετωπίσω εγώ. Ξανακατέβασα το βρακάκι μου και κοίταξα με προσοχή το επίμαχο σημείο, μήπως άρχισε να φυτρώνει κανένα αυτί, καμιά μύτη, καμιά πατουσίτσα – με τι έμοιαζε τελικά αυτό το περίσσεμα!
Τι είναι πιο εύκολο; σκέφτηκα. Να κόψεις ένα περίσσεμα ή να περιμένεις να σου φυτρώσει και σένα; Αποφάσισα πως το πιο εύκολο ήταν να το κόψεις. Έτσι θα γινόταν ο αδερφούλης μου κανονικός άνθρωπος, να μην τον κοροϊδεύουν μεθαύριο τα παιδιά στο σχολείο.
Πήρα το μεγάλο ψαλίδι απ’ το συρτάρι της κουζίνας και προχώρησα αποφασιστικά προς την κούνια. Ξεσκέπασα τον μικρό, άνοιξα το ψαλίδι, αλλά μια τρομερή κραυγή με σταμάτησε.
«Τι κάνεις, κακούργα;»
Η μαμά χιμούσε κατά πάνω μου αγριεμένη, χέρια σπαθιά, μάτια μαχαίρια, ως και τα μαλλιά στιλέτα ολάνοιχτα αριστερά-δεξιά.
Στο άνοιγμα της πόρτας, η γιαγιά σταυροκοπιόταν κι έφτυνε τον κόρφο της.
Η μαμά άρπαξε τον αδελφό μου, τον γέμιζε φιλιά κι εμένα με έκλεισε στο δωμάτιο τιμωρία.
Ώστε έτσι! Το περίσσεμα αγκαλιές κι εγώ τιμωρία!
Έβγαλα τα παπούτσια μου και πατώντας στις μύτες βγήκα απ’ το δωμάτιο, βγήκα κι απ’ το σπίτι. Στο κεφαλόσκαλο, το κουράγιο μου με εγκατέλειψε. Οι αλεπούδες! Δεν τις είχα υπολογίσει. Στον όροφο κάτω από μας έμεναν οι κυρίες που τις φορούσαν γύρω απ’ τον λαιμό –μάτια, δόντια, νύχια, ουρά– κι όταν καλούσαν άλλες κυρίες «για χαρτάκι», οι αλεπούδες πλήθαιναν, άκουγες τσιρίγματα, χαχανητά και δεν ήταν δύσκολο να φανταστείς τι γινόταν εκεί μέσα…
Ποτέ δεν την είχα ανέβει ή κατέβει τη σκάλα χωρίς να κρατάω έμπιστο χέρι. Έκανα να μπήξω τα κλάματα. Στη στιγμή όμως τα θυμήθηκα όλα –περίσσεμα, φιλιά, τιμωρίες– και ορκίστηκα στην Παναγίτσα πως θα κατέβαινα τη σκάλα με μια ανάσα. Αλλιώς θα ’δινα το κορμάκι μου στις αλεπούδες κι ας με δάγκωναν κι ας με τσαγκρουνούσαν μέχρι να βγει αίμα. Ναι, μάλιστα! Αίμα! Γέμισα τα πνεμόνια μου αέρα και τα άδειασα μόνο όταν άρπαξα το ποδηλατάκι μου κι όρμησα στον δρόμο.
Μα ποιος έκανε πεντάλ με τέτοια δύναμη; Πώς έγινε κι απ’ το μικρό μας δρομάκι βρέθηκα στον μεγάλο δρόμο;
Εκεί όλα ήταν διαφορετικά. Όχι πως δεν είχα ξαναπάει, αλλά ποτέ μόνη. Αυτό τα άλλαζε όλα. Ως και τον ουρανό. Σαν να σκοτείνιασε ξαφνικά. Και οι άνθρωποι. Αγκάθια. Με προσπερνούσαν αδιάφοροι, κανείς δεν μου χάιδευε τα μαλλιά, ούτε ρωτούσε «τι κάνει η μαμά, ο μπαμπάς;». Δεν με γνώριζαν ούτε τους γνώριζα. Ο δρόμος πλατύς, εγώ μικρή και χαμηλή πάνω στο τρίτροχο ποδηλατάκι μου, η πόλη άγνωστη, απέραντη, γεμάτη επικίνδυνους, γυαλιστερούς αντάρτες. Κάθε τόσο στρεφόμουν να δω αν με κυνηγάει κανείς, ή τουλάχιστον αν κάποιος απ’ τους δικούς μου έχει βγει να ψάξει να με βρει. Κανείς! Κι όταν έφτασα στο καφενείο όπου έπαιζε πρέφα ο παππούς –σίγουρο λιμάνι– δεν τόλμησα να σταματήσω. Αν δεν με αναγνώριζε ούτε εκείνος;
Και τότε, τη στιγμή που ο παππούλης μου με την άκρη του ματιού με είδε να περνώ μόνη πάνω στο ποδηλατάκι μου και του κόπηκαν, όπως είπε αργότερα, τα ήπατα και πετάχτηκε έντρομος στον δρόμο –πίσω του το καρέ με τα χαρτιά στο χέρι– τότε που έφτασα στο επικίνδυνο σταυροδρόμι («Έρχονται από παντού!» έλεγε η μαμά και μου ’σφιγγε το χέρι), τότε που έκλεινα τα μάτια για να ριχτώ μια και καλή στον ωκεανό του κόσμου, μια σκέψη με κάρφωσε στο πεζοδρόμιο. Εγώ δεν είχα, εγώ ήμουν το περίσσεμα.

 

Η Κατερίνα Ζαρόκωστα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1951. Πήρε πτυχίο Γαλλικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και πραγματοποίησε έναν κύκλο σπουδών Κοινωνικής Ψυχολογίας στην École Pratique, στο Παρίσι. Μετράει δεκαέξι χρόνια συνεργασίας με την Κρατική Ραδιοφωνία (Τρίτο και Πρώτο Πρόγραμμα) ως παραγωγός πολιτιστικών εκπομπών, ενώ συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά (Ελευθεροτυπία, Νέα Μεσημβρινή, Τέταρτο) καθώς και με λογοτεχνικά περιοδικά (Δέκατα, Εντευκτήριο). Έχει εκδώσει τέσσερις συλλογές διηγημάτων, δυο νουβέλες και δυο μυθιστορήματα. Πρόσφατο βιβλίο της το μυθιστόρημα Οι αδερφές Ραζή (Μεταίχμιο, 2017). Διετέλεσε μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Συγγραφέων τα έτη 2007, 2011, 2012.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.