fbpx
«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

«Το μέντιουμ» του Γιώργου Μυλωνά

Τις περισσότερες ώρες τα Σαββατοκύριακα, που έμενα στους δικούς μου, τις περνούσα στο μπαλκόνι. Το έβρεχα με το λάστιχο για να καθαρίσει από το καυσαέριο που είχε μαζευτεί μέσα στην εβδομάδα και μετά παρακολουθούσα το νερό να στάζει από το λούκι στο πεζοδρόμιο. Ακόμα και αν μου έμοιαζε καθαρό, επαναλάμβανα ξανά και ξανά τη διαδικασία για να ακούω το νερό να κελαρύζει μέχρι να βρει τσιμέντο. Σταματούσα μόνο όταν μούλιαζαν οι πατούσες μου το καλοκαίρι ή πάγωναν τον χειμώνα, σε σημείο που δεν τις ένιωθα. Τότε αναγκαζόμουν να αλλάξω παιχνίδι. Καθόμουν σε ένα κιτρινισμένο πλαστικό σκαμπό, πλάι σε μια αλόη, και μετρούσα τα αυτοκίνητα που έπιανε το φανάρι στη συμβολή της Πανόρμου με τη Φθιώτιδος. Σκοπός ήταν να προλάβω να τα μετρήσω πριν πρασινίσει. Στο σπίτι έμπαινα μόνο όταν σουρούπωνε, γιατί με αγρίευε η ασημένια περιστρεφόμενη καμινάδα της απέναντι πολυκατοικίας. Κάπου είχα ακούσει πως από εκεί μας παρακολουθούσε τα βράδια ο σατανάς.

Μεσοτοιχία με το σπίτι των γονιών μου, στο υπερυψωμένο ισόγειο του 49-53 της Πανόρμου, έμενε για χρόνια ένα μέντιουμ. Είχε μια τεράστια ταμπέλα με την ιδιότητά του κρεμασμένη στο μπαλκόνι, που μπορούσες να τη διαβάσεις ακόμα και από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Τα μπαλκόνια χωρίζονταν από μια φιμέ τζαμαρία, η οποία είχε από κάτω της ένα κενό μίας παλάμης. Από αυτό το κενό πέρασε ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι Σαββάτου μια χελώνα.

Δεν είχε καμία σχέση με τις μικρές νεροχελώνες που πωλούν στα πανηγύρια και στα πετ σοπς. Το καύκαλό της είχε το μέγεθος ενός τζόκεϊ καπέλου και τα πόδια της ήταν χοντρότερα και μακρύτερα από δάχτυλα ενήλικα. Δεν ξέρω πώς της φερόταν το μέντιουμ, πάντως κάθε φορά που έβλεπα το δεινοσαύρειο κεφάλι της να ξεπροβάλλει κάτω από το χώρισμα, πίστευα πως ό,τι αντίκριζε την έκανε να χαίρεται. Μπορεί τα μόνα αντικείμενα που υπήρχαν στα βία τρία τετραγωνικά του μπαλκονιού να ήταν μια σκουριασμένη απλώστρα, η αλόη –πόσο δεν συνάδει το εύηχο όνομα με τη δυστοπική όψη της–, το σκαμπό και το λάστιχο, ωστόσο στα μάτια της έβλεπα, ή ήθελα με το παιδικό μυαλό μου να βλέπω, ότι αντίκριζε έναν ηλιόλουστο κήπο στον οποίο ήθελε να δραπετεύσει. Γι’ αυτό, το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις ξυπνούσα ήταν να πάρω ένα μαρούλι από το ψυγείο, να πετάξω τα εξωτερικά φύλλα, να κόψω τρία-τέσσερα τρυφερά και αφού τα πλύνω να τα αφήσω στο χώρισμα σαν δόλωμα.

Βέβαια, δεν ήταν πως κάθε φορά που ερχόταν από την πλευρά μας, έπαιζα μαζί της. Δεν ήταν τόσο μεγάλη ώστε να μπορώ να την καβαλήσω, ούτε τόσο μικρή ώστε να τη σηκώνω και να τη χρησιμοποιήσω σαν αεροπλανάκι. Το μόνο που έκανα ήταν να κάθομαι ανακούρκουδα και να την παρατηρώ να μασουλάει το μαρούλι. Ήταν με διαφορά ό,τι πιο εξωτικό είχα αντικρίσει στα έξι μου χρόνια. Το φολιδωτό της σώμα, τα γαμψά της νύχια και κυρίως το γεγονός πως ήταν ένα με το καβούκι της, μου προκαλούσαν δέος. Δεν μπορούσα να συλλάβω πώς αυτό το ξεθωριασμένο από τον ήλιο καύκαλο αποτελούσε το σπίτι της. Άσε που κάθε φορά που την έβλεπα ανάσκελα, τα γραμμικά σχέδια που είχε στην κάτω πλευρά του καβουκιού της μου έμοιαζαν με σύμβολα μιας γλώσσας που δεν είχε ακόμα αποκρυπτογραφηθεί, κάνοντάς την ακόμα πιο απόκοσμη. Την παρατηρούσα να προχωράει σε αργή κίνηση και ήθελα να της απαλύνω τον πόνο που την κερνούσε το μέντιουμ, αλλά και η ίδια η φύση καταριώντας τη με αυτή την ιδιότητα, να σέρνεται με μόχθο καθημερινά για πάνω από έναν αιώνα –με βάση το προσδόκιμο ζωής της– για να καταφέρει ακόμα και το πιο απλό πράγμα, όπως το να κάνει έναν περίπατο μερικών εκατοστών για να πάει από το ένα μπαλκόνι στο άλλο.

Τα πρωινά που η χελώνα αργούσε να έρθει, κολλούσα το αυτί μου στο φιμέ τζάμι –φοβόμουν να κοιτάξω από κάτω– και εντόπιζα πού περίπου βρισκόταν από τον ήχο του σούρσιμού της, αλλά και από τους γδούπους που ακούγονταν καθώς κουτουλούσε στις γλάστρες στην προσπάθειά της να δραπετεύσει.

Το μέντιουμ το έτρεμα. Δεν ήταν φοβιστικό το παρουσιαστικό του. Το μόνο που θυμάμαι, άλλωστε, από την εμφάνισή του ήταν ότι είχε άφρο καστανά μαλλιά και ότι ήταν πιο μεγάλο από τη μητέρα μου. Ούτε μου είχε κάνει τίποτα. Αρκούσε που ήταν μέντιουμ και που στο μυαλό μου το είχα συνδυάσει με τους σατανιστές της Παλλήνης, που είχαν συλληφθεί εκείνη την περίοδο. Σε αυτό συνέβαλλε και ότι πολλές φορές άφηνε την πόρτα του μισάνοιχτη, όπως τα ιατρεία, για να μπαινοβγαίνουν εύκολα οι πελάτες. Έτσι, όταν περνούσα από τον διάδρομο της πολυκατοικίας –το διαμέρισμά του το συναντούσες πρώτο καθώς έμπαινες– κοιτούσα μέσα και έβλεπα από τον τοίχο του υποφωτισμένου με κεριά χολ να κρέμονται κάδρα με πεντάλφες και άλλα ανατριχιαστικά σύμβολα που είχα δει στις ειδήσεις. Το χειρότερό μου ήταν μια αφίσα με μια γυναικεία μορφή που αντί για μαλλιά είχε φίδια, σαν τη Μέδουσα. Κάθε φορά που τα βλέμματά μας συναντιόνταν, έτρεμα από τον φόβο μου κι έτρεχα στο διαμέρισμα των γονιών μου. Ωστόσο, όποτε μου δινόταν η ευκαιρία κοιτούσα ξανά, σαν σε θρίλερ που καλύπτεις τα μάτια με την παλάμη σου γιατί φοβάσαι, αλλά συνεχίζεις να παρακολουθείς από τις χαραμάδες των δαχτύλων σου. Σε κάθε κοίταγμα, ο τρόμος μου για το μέντιουμ μεγάλωνε και αναλόγως μεγάλωνε και η αγάπη μου για τη χελώνα. Έτσι, την επομένη έκοβα περισσότερο μαρούλι και γέμιζα μία γαβάθα με περισσότερο νερό, για να την περιποιηθώ ακόμη καλύτερα.

Καθώς περνούσαν τα Σαββατοκύριακα ερχόμουν όλο και πιο κοντά στη χελώνα, η οποία όπως αποδείχθηκε, ένιωθε τουλάχιστον ισόποσο δέος με αυτό που ένιωθα εγώ για κείνη. Κάθε φορά που άγγιζα το τραχύ και σκληρό καύκαλό της, έχοντας πλέον ξεθαρρέψει, έκρυβε ακαριαία το κεφάλι και τα πόδια στο καβούκι της – αλήθεια, πού την έβρισκε ξαφνικά τόση ταχύτητα; Το ίδιο έκανε και όταν την πλησίαζα με ένα φύλλο μαρούλι για να την ταΐσω. Δευτερόλεπτα όμως αργότερα ξεπρόβαλλε το κεφάλι της και, λίγο η θέα του δροσερού μαρουλιού, λίγο ότι καταλάβαινε πως δεν ήθελα να τη βλάψω, άρχιζε να ρίχνει μικρές δαγκωνιές με το φαφούτικο στόμα της και να χαλαρώνει αποκαλύπτοντας σταδιακά και τα πόδια της.

Όταν πια είχαμε φτάσει σε τέτοιο βαθμό οικειότητας, ώστε να τη σηκώνω και να την αναποδογυρίζω προκειμένου να αποκρυπτογραφήσω τις γραφές –που είχα σταδιακά πειστεί πως είχε χαράξει πάνω της το μέντιουμ– η χελώνα εξαφανίστηκε. Η μητέρα μου, την οποία δεν εμπιστευόμουν γιατί επισκεπτόταν μία στο τόσο το μέντιουμ για να της λέει τον καφέ, προκειμένου να μάθει πότε θα ξεμπάρκαρε ο πατέρας μου, δεν μου έδωσε ποτέ καμία πειστική εξήγηση. Έτσι, αρκέστηκα στα δικά μου συμπεράσματα. Το μέντιουμ την είχε θυσιάσει σε κάποια τελετή του. Είχε κρατήσει μόνο το άδειο καβούκι και το είχε κρεμάσει στον τοίχο, σαν κυνηγός που κρεμάει εκεί σαν τρόπαια τα κεφάλια των θηραμάτων του. Δεν πρόλαβα να διαπιστώσω αν όντως συνέβη κάτι τέτοιο, αφού ύστερα από λίγες εβδομάδες το μέντιουμ μετακόμισε και το διαμέρισμα νοίκιασε ένας κύριος.

Έναν μήνα αργότερα, παραμονή του Αγίου Δημητρίου, η άνοδος της Πανόρμου γέμισε με πάγκους μικροπωλητών για το πανηγύρι του αγίου που αποτελεί, ελέω του ναού του, κάτι σαν πολιούχο της περιοχής. Μετά την καθιερωμένη ετήσια περαντζάδα που κάναμε με τη μητέρα μου, επιστρέψαμε στο σπίτι με δύο νεροχελωνάκια σε μια διάφανη σακούλα με νερό, ένα πλαστικό φωσφοριζέ πράσινο νησάκι με περίφραξη κι έναν φοίνικα στη μέση, που θα έπαιζε το ρόλο του σπιτιού τους, και ένα σωληνάριο με γαρίδες, μικρότερες από τα νύχια ενός εξάχρονου, που θα αποτελούσαν την τροφή τους.

Τις νεροχελώνες δεν τις αγάπησα με την πρώτη ματιά. Δεν μου προκαλούσαν δέος, αφενός γιατί είχα πια εξοικειωθεί με το είδος τους και αφετέρου γιατί ήταν πολύ μικρές, ζήτημα να ήταν μεγαλύτερες από ένα εικοσάρικο. Ωστόσο, τις συνήθισα με τον καιρό, αφού ζήσαμε μαζί για πάνω από δέκα χρόνια.

Αυτό που μου έκανε με το καλημέρα εντύπωση ήταν η ταχύτητά τους. Ήταν με διαφορά πιο γρήγορες από τη χελώνα του μέντιουμ. Τόσο μέσα όσο και έξω από το νερό κουνούσαν τα πόδια τους με μεγάλη ταχύτητα, είτε για να απομακρυνθούν από ενδεχόμενο κίνδυνο είτε για να πλησιάσουν την τροφή τους. Επίσης, το καύκαλό τους ήταν τόσο λαμπερό και το δέρμα τους τόσο λείο, που σκεφτόμουν πως η χελώνα του μέντιουμ πρέπει να ήταν πάρα πολύ γριά. Είχαν και αυτές από την κάτω τους πλευρά γραμμικά σχέδια, μόνο που ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα: είχαν τρεις οριζόντιες και τρεις κάθετες γραμμές, λες κι επρόκειτο για ταμπλό τρίλιζας.

Σε λίγους μήνες, είχα ξεχάσει εντελώς τη χελώνα του μέντιουμ. Έραινα το σπίτι τους δυο φορές τη μέρα με γαριδάκια, τα οποία έκαναν μια χαψιά, τις έβαζα να κάνουν αγώνες ταχύτητας πάνω στο μωσαϊκό του σαλονιού, τις παρατηρούσα να κάθονται ακίνητες για ώρες κάτω από τον φοίνικα, λες και μετρούσαν κι αυτές τα αυτοκίνητα που είχε πιάσει το φανάρι της Πανόρμου.

Δεν τους έδειχνε, όμως, την ίδια αγάπη και η μητέρα μου. Καθώς μεγάλωναν, έβγαιναν μόνες τους από το σπίτι τους και κυκλοφορούσαν σε αυτό των γονιών μου. Έτσι, όταν τις πετύχαινε στο διάβα της τα μεσημέρια που σηκωνόταν αγουροξυπνημένη, τις κλοτσούσε και εκείνες γλιστρούσαν για μέτρα πάνω στο δάπεδο σαν μπάλες που μόλις είχε χτυπήσει η στέκα του μπιλιάρδου. Πολλές φορές έμεναν για ώρες κάτω από το κρεβάτι ή τον καναπέ, με αποτέλεσμα να νομίζω ότι είχαν εξαφανιστεί. Της βρομούσαν τα γαριδάκια που μούχλιαζαν στο νερό αν δεν τα έτρωγαν την ίδια μέρα ή αν δεν άλλαζα εγώ το νερό, αφού εκείνη δεν υπήρχε περίπτωση να ασχοληθεί.

Επίσης, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τις παίρνουμε μαζί μας το καλοκαίρι στο χωριό, με αποτέλεσμα να τις αφήνουμε για δεκαπέντε μέρες μέσα στην μπανιέρα με νερό και με μπόλικα γαριδάκια για να επιβιώσουν. Στον γυρισμό τις βρίσκαμε ετοιμοθάνατες, γιατί ποιος ξέρει από πότε είχαν ξεμείνει από φαγητό. Άλλοτε οι κινήσεις τους γίνονταν πιο αργές και από αυτές της χελώνας του μέντιουμ και άλλοτε έμεναν στο καβούκι τους για ώρες, μέχρι να τους αλλάξω κάμποσες φορές νερό και να τις ταΐσω μπόλικα γαριδάκια. Ευτυχώς, όμως, ύστερα από δυο-τρεις μέρες ανακτούσαν τις δυνάμεις τους.

Το καλοκαίρι ανάμεσα στην πρώτη και στη δευτέρα λυκείου –είχα εγκατασταθεί στους δικούς μου από την προηγούμενη χρονιά, αφού μπορούσα πλέον να μένω μόνος στο σπίτι– κάτσαμε για πρώτη φορά διακοπές για τρεις, αντί για δύο, εβδομάδες στην Κρήτη. Από το καράβι της επιστροφής είχα αρχίσει να ανησυχώ για τις χελώνες. Τα τελευταία καλοκαίρια που μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι τους δεν τις αφήναμε πια στην μπανιέρα. Τις κλείναμε στην τουαλέτα και τους γεμίζαμε τρία-τέσσερα πιάτα σούπας με νερό, ενώ σε άλλα τόσα σημεία αφήναμε γαριδάκια. Πάλι ξέμεναν, αλλά στην επιστροφή μας έδειχναν να είναι σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι παλιότερα. Οπότε το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις μπήκα στο σπίτι, ήταν να τρέξω στο μπάνιο για να δω αν ήταν ζωντανές.

Άναψα το φως της τουαλέτας, άνοιξα την πόρτα και εντόπισα τα καβούκια τους ανάμεσα στο πλυντήριο και στην μπανιέρα. Έπειτα από δέκα χρόνια, είχαν πια το μέγεθος αυγών χήνας κι είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Τα πήρα στα χέρια μου με λαχτάρα και τα έφερα στο πρόσωπό μου, για να δω σε τι κατάσταση βρίσκονταν οι χελώνες. Αυτά τα δέκατα δευτερολέπτου που μου πήρε να τις σηκώσω μου φάνηκαν πιο ελαφριές, κάτι που εξηγήθηκε αμέσως, αφού μέσα στα καβούκια δεν υπήρχαν πλέον χελώνες. Υπήρχε το απόλυτο κενό. Μπορούσα να δω, κοιτώντας μέσα από τα καβούκια, τα πλακάκια του μπάνιου. Λες και είχαν φύγει και αυτές για διακοπές και είχαν αφήσει το σπίτι τους πίσω.

Δυστυχώς, η αλήθεια δεν ήταν τόσο ευφάνταστη ή, για την ακρίβεια, δεν ήταν τόσο ευχάριστη, αφού τελικά ευφάνταστη ήταν, αλλά με έναν πολύ πιο δυσάρεστο τρόπο από αυτόν που είχα αρχικά σκεφτεί. Όταν ακούμπησα τα καβούκια τους στο πάτωμα κι άρχισα να ψάχνω δεξιά-αριστερά για να ανακαλύψω τι είχε συμβεί, είδα το σιφόνι του υπονόμου να έχει μετακινηθεί και γύρω του να υπάρχουν σκόρπια περιττώματα ποντικών.

Βγήκα στο μπαλκόνι, πήρα το λάστιχο και άνοιξα τη βρύση. Αυτή τη φορά, αφού καθάρισα, δεν έμεινα να χαζεύω το νερό να κελαρύζει από το λούκι. Κράτησα το λάστιχο πάνω από τα κάγκελα και το παρακολουθούσα καθώς έπεφτε καντηλιαστό στο πεζοδρόμιο και έβρεχε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Μόνο όταν μου έβαλε τις φωνές ένας περαστικός έκλεισα τη βρύση. Είχε πλέον σουρουπώσει. Κάθισα στο σκαμπό, δίπλα στην αλόη, που είχε μεγαλώσει τόσο που μου γρατζουνούσε τη γάμπα. Μόλις το φανάρι κοκκίνισε, άρχισα να μετράω ξανά και ξανά. Όχι τα σταματημένα αυτοκίνητα, αλλά τα καύκαλα από χελώνες που είχε πλέον το μέντιουμ στον τοίχο του. Η ασημένια καμινάδα της απέναντι πολυκατοικίας συνέχισε να γυρίζει.

 

Ο Γιώργος Μυλωνάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό. Εργάζεται ως δημοσιογράφος σε έντυπα και διαδικτυακά μέσα.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.