fbpx
«Το Μαρικάκι» της Σόνιας Ζαχαράτου
Εικαστικό: Χριστόφορος Κατσαδιώτης

«Το Μαρικάκι» της Σόνιας Ζαχαράτου

Το σπίτι της με τη μικρή αυλή βρισκόταν κάτω από την άκρη μιας γέφυρας, εκεί που τελείωνε η πόλη. Η γέφυρα, από τσιμέντο, σίδερο και μαντέμι, οργωνόταν καθημερινά από το τρένο που αναπηδώντας έστριβε, σ’ εκείνο το σημείο, για τα βιομηχανικά περίχωρα. Για το Μαρικάκι, το τρένο ήταν η καθημερινή της απόλαυση, αναφορά του πρωινού της, γι’ αυτό και μόλις ξυπνούσε, σενιαριζόταν, σκούπιζε την αυλή με τα λουλούδια της –μη και κοιτάξει κάποιος επιβάτης από εκεί ψηλά και είναι ασυγύριστα– και, περιμένοντάς το, έπινε τον μερακλίδικο καφέ της, πλαταγίζοντας τα χείλη κι ανάβοντας κι ένα τσιγάρο. Σοβαρή απασχόληση, λοιπόν, για το Μαρικάκι το τρένο· το αφουγκραζόταν από μακριά, όχι μόνο το πρωί, αλλά και το απόγευμα στην επιστροφή του, όταν έπινε τον δεύτερο καφέ της ημέρας. Ακόμη κι αν έκανε κρύο, έβγαινε στην αυλή για να το δει και, έτσι κι έβρεχε, κρατούσε ανοιχτή και την ομπρέλα της με τα έντονα χρώματα, για να τραβά το βλέμμα.

Πάντα ταξίδευε νοερά μαζί του το Μαρικάκι, πάντα σκάρωνε ιστορίες για τους αθέατους σε αυτήν επιβάτες, πώς να είναι, ποιοι να είναι, τι να κουβαλάνε, τι χαρές ή καημούς έχουν, ποιος να τους περιμένει στο έβγα τους. Τους έγνεφε και χαιρετισμούς με το λεπτό χεράκι της, ίσως κάποιος από όλους να το έβλεπε... Μέτραγε, με κομμένη την ανάσα, όσα βαγόνια προλάβαινε και χαιρόταν που άκουγε τον ρυθμικό επαναλαμβανόμενο μεταλλικό ήχο των αξόνων στις σιδηροτροχιές και το σφύριγμα που της θύμιζε χαλασμένη καραμούζα.

Το Μαρικάκι, όμως, ήταν φορές που ένιωθε και φόβο. Σκεφτόταν μήπως τα πολλά βαγόνια, κάποια στιγμή, ξεφύγουν από τις ράγες και σπάσουν οι τραβέρσες και πέσουν. Και τότε, κοτζάμ τρένο θα διέλυε το σπίτι της και την αυλή της. Θα ξεχύνονταν και οι άνθρωποι αλαφιασμένοι και τρομαγμένοι, και θα χώνονταν από πόρτες και παράθυρα σε όλα τα δωμάτια και θ’ άρχιζαν να σκούζουν. Και θ’ άνοιγαν κι όλες οι βαλίτζες και τα πράγματα θα σκόρπιζαν σαν πολύχρωμα φτερά από τον ουρανό. Όλα θα έπεφταν και θα έμενε εκεί πάνω μόνος του ο μηχανοδηγός να ταξιδεύει στο κενό, ανέμελος, λαμπερός, ωραίος, χαμογελαστός, δροσισμένος από το αεράκι, με το μπλε πηλήκιο να το φωτίζει ένα λευκό σιρίτι. Φανταζόταν το τσαχπίνικο βλέμμα του που θα το έστελνε σ’ εκείνη μαζί μ’ ένα φιλί, τον φανταζόταν να διασχίζει τον ορίζοντα, να σιγοτραγουδά, να μοσχοβολά από τη γύρω άνοιξη· αυτά φανταζόταν από ολόκληρο μηχανοδηγό, αυτά, α, ναι, μαζί και το τιμόνι. Γιατί, πού θα μπορούσε να πάει χωρίς το τιμόνι του;

Μικρές δονήσεις ένιωθε τότε στο στήθος της, δονήσεις και σύντομες ταχυπαλμίες, δονήσεις και τραγουδιστές επιθυμίες, δονήσεις και επιθυμίες λογικά ανεξήγητες που ξέφευγαν από τα κύτταρά της, επιθυμίες κρυμμένες που εκρήγνυνταν αυθάδικα και της κοκκίνιζαν το πρόσωπο.

Το Μαρικάκι, μικροκαμωμένο τρυφερό πλάσμα αορίστου ηλικίας, σκάρωνε ιστορίες και όταν το σπίτι της σειόταν από τη βαριά αμαξοστοιχία. Εκείνες τις στιγμές, τα γυαλικά στο ντουλάπι κουδούνιζαν απαλά και, με τον καιρό, λίγο λίγο μετακινούνταν. Λίγο πιο δω, λίγο πιο κει, λίγο πιο πέρα. Ήταν και φορές που λάσκαρε και το πορτόφυλλο της ντουλάπας και μισάνοιγε μια χαραμάδα. Πέρναγε τότε μέσα τα δάχτυλα, ακουμπούσε τα χείλη και ρωτούσε: «Κούκου! Ποιος είναι; Ποιος κρύβεται εδώ μέσα;». Κάθε φορά έβρισκε μιαν άλλη απάντηση κι άλλαζε τη φωνή της αναλόγως με το ποιος αόρατος επιβάτης είχε μπει και μιλούσε, κι έσκαγε στα γέλια με όσα σκαρφιζόταν το μυαλό της· της περνούσε έτσι ο φόβος για το τρένο που θα έπεφτε στο σπίτι, στην αυλή και στο κεφάλι της.

Αλλά και τις νύχτες το Μαρικάκι πάλευε με το τρένο. Ονειρευόταν ότι ήταν επιβάτης του, ότι καθόταν αναπαυτικά και ταξίδευε σε άγνωστους προορισμούς, κι αυτό ήθελε, οπωσδήποτε, να το διευκρινίσει. Πού θα διάλεγε να πάει με το τρένο; Έτσι, τις ώρες της αναμονής ανάμεσα στους δυο καφέδες, έψαχνε φωτογραφίες με τοπία. Βουνά, θάλασσες, νησιά, δάση, παγετώνες και ηφαίστεια, πόλεις με περίεργα και άγνωστά της ονόματα. Όπου κι αν πήγαινε, σε όποιον σταθμό κι αν έφτανε, ήταν σίγουρη ότι πολλοί άνθρωποι, με σιρίτια στους ώμους και γαλόνια στο στήθος, θα την υποδέχονταν κρατώντας στεφάνια καλωσορίσματος. Θα της πέρναγαν γιρλάντες λουλουδένιες στον λαιμό, θα έπαιζαν φιλαρμονικές, και χορωδίες θα τραγουδούσαν παλιές ελληνικές επιτυχίες, που της θύμιζαν πάντα τη μάνα της. Α, σε αυτή την πρωτόγνωρη για εκείνη περίπτωση, θα έπρεπε να ντυθεί και με τα καλά της ρούχα. Θα φορούσε εκείνο το ροζ φόρεμα με τα απλικαρισμένα λευκά ανθάκια, που της το είχε ράψει η κυρία Αργυρώ στα πρώτα νιάτα της και που το φύλαγε στη ναφθαλίνη. Θα έπρεπε και κάτι να τους πάει, να τους κεράσει, και σκέφτηκε να φτιάξει μια μεγάλη φανουρόπιτα, μια και τόσα καινούργια πράγματα θα της φανερώνονταν με ένα και μόνο ταξίδι.

Έτσι κυλούσε ο καιρός και μια νύχτα έκανε τον μεγάλο της πόθο, όνειρο. Είδε ότι ήταν ξαπλωμένη νωχελικά, φορώντας το φουστάνι της με τα απλικαρισμένα ροζ ανθάκια, φρεσκολουσμένη, μοσχοβολιστή και όμορφη όσο ποτέ άλλοτε. Μια απαλή μουσική συνόδευε τον ήχο του τρένου, που όλο και δυνάμωνε καθώς πλησίαζε, και μια μελένια αίσθηση άρχισε ν’ απλώνεται και να ναρκώνει τα μέλη της. Και τότε, είδε τον μηχανοδηγό. Μόνος, με το τιμόνι στο χέρι, όμορφος όσο ποτέ δεν τον είχε φανταστεί, να της ρίχνει μια σκάλα και να της γνέφει ν’ ανέβει· και το Μαρικάκι, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να φοβηθεί, χωρίς αναστολές, σκαρφάλωσε με φουσκωμένο το στήθος από μια εσωτερική έξαψη και από τον πόθο να τον κοιτάξει και να τον αγγίξει, αφήνοντας πίσω το σπίτι και την αυλή της. Κι εκείνος την πήρε σαν βρέφος στην αγκαλιά του και ξεκίνησαν οι δυο τους ένα μακρύ ταξίδι, φιλώντας τη στα μάτια και στα χείλη, και άρχισαν ν’ ανεβαίνουν κι όλο ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό, και να πετούν πάνω από όσα έβλεπε στις φωτογραφίες.

Το Μαρικάκι τον φίλαγε κι αυτό, τον φίλαγε ατέλειωτα, μα σιγά σιγά άρχισε να κρυώνει, να κρυώνει πολύ και να χάνεται μέσα στην άχνη ενός παγωμένου τοπίου, ενός υπερβατικού φωτός, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί. Ίσως έφταιγε το μεγάλο ύψος, ίσως ο κρύος βορινός άνεμος, ίσως εκεί πάνω να άλλαζαν διαφορετικά οι εποχές, ίσως ο παγετώνας που είχε θαυμάσει σε μια φωτογραφία… Το Μαρικάκι τον άκουγε να τη νανουρίζει και κοιμήθηκε βαθιά μέσα στα χέρια του πάνω από τους τόπους που πια δεν την ένοιαζαν. Τυλιγμένη στο όνειρο της ζωής της, στο όνειρο της νύχτας της, τυλιγμένη με την αναπνοή του, ήθελε να τραγουδήσει αλλά φωνή πια δεν της έβγαινε, ήθελε να κλάψει αλλά δάκρυ πια δεν είχε…

Τη βρήκαν κάποιοι γείτονες κι απόρησαν με την ευωδιά της. Με το νεανικό φόρεμά της να μοσχοβολά κι αυτό, σε στάση που έμοιαζε σαν κάποιος να την κρατούσε σφικτά στην αγκαλιά του όλη τη νύχτα για να τη ζεστάνει. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό της και ήταν διάφανα λευκή και ωραία, όπως ποτέ δεν την είχαν ξαναδεί.

Ναι, και κάποιοι από εκεί ψηλά, από το τρένο που συμπτωματικά περνούσε εκείνη την ώρα, είδαν το κιβούρι της στημένο ανάμεσα στις γλάστρες της με τα πολύχρωμα λουλούδια. Κοίταξε και ο μηχανοδηγός που, χρόνια τώρα, είχε συνηθίσει να τη βλέπει στην αυλή της, πάντα μόνη να κοιτάζει το τρένο, όλες τις εποχές, σε κάθε δρομολόγιο, πρωί και απόγευμα, βυθισμένη στους σιωπηλούς μυστικούς της κήπους. Έβγαλε το καπέλο με το λευκό σιρίτι, σφύριξε τρεις φορές προς τιμήν της και για αποχαιρετισμό και κάτι άρχισε να ψελλίζει.

 

Η Σόνια Ζαχαράτου είναι δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Έχει εργαστεί ως ρεπόρτερ, broadcaster, interviewer, διευθύντρια σε περιοδικά. Γράφει ποίηση, μυθιστόρημα, διήγημα. Έχουν εκδοθεί δέκα βιβλία της και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις. Έχουν ανεβεί τρία θεατρικά κείμενά της. Διακρίθηκε για εκπομπές της από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από το Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας, την Ελληνική Επιτροπή του ΟΗΕ και βραβεύτηκε από την πολιτιστική εταιρία Νόστος Αργεντινής για διήγημά της.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.