fbpx
«Το ταβάνι» του Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου

«Το ταβάνι» του Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου

Το σπίτι όπου μένω θεμελιώθηκε πριν δυο χρόνια. Προτού το νοικιάσω, ρώτησα γι’ αυτό. Είχα τον λόγο μου. Η κόρη του πρωτομάστορα πάντως μου είπαν πως τη γλίτωσε. Το χιούμορ του ιδιοκτήτη καθόλου δεν με διασκέδασε. Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά για τον λόγο που φοβάμαι τα σπίτια. Σε κανένα απ’ όσα έχω ζήσει δεν κατάφερα να νιώσω άνετα. Έχω έναν μόνιμο φόβο πως θα με πλακώσει το ταβάνι. Από το πατρικό μου έφυγα στα είκοσι πέντε μου. Το να μείνω μόνος είχε, βέβαια, μια γενναία αποδοχή από μέρους μου. Πως όταν θα μου έπεφτε η οροφή στο κεφάλι, θα μου αναλογούσε ολόκληρο το βάρος της. Όσο ήμουν με τους γονείς μου στο ίδιο σπίτι, κάπως με ανακούφιζε η μοιρασιά και στων τριών μας τα κεφάλια. Υπήρχε όμως κάτι που έγειρε οριστικά την πλάστιγγα στην τελική μου απόφαση. Το πόσο παλιό ήταν το πατρικό μου. Χτισμένο από τα χρόνια του προπάππου μου. Ο παππούς καμάρωνε όταν έλεγε γι’ αυτό, πως έχει αντέξει σε πολλούς σεισμούς. Ο πατέρας μου, πάλι, κοίταζε το ξύλινο ταβάνι και έκανε τον σταυρό του... Εμείς μέναμε στο ισόγειο. Στον επάνω όροφο έμενε ο θείος μου με την οικογένειά του. Τα δυο μου ξαδέρφια συχνά έπαιζαν κυνηγητό, χωρίς να δίνουν λογαριασμό στην ταπεινή φοβία μου.

Ένα αρκετά ακριβό ενοίκιο, μαζί με τα κοινόχρηστα και τους άλλους λογαριασμούς, υπολόγιζα πως θα μπορούσα να το αντέξω. Είχα κάνει κι ένα καλό κομπόδεμα όσον καιρό δούλευα και ταυτόχρονα έμενα με τους γονείς μου. Η γκαρσονιέρα βρισκόταν στον τέταρτο όροφο. Θα περίμενε κανείς πως χωρίς ορόφους πάνω απ’ το κεφάλι μου θα καταλάγιαζε κάπως η άρρωστη φοβία μου. Και πάλι, όμως, συχνά φόρτωνα τη σκέψη μου με τους θερμοσίφωνες και τις κεραίες της ταράτσας. Δεν υπήρχε γιατρειά. Έπρεπε γρήγορα να βρω έναν συγκάτοικο. Κατά προτίμηση με γερό κεφάλι...

Δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ. Εκείνη άφηνε διαφημιστικά φυλλάδια στην είσοδο της πολυκατοικίας. Εγώ ξεκινούσα για τη δουλειά. Χαμογέλασε ο ένας στον άλλον χωρίς να πούμε κάτι. Προσποιήθηκα πως βρήκα ενδιαφέρον το φυλλάδιο και πήρα ένα στα χέρια μου. Όταν κατάλαβα πως επρόκειτο για διαφήμιση γυναικείων εσωρούχων, η γυναίκα ήδη βημάτιζε γελώντας προς τη διπλανή πολυκατοικία. Εκείνο το γέλιο της κατάφερε να σηκώσει μέσα σε μια στιγμή όλους τους ορόφους της πολυκατοικίας, που ήταν φορτωμένοι στις κολόνες της πιλοτής. Ήταν η πρώτη φορά που κοντοστάθηκα στην είσοδο για παραπάνω από δύο λεπτά... Ένας ερωτευμένος παίρνει δύναμη από κάτι τέτοια πράγματα. Επίσης, απολαμβάνει να δίνει μια μεταφυσική εξήγηση στις συμπτώσεις. Μια τέτοια διαβολική ήταν που, έπειτα από λίγο καιρό, μας έκανε ζευγάρι. Από τον τρίτο μήνα της σχέσης μας συμφωνήσαμε πως καλό θα ήταν να μείνουμε στο ίδιο σπίτι. Κάποιος από τους δυο μας έπρεπε να μετακομίσει. Σ’ αυτό δεν τα βρήκαμε αμέσως. Εκείνη δεν μπορούσε να μοιραστεί ισόποσα τα έξοδα του ενοικίου. Εγώ πάλι δεν μπορούσα να παραδεχτώ τους πραγματικούς λόγους της επιμονής μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να μετακομίσω στο ισόγειο όπου έμενε, ακόμα και με μηδενικό ενοίκιο. Οι πέντε όροφοι πάνω απ’ το κεφάλι μου ισοδυναμούσαν με θανατική καταδίκη. Κατάφερα να την πείσω χωρίς να πέσει σκιά στο πολύτιμο χαμόγελό της. Αυτό λέγεται διπλωματία. Δεν ήξερα τον τρόπο, όμως αληθινά πίστευα πως θα τα βγάζαμε πέρα. Αυτό λέγεται άγνοια κινδύνου. Γνώρισμα κι αυτό των ερωτευμένων.

Η δουλειά δεν με τρόμαξε ποτέ. Αρκεί να μη χρειαζόταν να δουλεύω στο εσωτερικό κάποιου κτιρίου. Βρίσκαμε κι οι δυο μεροκάματα. Τα χρήματα που βγάζαμε ίσα που έφταναν για το ενοίκιο και τα είδη πρώτης ανάγκης. Δεν γκρίνιαξε κανείς από τους δυο μας γι’ αυτό. Με αυτή τη γυναίκα στο πλάι μου, μπορούσα να κοιμηθώ χωρίς το βάσανο του άρρωστου φόβου μου. Τον κοιτούσα πια κατάματα. Ακόμα και ξαπλωμένο ανάσκελα μπορούσε πια να με πάρει ο ύπνος. Κι εκείνη, όμως, είχε αφήσει πίσω της τα σκοτεινά χρόνια της μοναξιάς και της ισόγειας τρύπας. Το φως που έμπαινε απ’ τις πλατιές τζαμαρίες έπεφτε πάνω στο πρόσωπό της και χάριζε σ’ αυτήν και στο χαμόγελό της ακόμη μεγαλύτερη λάμψη. Καμιά φορά, όμως, το φως δεν σου επιτρέπει να βλέπεις καθαρά…

Στα πρώτα σημάδια του κακού που άρχισαν να φαίνονται, δεν δώσαμε σημασία. Ήταν κάτι μακρινό για τη μικρή ευτυχία που ευδοκιμούσε στην γκαρσονιέρα μας. Τα λόγια κι η ανησυχία φίλων και γνωστών ήταν για μας σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Οι ανακοινώσεις των αρχών ολοκλήρωναν την κακόγουστη, μα καλοστημένη φάρσα. Όλα γύρω μας άρχισαν να παίρνουν έναν φρενήρη ρυθμό. Οι άνθρωποι εκτελούσαν κατά γράμμα τις οδηγίες που δίνονταν. Σε κάθε ανακοινωθέν, φρόντιζαν να επαναλαμβάνουν πως όλα γίνονται για το καλό όλων μας. Καθώς πλησιάζαμε στην τελική ημερομηνία εφαρμογής, οι δουλειές σταματούσαν. Τα καταστήματα έκλειναν. Φοβόμουν να παραδεχτώ τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μια της κίνηση ήταν αρκετή. Ήμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, όταν εκείνη κράτησε το χέρι μου σφιχτά. Το ταβάνι χαμήλωσε, ύστερα από καιρό, και πάλι απειλητικά προς το μέρος μου. Η φωνή της λογικής, η δική της φωνή, μου ζήτησε να ακολουθήσουμε τον παραλογισμό του κόσμου. Για το καλό και των δυο μας.

Με τις λιγοστές οικονομίες μας εξασφαλίσαμε κάποια εφόδια. Οπωσδήποτε έπρεπε να είμαστε προσεχτικοί στις ποσότητες του φαγητού. Για πόσες μέρες θα κρατούσε αυτό δεν μας είπε κανείς. Μόνο κάτι φήμες μιλούσαν για μια βδομάδα, ίσως δύο... Το επόμενο που έπρεπε να κάνω ήταν το να παραλάβω τις οδηγίες και τα υλικά. Στήθηκα στην ουρά από το πρωί. Έκανε διαβολεμένη ζέστη εκείνη τη μέρα. Μαζί με τα τούβλα και το τσιμέντο, κουβαλούσαμε στον προσωπικό μας Γολγοθά κι έναν ιδρώτα που θα έδενε το κοκτέιλ του επερχόμενου εγκλεισμού μας. Αυτή ήταν και η τελευταία εικόνα που μου έμεινε απ’ τον παλιό κόσμο. Από κει και πέρα όλα έγιναν αυτόματα. Βρεθήκαμε, χωρίς να καταλάβουμε πώς, κλεισμένοι στο διαμέρισμα από τα ίδια μας τα χέρια. Αριστοτεχνικά φτιαγμένα τείχη έκλεισαν τις πόρτες και τα παράθυρά μας. Η μόνη μας επαφή με τον έξω κόσμο ήταν κάτι χαραμάδες που είχαμε αφήσει σύμφωνα με τις οδηγίες, για να παίρνουμε αέρα. Σταθήκαμε κι οι δυο ανακουφισμένοι μπροστά στο έργο μας. «Εμείς, αλήθεια, εμείς το φτιάξαμε αυτό;» Όση ώρα στοιβάζαμε τα τούβλα, έμοιαζε με ένα κενό διάστημα χρόνου. Μία άγνωστη δύναμη είχε κυριεύσει τη βούλησή μας. Τα σημάδια στα ρούχα, τα μαλλιά και το δέρμα μας ήταν το μόνο, μαζί με την κούραση, που μαρτυρούσαν ότι όλο αυτό ήταν δικό μας κατόρθωμα. Πλυθήκαμε και φορέσαμε καθαρά ρούχα. Καθίσαμε στον καναπέ. Δεν μας ενόχλησε η φασαρία των γειτόνων που έχτιζαν τους δικούς τους τοίχους. Έφερα στο μυαλό μου ένα-ένα τα διαμερίσματα. Άραγε υπήρχε κάποιος που δεν συμμορφώθηκε; Κι αυτό τι μπελάδες θα φόρτωνε στην πολυκατοικία; Δεν της έκανα κουβέντα γι’ αυτόν τον νέο φόβο μου. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου κι έτσι μας πήρε ο ύπνος. Η τηλεόραση έμεινε ανοιχτή. Έπαιζε τα συνηθισμένα της προγράμματα. Κι όμως τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο…

Ξυπνήσαμε το επόμενο πρωί. Ένας ύπνος δεν είναι ποτέ αρκετός για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Με κοίταζε με δυο ασυνήθιστα μεγάλα μάτια. Απορία, έκπληξη, τρόμος ή απλά το λιγοστό φως; Μπορεί κι όλα μαζί. Κάπως έτσι θα πρέπει να την κοίταζα κι εγώ. Δοκίμασα με μια αστεία σύσπαση του προσώπου να την κάνω να γελάσει. Έστω να ανταποδώσει με μια παρόμοια γκριμάτσα. Τίποτα. Μου είπε μόνο πως πεινάει και κινήθηκε αποφασιστικά προς την κουζίνα. Πριν γυρίσει την πλάτη της, είδα το μάτι της να γυαλίζει. Μια δική μου φωνή της λογικής, που μόλις τώρα είχε βλαστήσει μέσα μου, θέλησε να την εμποδίσει. Άπλωσα το χέρι μου για να την κρατήσω απ’ τον ώμο. Εκείνη αγνόησε το άγγιγμά μου και συνέχισε την πορεία της. Η ίδια φωνή μού υπαγόρευσε να τρέξω πίσω της. Να της υπενθυμίσω πως οι προμήθειες ήταν ελάχιστες. Φώναξα ένα αυστηρό και μακρόσυρτο «μη». Τότε μόνο γύρισε προς εμένα χαρίζοντάς μου ένα χαμόγελο. Διαφορετικό, που όμοιό του δεν είχα ξαναδεί στο αγαπημένο πρόσωπό της. Τρομαγμένος γύρισα το βλέμμα. Δεν ήξερα προς τα πού. Το λιγότερο εχθρικό που μπορούσα, εκείνη τη στιγμή, να κοιτάξω ήταν το ταβάνι.

 

Ο Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος γεννήθηκε το 1979 στην Καλαμάτα, όπου και κατοικεί μόνιμα.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.