fbpx
«Ο μικρός» του Πέτρου Γκάτζια

«Ο μικρός» του Πέτρου Γκάτζια

Συχνά ξυπνούσε από έναν εφιάλτη. Ένας τεράστιος άνδρας, γυμνασμένος αλλά μεγάλος σε ηλικία, πλησίαζε προς το μέρος του. Δεν τον απειλούσε ακριβώς, απλώς πλησίαζε.

Η μορφή τού προκαλούσε τρόμο. Πανύψηλος, με ένα μικρό κεφάλι και έναν τεράστιο λαιμό που τον έκανε να μοιάζει με σαύρα. Ακόμη και όταν μιλούσε ή κοιτούσε, ο σβέρκος του τεντωνόταν τόσο πολύ που θύμιζε πραγματικά την κίνηση της σαύρας. Λιπόσαρκος, με λευκές μακριές φαβορίτες, χωρίς μουστάκι ή γένια. Δεν του μιλούσε, μόνο τον κοιτούσε από κοντά, έντονα και όταν εκείνος πλησίαζε πολύ το πρόσωπό του, ο μικρός ξυπνούσε, κάθιδρος.

Το όνομα του ήρωα δεν έχει σημασία. Κανείς άλλωστε δε φαίνεται να τον γνωρίζει. Είναι ένα αγόρι γύρω στα δέκα με δώδεκα, το οποίο δείχνει να έχει δύναμη για την ηλικία του, αλλά με ένα μόνιμα θλιμμένο βλέμμα.

Κάθε μέρα περιμένει να φύγουν οι δικοί του για τη δουλειά. Προσποιείται ότι κοιμάται για να μην τους αποχαιρετήσει. Και όταν μένει μόνος στο σπίτι, σηκώνεται γρήγορα, ντύνεται και νηστικός τρέχει για το λιμάνι. Ίσα που προλαβαίνει το δεύτερο δρομολόγιο του τοπικού φέρι.

Σχεδόν καθημερινά κάνει τη διαδρομή πήγαινε-έλα μέσα στον μικρό κόλπο. Οι υπεύθυνοι φωνάζουν ότι δεν μπορούν να αναλαμβάνουν τέτοια ευθύνη, τον ρωτούν το όνομά του, την οικογένειά του, αλλά απάντηση δεν παίρνουν. Τους κοιτάζει μόνο με αυτά τα τεράστια καστανά μάτια του, αδιάφορος.

Μόνο μια φορά τον άκουσαν να λέει κάτι για εφιάλτες, αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κάθε πρωί είναι μέσα στο καράβι. Κάθεται στην πρύμνη και αγναντεύει τη θάλασσα. Μόνο αυτό τον ενδιαφέρει. Ίσως θέλει να γίνει ναυτικός, ίσως απλώς χάνεται. Λόγω ηλικίας δεν πληρώνει και εισιτήριο κι έτσι αυτή η βόλτα δεν έφτασε ποτέ στα αυτιά των γονιών του.

Τον παρατηρώ καθώς αγναντεύει τη θάλασσα. Τον βλέπω πρώτη φορά στη ζωή μου και όσα είπα παραπάνω τα έμαθα αργότερα, πολύ αργότερα. Δείχνει πολύ ώριμος για την ηλικία του, αλλά μου προκαλεί το ενδιαφέρον όταν ακούω τον άνθρωπο που κόβει τα εισιτήρια να τον μαλώνει με έναν γλυκό τόνο στη φωνή: «Δε σου είπα να μην ξανάρθεις; Δεν μπορώ να έχω τον νου μου. Τι θα πω στους δικούς σου αν γίνει κάτι;»

Ο μικρός τον κοιτούσε μ’ αυτό το απλανές βλέμμα, σαν να μην καταλάβαινε τι του έλεγε, λες και δεν ήταν από δω, ένας μικρός ξένος που πάλευε να μάθει τη γλώσσα. Και όταν εκείνος απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας, ο μικρός ξαναγύρισε να κοιτάζει τη θάλασσα.

Παρέμεινα δίπλα του για λίγο. Μου φαινόταν τόσο φυσικό αυτό που έβλεπα, που δεν μπορούσα να αντιδράσω. Να τον ρωτήσω αν του συμβαίνει κάτι, αν θέλει βοήθεια, αν το σκάει από κάπου.

Σε λίγο, ο δυνατός ήλιος με ανάγκασε να αποσυρθώ στα ενδότερα και να τον ξεχάσω, όταν ξαφνικά άκουσα φωνές: «Κράτει τις μηχανές! Σταματήστε! Άνθρωπος στη θάλασσα!»

Έσκυψα απότομα στην κουπαστή μαζί με δεκάδες άλλους για να δούμε τι συμβαίνει. Μια γυναίκα, μου φάνηκε κοπέλα, πάλευε να κρατηθεί στην επιφάνεια. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν γλίστρησε και έπεσε ή αν προσπάθησε να δώσει τέλος στη ζωή της. Αυτό που μου τράβηξε την προσοχή δεν ήταν ο αγώνας της αυτός, αλλά μια φιγούρα δίπλα της, που την είχε αρπάξει από τα μαλλιά και το στήθος και της κρατούσε το κεφάλι έξω από το νερό.

Ο μικρός, πιο σοβαρός από ποτέ, πάλευε να τη σώσει. Για λίγα λεπτά, πλήρωμα και επιβάτες παρακολουθούσαμε αποσβολωμένοι αυτό που συνέβαινε. Ένα παιδί να σώζει με όλη τη δύναμή του μια γυναίκα, σχεδόν αναίσθητη.

Έπειτα έπεσαν στη θάλασσα δύο άνδρες ναυτικοί και κάποιοι έριξαν σωσίβια και σχοινιά. Φωνή δεν έβγαινε από τη μεριά της θάλασσας. Μόνο ένας μονότονος ήχος, υπόκωφος, από τα κορμιά που κολυμπούσαν δίπλα στο σταματημένο πλοίο. Και έπειτα η σωτηρία, όταν τους τράβηξαν και τους δύο πάνω. Πρώτα την κοπέλα και μετά το αγόρι.

Πάνω στο κατάστρωμα δε δέχτηκε την πετσέτα που του έφεραν. Δε μιλούσε. Απλώς επέστρεψε στη θέση του, πίσω στην πρύμνη, καθώς το φέρι ξεκινούσε και πάλι.

Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μόνο τα ρούχα του ήταν βρεγμένα και ο μικρός σοβαρός ακόμη, αλλά πιο ανακουφισμένος. Και όταν το πλοίο έδεσε στο λιμάνι, εξαφανίστηκε.

«Κάτι τέτοιους στο εξωτερικό τους λένε “καλούς Σαμαρείτες”!» φώναξε κάποιος.

To λιμενικό έκανε ερωτήσεις, αλλά κανείς δε γνώριζε πώς έγιναν όλα. Ακόμη και η κοπέλα δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε στο νερό. Το μόνο που θυμόταν ήταν η βαριά ανάσα του μικρού δίπλα της και η δύναμη, η υπερβολική δύναμη για την ηλικία του, όταν προσπαθούσε να τη σώσει. Δεν της μιλούσε, αλλά μονολογούσε κάτι για μια σαύρα, την οποία φοβόταν και τώρα τη νικούσε.

«Μου φάνηκε σαν τον καλό μου άγγελο», είπε…


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.