fbpx
«Τρίπτυχο» της Νίνας Ράπη

«Τρίπτυχο» της Νίνας Ράπη

1.

Κάπνιζε άφιλτρα κάμελ το ένα μετά το άλλο, απολαμβάνοντας το πικάντικο κάψιμο του τσιγάρου στο λαιμό του. Το ήθελε αυτό το κάψιμο, το χρειαζότανε, τον βοηθούσε να συγκεντρωθεί στο εδώ και τώρα.

Δεν άντεχε αλλιώς να περιμένει και να αφήνει το μυαλό του να χάνεται σε παρανοϊκά σενάρια. Σενάρια, φόβους και ανασφάλειες για εκείνη που πάντα κυνηγούσε, ακόμη και όταν ήταν μαζί.

Ένιωθε ότι η επαφή τους ήταν αυθεντική. Παρ’ όλα αυτά εκείνη πάντα κάτι κρατούσε πίσω. Ένα κομμάτι του εαυτού της που ποτέ δεν μοιράστηκε μαζί του. Ένα κομμάτι που ίσως και η ίδια να μην ήξερε ότι υπήρχε. Το φύλαγε καλά όμως. Σαν κάτι πολύτιμο. Σαν κάτι κρυφό. Σαν κάτι ευάλωτο. Και ήταν αυτό το κομμάτι της που αυτός ποθούσε πάνω απ’ όλα. Αυτό ζητούσε, αυτό του έλειπε, γι’ αυτό υπέφερε.

Στεκόταν όρθιος στο μπαλκόνι και κοίταζε τα πευκόδεντρα απέναντι, χαμένος για λίγο στο αγέρωχο ύψος τους.

Από το μπαλκόνι σίγουρα δεν θα την έβλεπε να έρχεται. Το δυάρι του ήταν στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας και δεν έβλεπε στο δρόμο. Δεν θα την έβλεπε να έρχεται λοιπόν, αλλά το μέσα δεν τον κρατούσε. Ήθελε αέρα, ήθελε φως. Ειδικά σήμερα που του είπε ότι ήθελε να μιλήσουν. Μετά από τρεις βδομάδες ανυπόφορης απουσίας. Για τι πράγμα, τη ρώτησε. Θα τα πούμε από κοντά, του απάντησε.

Το μπαλκόνι του ήταν μικρό μ’ ένα στρογγυλό, μεταλλικό τραπεζάκι και δύο μεταλλικές καρέκλες, σε χρώμα ασημί. Είχε και τρία φυτά: μια λεμονιά, μια ελιά και έναν φίκο, όλα δώρα δικά της. Προφανώς, τον ήθελε γειωμένο σε μια ελληνική παράδοση. Ή ίσως το γεγονός ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λονδίνο από Έλληνες γονείς τής δημιούργησε μια νοσταλγία για μια φαντασιακή Ελλάδα που οι γονείς της άφησαν πίσω, αυτή που δεν έπαψαν να νοσταλγούν ακόμη και όταν επέστρεψαν πριν πέντε χρόνια – εκείνοι στα Άγραφα, το χωριό τους, εκείνη στην Αθήνα.

Μόλις είχε τελειώσει Ιστορία Τέχνης στο Goldsmiths και ήταν γεμάτη ενθουσιασμό για μια δουλειά στο χώρο της. Υπήρξε τυχερή. Την προσέλαβαν στο Μουσείο Μπενάκη, στο Εκπαιδευτικό Τμήμα. Εκεί τη γνώρισε όταν πήγε να δει έναν περφόρμερ που δοκίμαζε τα όρια αντοχής του στον ήχο & την απομόνωση οχτώ ώρες τη μέρα επί έξι εβδομάδες, στην έκθεση AsOne που οργάνωσε η διεθνώς γνωστή art performer Αμπράμοβιτς. Αυτό τον είχε ιντριγκάρει. Το πόσο αντέχεις. Αυτό αναρωτιόταν κι αυτός για τον εαυτό του, όταν δεν σκεφτόταν εκείνη. Πόσο θα αντέξει ακόμη χωρίς δουλειά; Αυτό το βασανιστικό ερώτημα τον τράβηξε να δει μια περφόρμανς, κάτι που έκανε σπάνια.

Είχε ανέβει στην πλατφόρμα και ξάπλωσε κάπου τυχαία να ακούσει τις δονήσεις όσο αντέξει, σύμφωνα με τις γραπτές οδηγίες.

Δίπλα του ήταν ξαπλωμένη εκείνη.

Σε μια στιγμή κοιτάχτηκαν. Και συνέχισαν να κοιτάζονται.

 

Ένα χρόνο μετά, την ήθελε όπως τότε.

Είχε ήδη αργήσει μισή ώρα και το κινητό της ήταν κλειστό.

Αυτό πάντα τον εξόργιζε: το γεγονός ότι όποτε γούσταρε ήταν εκτός τόπου και χρόνου και δεν ήξερε που ήταν και πότε θα την ξαναέβλεπε. Και το έκανε συχνά. Όπως τώρα.

2.

Περπατούσε νευρικά στο δρόμο και κάθε τόσο άλλαζε κατεύθυνση και γύριζε εκεί από όπου είχε ξεκινήσει. Η ρωγμή είχε επέλθει, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Το θέμα ήταν πώς να τον κάνει να το καταλάβει και, ακόμη περισσότερο, να το δεχτεί. Να του πει ότι ακόμη τον αγαπούσε και θα ήθελε να μείνουν φίλοι θα του φαινόταν απαράδεκτο, ίσως και προσβολή. Αυτή όμως ήταν η πραγματικότητα. Έτσι ακριβώς ένιωθε.

Όλα έγιναν απρόσμενα και ξαφνικά. Όταν γνώρισε εκείνη. Πριν τρεις εβδομάδες. Που όμως τις βίωσε σαν μια ζωή. Σαν κάτι που λαχταρούσε να νιώσει, σαν κάτι που περίμενε, σαν κάτι αναπόφευκτο.

Περπατούσε στο Ζάππειο μια Κυριακή απόγευμα, μόνη. Είχε ανάγκη τη φύση, την ηρεμία, τον απερίσπαστο εαυτό της. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι, τυχαία. Με την άκρη του ματιού της είδε μια γυναίκα να κάθεται στην άλλη άκρη του πάγκου και να διαβάζει.

«Μπορώ να καθίσω εδώ;» τη ρώτησε.

«Βεβαίως», είπε εκείνη, χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από το βιβλίο και συνέχισε να διαβάζει. Της κίνησε την περιέργεια η απορρόφησή της στο βιβλίο και κοίταξε λοξά να δει τι διαβάζει: Εκπαιδευτική μαρτυρία, έλεγε, Τριάντα οχτώ χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση 1961-1999: Γεγονότα, πρόσωπα και βιώματα.

«Είστε εκπαιδευτικός;» τη ρώτησε.

Σήκωσε το κεφάλι της να της απαντήσει. Το βλέμμα τους συναντήθηκε και ένιωσε να τη διαπερνά κάτι πρωτόγνωρο, ταυτόχρονα άγνωστο και οικείο, σαν κάτι που δεν ήξερε, σαν κάτι που έψαχνε.

Συζήτησαν για λίγο ακόμη στο παγκάκι και την κάλεσε σπίτι της. Την ακολούθησε σαν να ήταν κάτι τελείως φυσικό.

Το σεξ που έκαναν ήταν άγριο, παθιασμένο σχεδόν όπως και με εκείνον – μόνο που τώρα δεν κρατούσε τίποτε πίσω. Της δόθηκε εκατό τοις εκατό. Κάτι που ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει με εκείνον. Και αυτό την έπεισε ότι η ρωγμή ήταν οριστική. Πάντα κάτι θα έλειπε μαζί του. Πάντα θα υπήρχε ένας απροσδιόριστος τοίχος μεταξύ τους. Ενώ μαζί της όλα ήταν ελεύθερα, ανοιχτά σε κάθε δυνατότητα. Έτσι ένιωθε. Μ’ εκείνη ήθελε να μοιραστεί τα πάντα. Συχνά ήθελε να γίνουν ένα. Για τις επόμενες τρεις εβδομάδες δεν χώρισαν ούτε στιγμή, πέρα από την αναγκαιότητα της δουλειάς. Εκείνον δεν τον πήρε ούτε ένα τηλέφωνο. Δεν ήξερε πώς να του το πει χωρίς να τον πληγώσει. Γίνεται αυτό; αναρωτήθηκε.

Είναι δυνατό να μην πληγωθεί κάποιος σ’ ένα χωρισμό;

 

Συνέχισε να περπατάει πάνω-κάτω, να αλλάζει κατευθύνσεις και να επανέρχεται στο σημείο μηδέν. Ώσπου πήρε μια απόφαση.

Κάθισε σ’ ένα παγκάκι στη Μετσόβου, όπου γυρόφερνε, και του έγραψε το εξής μήνυμα στο κινητό της:

«Μη με περιμένεις. Δεν θα ξανάρθω. Τελειώσαμε. Έκανα άλλη σχέση. Συγχώρεσε τη δειλία μου να χωρίσουμε με SMS. Ελπίζω να με καταλάβεις. Πάντως ακόμη σε αγαπώ (όχι ερωτικά πια).»

3.

Εκείνο το απόγευμα χρειαζόμουν εκτόνωση όπως ο άρρωστος το οξυγόνο. Τα πάντα πήγαιναν στραβά. Ο διευθυντής με επέπληξε για την επιλογή μου των βιβλίων εκτός προγράμματος. «Δημιουργείτε αντίπαλα στρατόπεδα», είπε «με τους άλλους συναδέλφους που υπακούν στους κανόνες και συμμορφώνονται. Εσείς γιατί σηκώνετε μπαϊράκι;» Καιρό είχα να ακούσω αυτή τη λέξη. Από παιδί μάλιστα. Τότε που μου το έλεγε ξανά και ξανά η μάνα μου. «Πάλι μπαϊράκι σήκωσες;» Η αγαπημένη της προσφώνηση προς εμένα, την «επαναστάτρια» που έγινε μια νομοταγής καθηγήτρια (και ας λέει ο διευθυντής ό,τι θέλει. Και ανάσα να πάρεις χωρίς την άδειά του το θεωρεί «σηκώνεις μπαϊράκι»).

Μόλις γύρισα σπίτι, βρήκα ένα ιμέιλ από την τέως μου, κάτι που έκανε κάθε μήνα από τότε που χωρίσαμε πριν δύο χρόνια, να μου υπενθυμίζει ξανά ότι ΔΕΝ θα με συγχωρέσει ποτέ. Για το γεγονός ότι έφυγα χωρίς ποτέ να της εξηγήσω το γιατί. Αλλά πώς να εξηγήσεις κάτι που ούτε εσύ καταλαβαίνεις; Τρία χρόνια αρμονικής σχέσης και ξαφνικά νιώθεις ότι δεν αντέχεις ούτε μέρα παραπάνω, ότι αν δεν φύγεις θα διαλυθείς. Σκέφτηκα να της απαντήσω ακριβώς έτσι, αλλά θα άνοιγα έναν διάλογο που δεν ήμουν διατεθειμένη να συνεχίσω. Δεν απάντησα.

Λίγο αργότερα, το γκαζάκι του καφέ κυριολεκτικά τινάχτηκε στα χέρια μου. Σε μια στιγμή πανικού το πέταξα στο νεροχύτη, άνοιξα τη βρύση και η φωτιά δυνάμωσε. Ευτυχώς που θυμήθηκα ότι τη φωτιά τη σβήνεις με πετσέτες και έριξα μερικές πάνω του, ώσπου ησύχασε.

Τι γίνεται, καταστροφή επέρχεται; Σκέφτηκα κάπως μοιρολατρικά. Κάθε άλλο. Ήρθε ο παράδεισος και κάθισε δίπλα σου. Μην ξεχνάς. Με υπενθύμισα.

Πράγματι ένιωσα κάτι σαν αερικό καθώς πλησίαζε. Το ένιωσα τόσο έντονα που δεν τόλμησα να σηκώσω τα μάτια μου ακόμη και όταν με ρώτησε: «Μπορώ να καθίσω εδώ;» Συνέχισα να διαβάζω με τόση προσπάθεια να συγκεντρωθώ που δεν καταλάβαινα λέξη – ώσπου ξαναμίλησε. Τότε την κοίταξα. Πώς να περιγράψω αυτό που ένιωσα;

Ας δοκιμάσω: με κυρίευσε μια απόλυτη γαλήνη και βεβαιότητα ότι σύντομα με τη γυναίκα αυτή θα κάναμε έρωτα.

Και έτσι έγινε. Το ίδιο βράδυ.

 

Και τώρα, τρεις βδομάδες αργότερα όπου ζω για τις στιγμές που είμαστε μαζί (και όλα τα άλλα είναι καταναγκαστικές αναγκαιότητες), αποφάσισε ότι θέλει να ζήσουμε μαζί και φυσικά να χωρίσει οριστικά από την προηγούμενη σχέση της. Τον λυπάμαι, βέβαια. Από ό,τι κατάλαβα την αγαπούσε πολύ. Δεν μπορείς όμως να δαμάσεις τον έρωτα που αποκλείει την αγωνία του τρίτου. Σκληρό αλλά νομοτέλεια.

Ζω στο εδώ και τώρα της ηδονικής συνύπαρξής μου μαζί της, διότι από πείρα ξέρω ότι όταν εστιάζεις στο μέλλον, αρνείσαι το παρόν. Δεν υπάρχεις, στην ουσία.

Παρ’ όλα αυτά, μερικές απροειδοποίητες στιγμές όπως τώρα, με τρομάζει η στατιστική πιθανότητα να βρεθώ κι εγώ στη θέση του τρίτου κάποτε. Ή απλώς να με εγκαταλείψουν όπως εγκατέλειψα εγώ. Χωρίς εξήγηση. Με τυραννάει η σκέψη του πόσο εύκολα εγκατέλειψε εκείνον.

Ίσως λοιπόν η λύση είναι να δεχτώ ότι είναι πολύ πιθανό να γίνει αυτό και σε μένα, μια που τίποτε δεν είναι μόνιμο και «τα πάντα ρει».

Ναι, αυτό με καθησυχάζει κάπως.

Η αποδοχή της νομοτέλειας.

 

Η Νίνα Ράπη γράφει θεατρικά, διηγήματα και δοκίμια. Έργα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά και σλοβάκικα. Δίδαξε Δημιουργική/Θεατρική Γραφή στα Πανεπιστήμια του Λονδίνου και του Greenwich. Γεννήθηκε στο Άργος Ορεστικό Καστοριάς, έζησε στο Λονδίνο για πολλά χρόνια και τώρα ζει στην Αθήνα.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.