fbpx
«Οι βαλίτσες» της Ευαγγελίας Τότσκα

«Οι βαλίτσες» της Ευαγγελίας Τότσκα

«Πότε επιτέλους θα πάρεις τις ρημαδοβαλίτσες από δω; Κάνε και καμιά δουλειά!»

Μπήκε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Τον παρατήρησε με την άκρη του ματιού της. Ξαναμμένος, άφησε τη δήλωση μετακίνησης πάνω στο έπιπλο της εισόδου βλαστημώντας. Με τίποτα δεν ήταν ευχαριστημένος. Μονίμως κατσούφης και γκρινιάρης. Και είχε πάνω του εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά πασχαλιάς, που τη δαιμόνιζε κάθε φορά που τον μύριζε. Το δίχως άλλο ήταν το αφρόλουτρο που είχε η «άλλη» στο μπάνιο της: το είχε μυρίσει τόσες φορές, που λες κι είχε γίνει ένα με το δέρμα του. Τίποτα δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει, τίποτα δεν μπορούσε να τον κρατήσει μακριά της. Σκαρφιζόταν χίλες δυο ανόητες δικαιολογίες, για να βγει από το σπίτι. Ποιος; Εκείνος, που θαρρείς και ήταν «χτισμένος» στον καναπέ του σαλονιού.

«Θα πάω μια βόλτα…» έλεγε και χανόταν για ώρες. Ευχόταν μέσα της να τον έπιαναν στα πράσα και να έτρωγε το πρόστιμο. Τότε να τον έβλεπε τον κύριο να βάζει το χέρι στην τσέπη αγόγγυστα, που μετρούσε και το πενηντάλεπτο που της άφηνε για το σούπερ μάρκετ. Κάποια στιγμή, ανακάλυψε ότι άλλαζε την ώρα στις δηλώσεις του για να μην καταλάβουν, σε περίπτωση ελέγχου, ότι δεν βγήκε απλά «για σωματική άσκηση». Όχι ότι θα τους έλεγε και εντελώς ψέματα: οι επί κλίνης γυμναστικές επιδείξεις είναι… απαιτητικές.

Είχαν δυο χρόνια τώρα τα τραβολογήματά του. Όλα ξεκίνησαν στο καφέ της πλατείας: τσαχπίνα σερβιτόρα η «άλλη», κι ας είχε τα χρονάκια της, με γιο από τον διαλυμένο γάμο της, που τον σπούδαζε στην Κομοτηνή. Γιατί να τον πάρει τον αχαΐρευτο από το σπίτι του; Χαζή ήταν; Σιγά που θα φορτωνόταν το σίδερο και το πλύσιμό του. Είδε μια χαρά το… σίριαλ του γάμου και τα καλά του. Η «άλλη» ήθελε ταξίδια και δώρα. Μέχρι και Σαββατοκύριακο στη Ρώμη την πήγε ο κύριος. Τα χαμπέρια τους τα έμαθε από τη γειτονιά.

Δεν θυμάται από πότε είχε ν’ απλώσει το χέρι του να την αγγίξει. Αντιθέτως, θυμάται ένα ένα τα χαστούκια που της άστραψε, κάθε φορά που τόλμησε να του γυρίσει κουβέντα. Έβλεπε τα σποτάκια για τις κακοποιημένες γυναίκες στην τηλεόραση και αναρωτιόταν πού τελειώνει «η κακιά στιγμή» και πού αρχίζει η κακοποίηση.

Την απόφασή της την είχε πάρει. Θα έφευγε από κει μέσα. Είχε μαζέψει τα πράγματά της σε δύο βαλίτσες, αλλά την πρόλαβε η απαγόρευση κυκλοφορίας για τον κορονοϊό. Θαρρείς και το σύμπαν συνωμοτούσε για να σαμποτάρει την απόφασή της. Αρνήθηκε να βγάλει τα ρούχα από τις βαλίτσες. Ένιωθε ότι αν το έκανε, θα ήταν ένα βήμα πίσω στην απόφασή της. Έβαλε τις βαλίτσες πίσω από την πόρτα και, σαν τον κατάδικο, εξέτιε την ποινή της προσπαθώντας να μείνει μακριά του. Όχι ότι ήταν εύκολη υπόθεση. Τα τελευταία χρόνια, ζούσαν σ’ ένα υπόγειο δυάρι, με μοναδική θέα από το παράθυρο, τα παπούτσια των περαστικών. Τώρα, λιγόστεψαν τα βήματα: πού και πού κάποιο βιαστικό ανδρικό σκαρπίνι, άντε και καμιά σακούλα του σούπερ μάρκετ στο χέρι. Ο κόσμος κλείστηκε στο σπίτι του και είναι ευκαιρία, λένε κάτι καλοχτενισμένες κυρίες στην τηλεόραση που δηλώνουν ψυχολόγοι, να βρεθούμε πιο κοντά με τους αγαπημένους μας και να καλλιεργήσουμε σχέσεις ουσίας. Καλέ, τι μας λες; Αν είναι ο αναγκαστικός εγκλεισμός να μας φέρει πιο κοντά, ας κλείσουμε τότε σ’ ένα δωμάτιο όσους έχουν διαφορές για ν’ αγαπηθούνε!

 

Κάποτε δούλευε πωλήτρια σε μπουτίκ, αλλά ο μορφονιός τής έταξε γη και ύδωρ για να την κλείσει σπίτι. «Τι τα θέλεις τώρα; Μ’ αυτά θα ζήσουμε;» της είπε. Τότε, βλέπεις, μεγαλοπιανόταν. Ήταν συνέταιρος στο χτίσιμο οικοδομών και της νοίκιασε ρετιρέ στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Τότε, όλον τον κόσμο τον έβλεπε αφ’ υψηλού: τώρα, πηγαίνουν τις σόλες τους στον τσαγκάρη. «Έτσι είναι οι δουλειές: με τα πάνω και τα κάτω τους. Η κρίση τσάκισε την οικοδομή», της είπε, όταν χρειάστηκε να μετακομίσουν στην υπόγα πριν δέκα χρόνια.

Το μόνο που έσωσε από τον παλιό καλό καιρό ήταν ένα χαλί που της αγόρασε από τη Μοιραράκη: έκανε χουβαρνταλίκια για να εντυπωσιάσει τους συνεργάτες του που τραπέζωνε. Φάνταζε παράταιρο με το φθαρμένο σαλόνι. Όταν έπιασαν τα ζόρια, θέλησε να το πουλήσει αλλά γύρισε φουρκισμένος με το χαλί στην πλάτη. Δήλωσε ότι δεν θα το «σκοτώσει» για ψίχουλα.

Δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε ξεκίνησε η κατρακύλα στη σχέση τους. Η καθημερινότητα σε δυσκολεύει να δεις τα πράγματα με καθαρό μυαλό. Όχι ότι ήταν ποτέ του τρυφερός: είχε όμως μια αποφασιστικότητα που την έκανε να αισθάνεται ασφαλής. Ζούσε μόνη στην Αθήνα από τα δεκαοκτώ της, απ’ όταν ήρθε από το χωριό της. Μάλλον, όταν τον συνάντησε, είχε την ανάγκη να πιστέψει ότι βρήκε επιτέλους το στήριγμά της.

Τώρα, οι μόνοι άνθρωποι που εμπιστευόταν ήταν ο Τσιόδρας και ο Χαρδαλιάς. Κάθε απόγευμα στις έξι, άνοιγε κουβέντα μαζί τους, λες κι ήταν καλεσμένοι στο σαλονάκι της. Ήταν ο βασικός της σύνδεσμος με τον έξω κόσμο. Τους παρουσιαστές των εκπομπών δεν τους πολυεμπιστευόταν: θεατρίνοι και εγωπαθείς, ακόμη και στα δύσκολα. Συγχυσμένη άλλαζε κανάλι: προτιμούσε να χαζεύει κοσμήματα στις τηλεοπτικές δημοπρασίες. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι υπήρχαν άνδρες που αγόραζαν για τις γυναίκες τους ό,τι διαφήμιζαν μελιστάλαχτα οι τηλεπωλητές. «Μπορεί και να τ’ αγοράζουν για τις αγαπητικιές τους», κατέληγε με μια δόση χαιρεκακίας…

 

Δεν την πείραζε που στα σαράντα της δεν ήξερε να κάνει κάποια συγκεκριμένη δουλειά. «Θα καθαρίζω σκάλες και θα είμαι αφεντικό του εαυτού μου», έλεγε καμιά φορά φωναχτά.

Παιδιά δεν έκαναν, γιατί ο Θεός δεν το θέλησε. Έτρεξαν σε γιατρούς κι έκαναν εξετάσεις, αλλά και οι δυο ήταν γεροί σαν ταύροι. Μετά, άρχισαν τα τσιλημπουρδίσματά του και το σχέδιο «παιδιά» μπήκε στο συρτάρι. Για να είναι ειλικρινής, δεν την πονούσε και τόσο που δεν έγινε μάνα: ήταν αυτός άντρας για να γίνει πατέρας;

Όταν έπιανε κάνα φράγκο στα χέρια του, τα μαρτύρια και οι γκρίνιες αυξάνονταν όπως η καμπύλη των θυμάτων του κορονοϊού σε Ευρώπη και Αμερική.

Κλωθογύριζε στο μυαλό της τις επόμενες κινήσεις της, όταν θα έκλεινε για πάντα πίσω της την πόρτα της υπόγειας γκαρσονιέρας. Δεν ήξερε να πει με βεβαιότητα, αν περισσότερο την πονούσε το διαμέρισμα «φυλακή» ή η σχέση «φυλακή» στην οποία έμεινε για χρόνια με τη θέλησή της.

Πάνε όμως αυτά τώρα. Όταν θα ερχόταν η ώρα, αρχικά, θα έμενε στη σοφίτα μιας φίλης. Δεν θα γυρνούσε πίσω, ακόμη κι αν κατέληγε στο συσσίτιο της Εκκλησίας. Αρκεί να τελείωνε ο αναθεματισμένος ο εγκλεισμός. Μπορεί και να επέστρεφε στο νησί της μητέρας της, να δουλέψει λαντζέρισσα ή καθαρίστρια στα ξενοδοχεία. Αρκεί να μην πήγαινε ο τουρισμός μας κατά διαόλου, όπως άκουγε να λένε στο ράδιο και στην τηλεόραση.

Η δική της ζωή είχε πάει κατά διαόλου εδώ και καιρό. Άκουγε τον κόσμο να μιλά για τα ταξίδια του, παρακολουθούσε μετά μανίας τις ταξιδιωτικές εκπομπές και προσπαθούσε να μπει στη θέση τους: μόνο μέχρι την Αίγινα είχε ταξιδέψει, την εποχή των μεγάλων ερώτων με τον λεγάμενο.

«Άργησες αλλά επιτέλους το πήρες απόφαση», της είπε κάποια μέρα η γειτόνισσά της, η Ελένη: το δικό της υπόγειο έβλεπε στον ακάλυπτο. Έτσι ήταν από μικρή. Ανεχόταν με καρτερία, μέχρι να… σκάσει. Έδινε μία εσωτερική διορία, κι όταν τελείωνε, έκοβε γέφυρες και παρτίδες. Έτσι έκανε και με τον ανεπρόκοπο τον αδελφό της, όταν της έφαγε τις πενταροδεκάρες που είχε μαζέψει για μια δύσκολη ώρα.

 

Μια μέρα, ο ακατονόμαστος μπήκε στο σπίτι με το κεφάλι κατεβασμένο. Δεν είχε όρεξη ούτε να γκρινιάξει. Κάθισε αμίλητος στο μικρό τραπεζάκι της κουζίνας και με το ζόρι έβαλε δυο μπουκιές στο στόμα του. Πήγε και κλείστηκε στο υπνοδωμάτιο. Άκουσε φωνές και κατάλαβε ότι με κάποιον τσακωνόταν. Ή μήπως με κάποια;

Την επομένη δεν βγήκε από το σπίτι, ούτε την παράλλη. Μέσα στη βδομάδα έκανε και μια προσπάθεια να τη ρίξει στο κρεβάτι. «Άσ’ τα αυτά», του είπε κοφτά και μαλακώνοντας τη φωνή της, για να μην την καταλάβει, πρόσθεσε: «Με δαύτον τον ιό πρέπει να προσέχουμε. Μην τρέχουμε και στα νοσοκομεία…»

Η κατάσταση ήταν τραγική. Έβλεπε στην τηλεόραση ανθρώπους να εκλιπαρούν για λίγο αέρα και να πεθαίνουν με τον πιο σκληρό θάνατο: χωρίς τους δικούς τους ανθρώπους στο πλευρό τους. Πλούσιες χώρες, με κοτζάμ νοσοκομεία και τα συστήματα υγείας τους κατέρρεαν σαν τραπουλόχαρτα.

 

Ο εγκλεισμός θαρρείς διαστέλλει τον χρόνο, τον κάνει να κυλά πιο αργά. Η αναμονή έκανε τις ώρες να μοιάζουν με χρόνια και τις μέρες με αιώνες. Πάντως, η αλλαγή στη συμπεριφορά του την προβλημάτισε. «Και ποιος άντρας δεν θα ξενοκοιτάξει;» έλεγε παλιά η μητέρα της. «Ο χορτασμένος!» θα της απαντούσε αν ζούσε. Ήρθαν να τη συναντήσουν και οι ενοχές: τις βυζαίνουν τα κορίτσια με το γάλα της μάνας τους. «Φταίω κι εγώ. Ακούμπησα πάνω του, αφέθηκα, εξαρτήθηκα. Αντιμετώπισα τα καπρίτσια και τις προσβολές του μοιρολατρικά». Βουβαμάρα, όταν έκανε αυτήν τη σκέψη.

Άραγε, τι αξίζει περισσότερο; Να κλείσεις την πόρτα πίσω σου και να κάνεις μία νέα αρχή με δυσκολίες και απρόοπτα ή να δώσεις μάχη για ν’ αναστήσεις κάτι που έσβησε; Εκκρεμές η διάθεσή της.

Ένα απόγευμα, καθώς τα σκεφτόταν, χτύπησε το τηλέφωνο. Η σοφίτα είχε κάνει… φτερά. Ο άντρας της φίλης της την έδωσε στον γιο του κουμπάρου τους, που του είχαν μεγάλη υποχρέωση.

 

Με απίστευτη ηρεμία, άκουσε την ανακοίνωση ότι αίρονται οι περιορισμοί στις μετακινήσεις. Σηκώθηκε, έβαλε παπούτσια και πήρε τη ζακέτα της στο ένα χέρι. Ούτε που νοιάστηκε ν’ αλλάξει ρούχα. Άφησε την τηλεόραση να παίζει και βγήκε στο χολ. Άνοιξε την πόρτα και πήρε στα χέρια της τις δύο βαλίτσες. Έφυγε χωρίς να κλειδώσει…

 

Η Ευαγγελία Τότσκα είναι πτυχιούχος του Τμήματος Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής-Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Media Management. Μιλά αγγλικά και γαλλικά και είναι τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ. Εργάζεται επαγγελματικά στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο από το 1988. Το 2007, διασκεύασε παραδοσιακά παραμύθια απ’ όλον τον κόσμο, που κυκλοφόρησαν σε βιβλίο-CD με τις φωνές των ηθοποιών Ειρήνης Κουμαριανού και Έφης Παπαθεοδώρου. Υπέγραψε τη διασκευή του «Ασχημόπαπου» του Άντερσεν, που κυκλοφόρησε σε βιβλίο-CD με τη φωνή της ηθοποιού Αγγελικής Δαλιάνη και έκανε πρεμιέρα ως θεατρικό, το 2008, στο θέατρο Badminton και συνέχισε με περιοδεία σ’ όλη τη χώρα. Σήμερα επιμελείται και παρουσιάζει πολιτιστική εκπομπή στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.