fbpx
«Η ανάπαυση του πολεμιστή» του Πέτρου Γκάτζια

«Η ανάπαυση του πολεμιστή» του Πέτρου Γκάτζια

Τον λένε Περικλή. Αλλά εκεί σταματά κάθε ομοιότητα με τον αρχαίο πολιτικό.

Ή μάλλον έχει άλλη μια ομοιότητα: τη φορεσιά. Μια αστραφτερή πανοπλία. Φορά τον θώρακα, τις περικνημίδες και συχνά βγάζει την περικεφαλαία για να κάνει το απαραίτητο τσιγάρο, περίπου κάθε μία ώρα, σαν σκοπιά εύζωνα. Δερμάτινες λωρίδες καλύπτουν κάπως τα γυμνά του πόδια και ένα ξίφος λάμπει στη μέση του. Δίπλα ακουμπισμένο το ακόντιο και μια ασπίδα με τον ήλιο της Βεργίνας χαραγμένο πάνω της. Είναι σαφές πως ο ήρωας έχει μπλέξει λίγο τις περιόδους, αλλά ποιος δίνει σημασία σε κάτι τέτοια; Τη δουλειά του την κάνει. Και ποια είναι η δουλειά του; Μα να προσφέρει λιγάκι θέαμα στους τουρίστες που θαυμάζουν τα αρχαία ερείπια. Μια κακή αναπαράσταση πολεμιστή.

Η ιδέα ήρθε από μακριά. Από τη Ρώμη. Εκεί οι σύγχρονοι φουκαριάρηδες Ρωμαίοι φορούν τη στολή των προγόνων τους και φωτογραφίζονται με τους τουρίστες. Ατραξιόν μαζί με τα αρχαία! Χαμογελούν και εισπράττουν το μεροκάματο.

Ο Περικλής το είχε δει σε ένα ντοκιμαντέρ. Από εκεί ξεσήκωσε την ιδέα. Αφού πετυχαίνει εκεί, σκέφτηκε, τότε θα πετύχει και εδώ. Στο κάτω κάτω, έχουμε και περισσότερα ερείπια. Κολοσσαίο αυτοί, Ακρόπολη εμείς!

Ένας ψηλός, αδύνατος άνδρας, γύρω στα σαράντα, πολύ ψηλότερος από τους αρχαίους προγόνους. Στην αρχή πήρε μια αποκριάτικη στολή και φόρεσε, αλλά όλοι τον πέρασαν για τρελό. Μετά ένας φίλος του στο Μοναστηράκι τον λυπήθηκε και του δάνεισε μια πανοπλία που είχε για «κράχτη» στο μαγαζί του με τα τουριστικά είδη. Βαριά. Έμοιαζε σχεδόν με αληθινή.

Ο Περικλής τη φόρεσε και με σταθερό βήμα έφτασε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και στάθηκε εκεί, σαν φρουρός. Στην αρχή οι τουρίστες γελούσαν, αλλά σύντομα άρχισαν οι φωτογραφίσεις και οι σέλφι μαζί του. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Ο Περικλής έβγαζε μεροκάματο και εκείνοι είχαν κάτι να θυμούνται από το ταξίδι τους. Βοηθούσαν και τα λίγα αγγλικά που ήξερε από το σχολείο και σύντομα είχε το πόστο του.

Βρήκε όμως γρήγορα μιμητές και η πιάτσα γέμισε με αρχαίους όλων των ειδών. Εάν περάσεις το μεσημεράκι, τότε που κόβει λίγο η κίνηση, θα δεις τον Περικλή να κάθεται σ’ έναν βράχο και να καπνίζει. Το βλέμμα του χαμένο και δίπλα του ριγμένα τα αστραφτερά αξεσουάρ. Στο μυαλό του γυρίζουν πολλά. Τώρα με τον ανταγωνισμό τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα. Όταν εκείνος ξεκουράζεται, οι άλλοι δε σταματούν. Του κλέβουν τον χρόνο του και οι πόζες δίνουν και παίρνουν κάτω από τον ήλιο που τρώει τα μάρμαρα.

Είναι μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Η ώρα περασμένη, πλησιάζει σούρουπο και τα χρήματα που έβγαλε δε φτάνουν. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει. Περιμένει να βαρεθούν πρώτοι και να αποχωρήσουν οι υπόλοιποι, αλλά εκείνοι όσο τον βλέπουν στέκονται όρθιοι, φορώντας την περικεφαλαία. Ένας παράξενος στρατός αρχαίων που φυλά τα ερείπια.

Ο Περικλής έχει την καλή στολή του. Όλα μαύρα και η ασπίδα έχει πάνω της έναν αετό. Στέκεται αλύγιστος και σιωπηλός. Σα να ’χει πάρει στα σοβαρά τον ρόλο του. Ξάφνου, μια τουρίστρια ξεκόβει από το γκρουπ της και τον πλησιάζει. Από μακριά δείχνει νέα. Φορά ένα παντελόνι κάπρι και μια απλή ριχτή μπλούζα. Οι κινήσεις της αέρινες, νεανικές. Όσο πλησιάζει όμως εκείνος βλέπει πως είναι μεγάλη, με μια παράξενη γοητεία. Του μοιάζει κάπως με την Τζέιν Φόντα, μπορεί και καλύτερη.

Στέκεται δίπλα του και οι φίλες της την τραβούν φωτογραφία. Γελάει με την καρδιά της και δεν τον κοιτάζει καθόλου. Ο Περικλής παίζει τον ρόλο του. Κορδώνεται για να προσφέρει καλύτερο θέαμα και οι πόζες πολυβόλο.

Χαρούμενη εκείνη βγάζει από την τσάντα ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ και του το βάζει στο χέρι, μαζί με μια κάρτα. Ο Περικλής θα δει πολύ αργότερα ότι πάνω είναι γραμμένο ένα τηλέφωνο, χωρίς όνομα.

Την επόμενη μέρα είναι και πάλι στο πόστο του. Με μια κρυφή επιθυμία να την ξαναδεί. Δεν ξέρει εάν του άρεσε, εάν ήταν το μεγάλο φιλοδώρημα ή η περιέργεια. Πάντως την περίμενε. Το μεσημέρι, στο διάλειμμα, κρατά την κάρτα με το τηλέφωνο στα δάχτυλά του και σκέφτεται. Βγάζει από το πλάι της πανοπλίας του το κινητό του και σχηματίζει το νούμερο. Μιλά για λίγο, με κοφτά αγγλικά. Αρκούν όμως για να συνεννοηθεί. Το βράδυ. Στο ξενοδοχείο. Στο κέντρο. Πολύ κοντά στην πιάτσα του.

Εμφανίζεται με τη στολή. Δεν προλάβαινε να αλλάξει. Αλλά και εκείνη έτσι τον ήθελε. Με την αρχαία φορεσιά.

Το ξημέρωμα τον βρίσκει στον δρόμο. Όλη τη νύχτα δεν την έβγαλε τη στολή. Άβολη, αλλά έκανε τη δουλειά της. Και μπορεί βαθιά μέσα του να ένιωθε άσχημα, έβγαλε όμως όσα θα κέρδιζε σε έναν μήνα, άσε που κράτησε και το γόητρο της πατρίδας ψηλά.

Ο Περικλής περπατούσε προς το πόστο του. Τέτοια ώρα δε θα ήταν κανένας εκεί. Σταμάτησε στον βράχο του. Κάθησε, έβγαλε τα χρήματα και τα μέτρησε. Όλα καλά, σκέφτηκε, αλλά γιατί νιώθει τόσο βρόμικος;

«Μα δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν», είπε για να πείσει τον εαυτό του. «Και οι αρχαίοι το είχαν με το όργιο», είπε ξανά φωναχτά.

Το επόμενο βράδυ, στο σχόλασμα, ήταν ξανά στο ξενοδοχείο, με την αρχαία φορεσιά. Και το επόμενο και το μεθεπόμενο. Μέχρι που εκείνη έφυγε για την πατρίδα της.

Πέρασε ένας μήνας από τότε, όταν και πάλι μια τουρίστρια τον προσέγγισε με τον ίδιο τρόπο, λες και κάποιος της τον είχε υποδείξει. Το βράδυ βρισκόταν στο ίδιο ξενοδοχείο. Όπως αποδείχτηκε, η φήμη των επιδόσεών του είχε περάσει τον Ατλαντικό. Η πρώτη τουρίστρια είχε δώσει τις κατάλληλες συστάσεις.

Στους μήνες που ακολούθησαν, φίλες και γνωστές, με μικρά διαλείμματα, πέρασαν από το πόστο του, από την πιάτσα του. Ο Περικλής είχε μετατραπεί μάλλον σε «Ασπασία». Το πρωί στρατιώτης, φρουρός, και το βράδυ ζήλευε τη δόξα του παλιού Περικλή!

Είχε πιάσει για τα καλά φθινόπωρο, όταν έφευγε για άλλη μια φορά ξημερώματα από το ξενοδοχείο. Στον δρόμο, βλέπει έναν άνδρα να τον κοιτάζει περιέργα. Μοιάζει ξένος.

«Συμβαίνει κάτι, φίλε;»

«Είσαι ο μόνος άνθρωπος που βλέπω εδώ και ώρα».

Τα μάτια του είναι δακρυσμένα. Είναι σαφές ότι θέλει να μιλήσει. Τα λόγια βγαίνουν αβίαστα:

«Είμαι μόνος εδώ. Η γυναίκα μου και η κόρη μου είναι στο Ιράν. Εγώ έφυγα για καλύτερα, αλλά δεν αντέχω. Θέλω να γυρίσω».

Ο Περικλής τον κοιτάζει στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει εάν έχει να κάνει με απατεώνα. Σφίγγει το ακόντιο που κρατά. Ψεύτικο, αλλά θα την κάνει τη δουλειά του, εάν χρειαστεί. Ο ξένος βουρκώνει. Η φωνή του σπάει.

«Και η κόρη μου –σ’ την έδειξα;– είναι άρρωστη».

Βγάζει και δείχνει τη φωτογραφία ενός παιδιού γύρω στα δέκα, που χαμογελάει στον φακό. Ντυμένο παραδοσιακά. Δε δείχνει να υποφέρει από κάτι. Ο Ιρανός όμως επιμένει.

«Πρέπει να φύγω για να τη βρω. Τίποτα δε με κρατά εδώ».

Ο Περικλής φοβάται λίγο. Ο δρόμος είναι έρημος. Αν ο Ιρανός τού επιτεθεί, δεν έχει παρά μόνο τα ψεύτικα όπλα του. Όμως ο Ιρανός κλαίει και δείχνει να λέει την αλήθεια.

«Όταν έφυγα, περπατούσα μέρες, για να περάσω τα σύνορα χωρίς χαρτιά… και τώρα ξέρω πως όταν θα γυρίσω, θα πάω στη φυλακή, αν ζήσω. Όμως πρέπει να τη δω».

«Πόσο καιρό είσαι εδώ;»

«Τρία χρόνια...»

«Και πώς μαθαίνεις νέα τους;»

«Έχω τον τρόπο μου... Τα καταφέρνω... Δε θα γύριζα, αλλά είναι άρρωστη. Τότε φοβήθηκαν να φύγουν μαζί μου, αλλά εγώ ήθελα να είμαι ελεύθερος...»

Δεν του ζητάει χρήματα, αλλά ο Περικλής το σκέφτεται λίγο, σηκώνει τον θώρακα και βγάζει τις εισπράξεις της ημέρας και της νύχτας. Με μια κίνηση δίνει τα χρήματα στον Ιρανό.

«Πάρ’ τα», του λέει.

Εκείνος μένει άναυδος. Είναι πολλά.

«Δε σου ζήτησα κάτι. Να μιλήσω ήθελα μόνο. Βγαίνω βόλτες το ξημέρωμα για να ξεχαστώ. Αλλά εσύ είσαι ένας άγιος, ένας αρχαίος άγιος».

Κάνει να του επιστρέψει τα χρήματα, αλλά ο Περικλής δεν τα δέχεται. Τον χαιρετά και φεύγει χαμογελώντας. Εάν είναι απατεώνας, λέει στον εαυτό του, τότε είναι ένας πειστικός απατεώνας. Ο άνδρας πίσω του δε σταματά να κλαίει.

Η απάντηση ήρθε δύο μέρες μετά. Ο Ιρανός περνά από την πιάτσα του. Ο Περικλής φορά και πάλι την ολόμαυρη πανοπλία του και φωτογραφίζεται. Αιφνιδιάζεται. Πώς ο άνδρας της νύχτας περνά την ημέρα για να τον δει; Ο Ιρανός χαμογελά:

«Είσαι ένας άγιος. Έβγαλα εισιτήρια με ψεύτικα χαρτιά. Φεύγω αύριο. Δε θα σε ξαναδώ. Ήθελα να σ’ το πω».

Οι υπόλοιποι κοιτάζουν απορημένοι. Ο Περικλής τού σφίγγει το χέρι και νιώθει καλά, πολύ καλά. Όταν ο Ιρανός απομακρύνεται, εκείνος βγάζει την περικεφαλαία και παρότι δεν είναι ακόμη μεσημέρι, κάθεται στον βράχο και ανάβει τσιγάρο. Ποτέ άλλοτε η ανάπαυση του πολεμιστή δεν ήταν τόσο γλυκιά...


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.