fbpx
«Το σπίτι των στοιχειών» του Αμπρόουζ Μπιρς

«Το σπίτι των στοιχειών» του Αμπρόουζ Μπιρς

μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη

Εκεί στον δρόμο που οδηγούσε από το Μάντσεστερ του ανατολικού Κεντάκι προς το Μπούνβιλ, είκοσι μίλια μακριά, υπήρχε το 1862 μια φυτεία με μια ξύλινη αγροικία που ήταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση από τις περισσότερες κατοικίες της περιοχής. Το σπίτι αυτό καταστράφηκε από φωτιά την επόμενη χρονιά – την προκάλεσαν πιθανότατα στρατιώτες του στρατηγού Τζορτζ Γ. Μόργκαν που είχαν ξεστρατίσει από τη φάλαγγά τους μετά την οπισθοχώρησή της, αφού ο στρατηγός Κέρμπι Σμιθ την έτρεψε σε φυγή από το Κάμπερλαντ Γκαπ με προορισμό τον ποταμό του Οχάιο. Όταν καταστράφηκε, ήταν ήδη εγκαταλελειμμένο για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Τα βάτα είχαν θεριέψει στα χωράφια γύρω του, οι φράχτες είχαν διαλυθεί, ακόμα και τα διαμερίσματα των νέγρων, και γενικά τα βοηθητικά κτίσματα, ήταν υπό κατάρρευση, παραδομένα στην εγκατάλειψη και τις λεηλασίες. Γιατί τόσο οι νέγροι όσοι και οι φτωχοί λευκοί των γύρω περιοχών είχαν ανακαλύψει στο κτίριο αλλά και στον περίβολό του μεγάλες ποσότητες καυσίμων, τα οποία και υπεξαιρούσαν χωρίς δισταγμό, απροκάλυπτα, μέρα-μεσημέρι. Πάντα στο φως της ημέρας, δηλαδή, γιατί όταν έπεφτε η νύχτα δεν πλησίαζε ψυχή το μέρος αυτό, εκτός από περαστικούς ξένους. Ήταν γνωστό ως «το σπίτι των στοιχειών». Το ότι κατοικούσαν εκεί κακά πνεύματα σε πλήρη δραστηριότητα, που μπορούσες να τα δεις και να τα ακούσεις κανονικά, δεν το αμφισβητούσε κανείς στην περιοχή περισσότερο απ’ όσο αμφισβητούσε τα κυριακάτικα κηρύγματα του περαστικού εφημέριου. Όσο για την άποψη του ιδιοκτήτη, ήταν άγνωστη. Ο ίδιος και η οικογένειά του είχαν εξαφανιστεί μια νύχτα χωρίς ν’ αφήσουν πίσω τους το παραμικρό ίχνος. Είχαν παρατήσει τα πάντα – τα υπάρχοντά τους, τα ρούχα και τις προμήθειές τους, τα άλογα στους στάβλους, τις αγελάδες στο χωράφι, τους νέγρους στα διαμερίσματά τους – όλα και όλοι ήταν στη θέση τους, τίποτα δεν έλειπε – εκτός από έναν άντρα, μια γυναίκα, τρία κορίτσια, ένα αγόρι και ένα βρέφος. Ήταν αναμενόμενο να θεωρηθεί κάπως ύποπτη μια φυτεία από όπου είχαν εξαφανιστεί ταυτόχρονα εφτά άτομα χωρίς να έχει κανείς ιδέα για το τι συνέβη.

Μια νύχτα του Ιουνίου του 1859, δύο πολίτες από το Φράνκφορτ, ο συνταγματάρχης Τζ. Σ. ΜακΑρντλ, δικηγόρος, και ο δικαστής Μάιρον Βι, της πολιτοφυλακής, πήγαιναν από το Μπούνβιλ στο Μάντσεστερ. Η δουλειά τους ήταν τόσο σημαντική που αποφάσισαν να μη σταθούν, παρόλο που είχε πέσει το σκοτάδι και ήδη ακουγόταν η βοή μιας καταιγίδας, η οποία τελικά ξέσπασε με το που έφτασαν απέναντι από «το σπίτι των στοιχειών». Οι αστραπές έπεφταν με τέτοια συχνότητα, που χάρις στο φως τους οι δύο ταξιδιώτες μπόρεσαν να περάσουν μέσα από την πύλη και να φτάσουν σ’ ένα υπόστεγο όπου ξεπέζεψαν και έλυσαν τα άλογά τους. Στη συνέχεια προχώρησαν προς το σπίτι μέσα στη βροχή και χτύπησαν όλες τις πόρτες, χωρίς να πάρουν απάντηση. Πιστεύοντας ότι αυτό οφειλόταν στον ασταμάτητο βόμβο από τις βροντές, έσπρωξαν μια πόρτα, η οποία και άνοιξε. Μπήκαν μέσα χωρίς χρονοτριβή κι έκλεισαν την πόρτα. Την ίδια στιγμή βρέθηκαν μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή. Ούτε η παραμικρή υποψία από την αδιάκοπη λάμψη των αστραπών δεν διαπερνούσε τα παράθυρα ή τις χαραμάδες. Ούτε ο παραμικρός ψίθυρος από τη θεομηνία που μαινόταν απ’ έξω δεν τους έφτανε εκεί. Ήταν λες και είχαν αίφνης τυφλωθεί και κουφαθεί, και ο ΜακΑρντλ είπε αργότερα ότι για μια στιγμή πίστεψε ότι τον είχε σκοτώσει μια αστραπή καθώς περνούσε το κατώφλι. Για τη συνέχεια του επεισοδίου, μπορούμε κάλλιστα να συμβουλευτούμε τη δική του μαρτυρία, όπως καταγράφηκε στον Συνήγορο του Φράνκφορτ στις 6 Αυγούστου 1876:

«Όταν είχα κάπως συνέρθει από τη ναυτία που μου προκάλεσε η μετάβαση από τον ορυμαγδό στη νεκρική σιγή, η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να ξανανοίξω την πόρτα που είχα κλείσει, ενώ εξακολουθούσα να έχω την αίσθηση ότι το χέρι μου ήταν στο πόμολό της. Ένιωθα να το κρατάω ακόμα ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Η σκέψη μου ήταν πως αν έβγαινα και πάλι έξω στην καταιγίδα, θα διαπίστωνα αν όντως είχα χάσει την όραση και την ακοή μου. Γύρισα το πόμολο και άνοιξα την πόρτα. Είδα μπροστά μου ένα άλλο δωμάτιο!

»Στον χώρο αυτόν ήταν διάχυτο ένα ασθενικό, πρασινωπό φως, την πηγή του οποίου δεν μπορούσα να εντοπίσω και που έκανε τα πάντα τριγύρω να διακρίνονται σε γενικές γραμμές, αν και τίποτα δεν φαινόταν να έχει συγκεκριμένο περίγραμμα. Είπα βέβαια τα πάντα, αλλά στην πραγματικότητα τα μοναδικά στερεά σώματα ανάμεσα στους άδειους, πέτρινους τοίχους αυτού του δωματίου ήταν πτώματα ανθρώπων. Θα πρέπει να ήταν οχτώ ή δέκα – όπως καταλαβαίνετε, δεν ήμουν σε θέση να κάτσω να τα μετρήσω. Ήταν όλων των ηλικιών, μωρά, παιδιά και ενήλικες, εκπρόσωποι και των δύο φύλων. Όλα ήταν πεσμένα μπρούμυτα στο πάτωμα εκτός από ένα πτώμα που φαινόταν να είναι μιας κοπέλας, η οποία ήταν καθισμένη κάτω με την πλάτη της ν’ ακουμπάει σε μια γωνία του τοίχου. Ένα βρέφος ήταν στην αγκαλιά μιας άλλης, μεγαλύτερης γυναίκας. Ένα αγόρι ήταν πεσμένο μπρούμυτα πάνω στα γόνατα ενός άντρα με πλούσια γενειάδα. Ένα ή δύο πτώματα ήταν μισόγυμνα, και το χέρι ενός κοριτσιού κρατούσε ένα κομμάτι από το φόρεμά της που το είχε σκίσει από το μπούστο της. Τα πτώματα ήταν σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης, με ζαρωμένα πρόσωπα και σώματα. Κάποια κόντευαν να αποσκελετωθούν.

»Καθώς στεκόμουν πετρωμένος από τον τρόμο αντικρίζοντας αυτό το φρικιαστικό θέαμα κι ενώ ακόμα κρατούσα την πόρτα ανοιχτή, μια ανεξήγητη νοσηρή περιέργεια πήρε την προσοχή μου από τη σοκαριστική εικόνα και την έστρεψε σε άσχετες λεπτομέρειες. Ίσως το μυαλό μου, προσπαθώντας από ένστικτο να μη σαλέψει, αναζήτησε παρηγοριά σε πράγματα που θα το χαλάρωναν από αυτή την επικίνδυνη ένταση. Ανάμεσα σε άλλα πράγματα, παρατήρησα ότι η πόρτα που κρατούσα ανοιχτή αποτελούνταν από βαριές, βιδωμένες μεταλλικές πλάκες. Σε ίση απόσταση μεταξύ τους και από πάνω μέχρι κάτω, τρία χοντρά μπουλόνια έβγαιναν από το γυριστό πλαίσιο. Γύρισα το πόμολο και ευθυγραμμίστηκαν με το πλαίσιο, το άφησα και πετάχτηκαν έξω. Ήταν μια κλειδαριά με ενισχυμένο οπλισμό. Στην μέσα πλευρά δεν είχε πόμολο, ούτε τίποτ’ άλλο που να εξέχει – έβλεπες απλώς μια λεία σιδερένια επιφάνεια.

»Καθώς παρατηρούσα αυτά τα πράγματα με ενδιαφέρον και μια προσοχή που τώρα με ξαφνιάζει όταν την αναλογίζομαι, ένιωσα ένα σπρώξιμο, και ο δικαστής Βι, τον οποίο είχα εντελώς ξεχάσει μέσα στην ένταση και τις συναισθηματικές μου διακυμάνσεις, με προσπέρασε και μπήκε στο δωμάτιο. Για το Θεό, φώναξα, μην μπαίνεις μέσα! Πάμε να φύγουμε απ’ αυτό το καταραμένο μέρος!

»Δεν έδωσε καμία σημασία στις παρακλήσεις μου αλλά (σαν σωστός ατρόμητος άντρας του Νότου που ήταν) προχώρησε βιαστικά στο κέντρο του δωματίου, γονάτισε δίπλα σε ένα από τα πτώματα για να το δει καλύτερα και πήρε με προσοχή στα χέρια του το μαυρισμένο και ζαρωμένο κεφάλι. Μια δυνατή, δυσάρεστη οσμή έφτασε μέχρι την είσοδο και με παρέλυσε εντελώς. Έχασα τις αισθήσεις μου, ένιωσα να πέφτω και καθώς προσπαθούσα να πιαστώ από την άκρη της πόρτας για να στηριχτώ, άθελά μου την έσπρωξα και την έκλεισα με έναν εκκωφαντικό κρότο.

»Δε θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Έξι εβδομάδες αργότερα, βρέθηκα να πασχίζω να ξαναβρώ τα λογικά μου σε ένα ξενοδοχείο στο Μάντσεστερ, όπου με μετέφεραν άγνωστοι την επόμενη μέρα. Όλες αυτές τις εβδομάδες υπέφερα από νευρικό πυρετό και είχα συνέχεια παραληρήματα. Με είχαν βρει πεσμένο στον δρόμο αρκετά μίλια μακριά από το σπίτι, αλλά δεν είχα ιδέα πώς κατάφερα να φύγω για να φτάσω μέχρι εκεί. Όταν συνήλθα, ή όταν οι γιατροί μού επέτρεψαν να μιλήσω, και ρώτησα να μάθω για τον δικαστή Βι, με πληροφόρησαν (για να με καθησυχάσουν, όπως διαπίστωσα μετά) ότι ήταν καλά και βρισκόταν ήδη στο σπίτι του.

»Κανείς δεν πίστεψε ούτε λέξη από την ιστορία μου, και δεν μου κάνει εντύπωση. Κι αναρωτιέμαι αν μπορεί άραγε κανείς να διανοηθεί τη θλίψη που ένιωσα όταν, φτάνοντας στο σπίτι μου στο Φράνκφορτ δύο μήνες αργότερα, έμαθα ότι τα ίχνη του δικαστή Βι είχαν χαθεί από κείνη τη νύχτα. Τότε μετάνιωσα πικρά για την ψωροπερηφάνια που με είχε αποτρέψει από τις πρώτες κιόλας μέρες της ανάρρωσής μου να επαναλάβω την αμφισβητούμενη ιστορία μου και να επιμείνω μέχρι να με πιστέψουν.

»Όλα όσα συνέβησαν στη συνέχεια –ότι έγινε έρευνα στο σπίτι και δεν βρέθηκε ποτέ κανένα δωμάτιο που να συμφωνεί με την περιγραφή που είχα δώσει, κι ότι κάποιοι επιχείρησαν να με βγάλουν τρελό αλλά εγώ κατάφερα να κατατροπώσω αυτούς τους επικριτές μου– οι αναγνώστες του Συνηγόρου τα ξέρουν ήδη. Έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια, είμαι ακόμα πεπεισμένος ότι αν ποτέ γίνουν ανασκαφές, τις οποίες δεν έχω ούτε τη νόμιμη εξουσία αλλά ούτε και τα χρήματα να πραγματοποιήσω, θα αποκαλύψουν το μυστικό της εξαφάνισης του άτυχου φίλου μου, και ίσως και των παλιών ενοίκων και ιδιοκτητών του εγκαταλελειμμένου και κατεστραμμένου πλέον σπιτιού. Δεν έχω χάσει τις ελπίδες μου για την πιθανότητα μιας τέτοιας έρευνας και μου προκαλεί μεγάλη θλίψη το ότι έχει καθυστερήσει εξαιτίας της εχθρότητας και της βλακώδους δυσπιστίας της οικογένειας και των φίλων του μακαρίτη δικαστή Βι.»

Ο συνταγματάρχης ΜακΑρντλ πέθανε στο Φράνκφορτ τη δέκατη τρίτη μέρα του Δεκεμβρίου, το έτος 1879.

 

Ο Ambrose Bierce (1842 – περίπου 1914) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, δημοσιογράφος, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας και βετεράνος του Εμφυλίου πολέμου. Όσον αφορά τον πεζό λόγο, έγραψε κυρίως διηγήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερα πρωτότυπη και ασυνήθιστη για την εποχή θεματολογία τους, κάτι που τον καθιέρωσε ως πρωτοπόρο στον χώρο της λογοτεχνίας ρεαλιστικής φαντασίας. Τα έργα του έχουν κριθεί ισάξια εκείνων του Πόε και του Λάβκραφτ, ενώ επηρέασε πολλούς μεταγενέστερούς του συγγραφείς, όπως τον Στίβεν Κρέιν ή τον Χέμινγουεϊ. Τον Δεκέμβριο του 1913 πήγε στο Μεξικό για να ζήσει από κοντά τη Μεξικανική επανάσταση. Από εκείνη τη στιγμή χάθηκαν τα ίχνη του και δεν τον είδε ποτέ ξανά κανείς. Το μυθιστόρημα του Κάρλος Φουέντες Ο γερο-Γκρίνγκο, που αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, αναφέρεται σε αυτό ακριβώς το περιστατικό από τη ζωή του Μπιρς. Το διήγημα «Το σπίτι των στοιχειών» είναι μια γοτθική ιστορία τρόμου που διαδραματίζεται στη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου. Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The San Francisco Examiner στις 7 Ιουλίου 1889.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.