fbpx
«Έτσι όπως έχουν τα πράγματα» της Λιν Φριντ

«Έτσι όπως έχουν τα πράγματα» της Λιν Φριντ

μετάφραση: Βερίνα Χωρεάνθη

Η Γκουέν ήταν που επέμενε να πάμε η μαμά κι εγώ στην Αμερική. Αργά ή γρήγορα, είπε, θα συνέβαινε ξανά, ήταν απλώς θέμα χρόνου. Και υποθέτω πως είχε δίκιο. Στ’ αλήθεια, όμως, το λάθος ήταν δικό μου. Δεν έπρεπε με τίποτα να τους είχα αφήσει να περάσουν. Και να πεις ότι δεν ήξερα; Τόσες φορές είχα διαβάσει για ανθρώπους που τους είχαν δέσει, ληστέψει, βιάσει ή σκοτώσει άντρες που παρίσταναν τους αστυνομικούς. Ή ακόμα και αληθινοί αστυνομικοί. Τι διαφορά έχει όταν ο άλλος σε δένει; Και πόσο χαζή ήμουν όταν τραβούσα την αλυσίδα ασφαλείας από την πόρτα, εξαιτίας της εξοργιστικής μου συνήθειας να νοιάζομαι για τους άλλους;

Αν λοιπόν υπήρχε κάποιος φταίχτης, ήταν αυτό – οι κανόνες καλής συμπεριφοράς που μας είχαν φορτώσει εξαρχής. Ακόμα και μέσα στο αεροπλάνο, όση ώρα ο ηλικιωμένος φαρμακοποιός μού ανέλυε την ιστορία των εθνικών πάρκων της Αμερικής, εγώ του έγνεφα συνεχώς –α ναι; αλήθεια;– ενώ ευχόμουν να πάθει εκεί επιτόπου εγκεφαλικό, ακόμα και τότε σκεφτόμουν, ποτέ δεν θα μπορέσω να το ξεπεράσω, ποτέ.

Κι έτσι να μαστε τώρα εδώ, η μαμά κι εγώ – εκείνη βολεύτηκε στον ξενώνα της Γκουέν κι εγώ στην κλεισμένη με τζάμι βεράντα του πάνω ορόφου, μαζί με το πλυντήριο και το στεγνωτήριο, με το ροχαλητό της μαμάς να τραντάζει τη γυάλινη πόρτα ανάμεσά μας.

Απομάκρυνα τα μαλλιά μου από το σημάδι στο μέτωπό μου – μια νέα συνήθεια που είχα αποκτήσει. Ακόμα με πονούσε αφόρητα όποτε κουραζόμουν, σαν μια ανάμνηση ή, για την ακρίβεια, μια υπενθύμιση της χαζομάρας μου, γιατί εκείνοι με είχαν προστάξει να μην τους κοιτάζω, μου είπαν να έχω κατεβασμένο το κεφάλι μου αλλιώς θα με πυροβολούσαν ακριβώς εκεί, και παρ’ όλα αυτά εγώ τους κοίταξα για να τους παρακαλέσω – για ποιο λόγο; Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από τέτοιους ανθρώπους για να σώσει τη ζωή του;

Τότε ήταν που το όπλο κατέβηκε απότομα στο μέτωπό μου, κάνοντάς με να πέσω με τα μούτρα στο πάτωμα. Εκείνοι έβαλαν τα γέλια, ο ένας έσκυψε από πάνω μου κι άρχισε να με πασπατεύει με τα δάχτυλα κάτω από τη φούστα, ενώ αναρωτιόταν, το δίχως άλλο, αν άξιζε τον κόπο να με βιάσει. Παρ’ όλα αυτά, έτσι όπως ήμουν πεσμένη πάνω στα πλακάκια της γκαρνταρόμπας, με το αίμα να απλώνεται κάτω από το πρόσωπό μου, ψιθύριζα: Όχι – όχι, σε παρακαλώ!

Και τότε ξαφνικά τράβηξε τα δάχτυλά του κι ένα χέρι με άρπαξε από το σβέρκο, μου χτύπησε το κεφάλι μία, δύο φορές πάνω στα πλακάκια.

«Τον συνδυασμό, παλιοβρόμα! Πες μου τον συνδυασμό, αλλιώς σε σκοτώνω εδώ και τώρα!»

Υπάκουσα, κι άκουγα τους αριθμούς να βγαίνουν από το στόμα μου χαμηλόφωνα, μαζί με το αίμα –δύο αριστερά, οχτώ δεξιά, έξι αριστερά– άκουγα τη φωνή μου να καμπανίζει εκκωφαντικά μέσα στο κεφάλι μου καθώς ήμουν πεσμένη εκεί μέσα στη νοτισμένη, σκοτεινή ηχώ της γκαρνταρόμπας, με τη μυρωδιά των πλαστικών αδιάβροχων και τα μακρινά γαβγίσματα των σκυλιών των Μόφιτ, περιμένοντας τον θάνατό μου.

Και τότε ήταν που θυμήθηκα τη μαμά. Τι μπορεί να της είχαν κάνει; Είχα ακούσει ιστορίες τρομερές, αποκρουστικές, τερατώδεις ιστορίες για το τι έκαναν στις ηλικιωμένες γυναίκες. Τους άκουγα τώρα επάνω, να σπάνε πράγματα, να βρυχώνται, να κοπανάνε. Ένας ήταν στην τραπεζαρία και κλοτσούσε το ντουλάπι με τα ποτά, κι εγώ πάσχιζα να πω, Τα κλειδιά είναι στην τσάντα μου, γιατί ποιος ξέρει τι θα έκαναν αν δεν έβρισκαν πρόσβαση στα ποτά; Τους το είπα, αλλά προφανώς το είχαν ήδη σπάσει, γιατί άκουγα τα μπουκάλια να κουδουνίζουν. Μακάρι, ευχόμουν, μακάρι να τους ακούσουν οι Μόφιτ και να φωνάξουν τους πραγματικούς αστυνομικούς, προτού αυτοί εδώ μεθύσουν και μας βιάσουν και μας σκοτώσουν.

Πόσοι να ήταν, άραγε; Τρεις; Τέσσερις; Δεν μπορούσα να καταλάβω. Κι όταν ένας τους ήρθε και στάθηκε από πάνω μου και είδα την αστυνομική του αρβύλα, κι ένιωσα το κάτουρο να κυλάει ζεστό και βρομερό ανάμεσα στα μαλλιά μου και πάνω από την πληγή, αναρωτήθηκα, μ’ εκείνη την ηρεμία που χαρακτηρίζει τους καταδικασμένους, αν είχε AIDS. Ο κόσμος έλεγε ότι οι περισσότεροι είχαν AIDS. Κι επίσης, οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν και μαστουρωμένοι.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, βυθίζοντας για μια στιγμή τα πάντα στη σιωπή. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του αυτόματου τηλεφωνητή και στη συνέχεια η φωνή της Γκουέν από την άλλη άκρη της γραμμής. «Τζο», είπε, «εγώ είμαι. Είσαι εκεί; Γκλάντις; Γκλάντις, θα σηκώσεις το τηλέφωνο; Χμμμ. Άκου, Τζο, θα ξαναπάρω σε δέκα λεπτά. Αν δεν σε βρω, θα τηλεφωνήσω στους Μόφιτ».

Τότε εκείνοι άρχισαν να λογομαχούν, βρίζοντας και φτύνοντας ο ένας τον άλλον. Ένας πέταξε το τηλέφωνο στο πάτωμα και το κλότσησε. Ήταν λες και με είχαν ξεχάσει καθώς έτρεχαν πέρα-δώθε, τραβώντας πράγματα, αναποδογυρίζοντας πράγματα, μέχρι που επιτέλους άνοιξαν την εξώπορτα, αφήνοντας ένα ρεύμα ζεστού νυχτερινού αέρα να μπει μέσα. Και τότε ακούστηκε η μηχανή του αυτοκινήτου που έπαιρνε μπρος. Κι εξαφανίστηκαν.

 

Εδώ είμαστε, λοιπόν, να πίνουμε τσάι από τις κούπες μας, στο τραπέζι της κουζίνας της Γκουέν.

«Πρέπει, κορίτσια, να κάνετε ό,τι έκανα κι εγώ», είπε η μαμά ζωηρά. «Να βρίσκετε πελάτες τα απογεύματα».

Η Γκουέν πήρε τα κεκάκια και μας τα πρόσφερε. «Πάρε, μαμά», είπε, «η Σόνια τα έφτιαξε».

«Η Σόνια; Ποια είναι η Σόνια;»

Η Σόνια τής έριξε ένα βλέμμα όλο αποδοκιμασία. Ήταν ένα άχαρο κορίτσι, γεμάτο περιφρόνηση και ειρωνεία. Η Γκουέν έλεγε ότι όλοι οι έφηβοι της Αμερικής ήταν έτσι, γιατί από τότε που γεννιούνται έχουν μάθει ν’ ακούνε επαίνους και υποκριτικές επιδοκιμασίες. Και ιδού το αποτέλεσμα: κατάθλιψη, σύγχυση, δυσφορία.

«Απλά ακολούθησα τη συνταγή», μουρμούρισε η Σόνια.

Η μαμά γύρισε ολόκληρη για να τη δει. Ο γιατρός Σλάτκιν με είχε προειδοποιήσει ότι σε λίγο καιρό δεν θα έβλεπε πια καθόλου και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. «Γιατί δε βρίσκεις μια ψυχοκόρη που να μιλάει αγγλικά;» είπε.

Η Γκουέν στραβομουτσούνιασε.

«Μην ασχολείσαι», της ψιθύρισα. «Απλά το διασκεδάζει».

Αλλά η Γκουέν δεν είχε σκοπό να το αφήσει να πέσει κάτω, πόσο μάλλον που είχε να κάνει με τη Σόνια. Μπορεί να είχε τις θεωρίες της για τους εφήβους της Αμερικής, να έστελνε τη μικρή στον πατέρα της όταν πια δεν άντεχε την αγένειά της, γιατί ήταν όντως σαν κι εκείνον, όπως έλεγε, κακιασμένη, αναρχική, επιθετική –μπορεί να ανυπομονούσε για τη μέρα που η μικρή δεν θα ήταν πια στην ευθύνη της και θα έφευγε για σπουδές– αλλά σε ό,τι αφορούσε τη μαμά, το μόνο που ήθελε ήταν να εξασφαλίσει μια σωστή αγάπη για τη Σόνια.

«Αυτή είναι η Σόνια, μαμά», είπε, ξαναρχίζοντας πάλι το ίδιο βιολί. «Και δεν έχουμε “ψυχοκόρη” εδώ, μόνο μια καθαρίστρια η οποία, αν θες να ξέρεις, δε μιλάει ούτε λέξη αγγλικά. Η “ψυχοκόρη” που λες είναι η εγγονή σου. Και φυσικά μιλάει αγγλικά! Αγγλικά της Αμερικής! Γιατί είναι Αμερικανίδα

Η μαμά ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Όποια κι αν είναι, δε βλέπω το λόγο γιατί ακόμα και μια Αμερικανίδα δεν μπορεί να αξιοποιήσει τα απογεύματά της. Να το θυμάσαι αυτό που θα σου πω, καλή μου, θα έχεις έτσι μια πολύ σημαντική βοήθεια στα έξοδα του σπιτιού».

Η Σόνια πετάχτηκε από την καρέκλα της και έφυγε επιδεικτικά από την κουζίνα. Ο κόσμος της ήταν τελείως διαφορετικός από τον δικό μας, όπως μας εξήγησε η Γκουέν, και δεν μπορούσε να γίνει τίποτα για να μπουν αυτά τα παιδιά στη λογική τού να κουβαλάνε τις ενοχές με τις οποίες θα έπρεπε εμείς να παλεύουμε έτσι και μια θεία ή μια γιαγιά εισέβαλλαν ξαφνικά στη ζωή μας.

«Καλέ μαμά», είπε η Γκουέν, «είναι μόνο δεκαπέντε χρονών, για τ’ όνομα του Θεού!»

Η μαμά όμως της έριξε ένα διφορούμενο βλέμμα. «Δεκαπέντε; Μα τότε θα μπορούσες να την παντρέψεις, ξέρεις. Αν ισιώσει λίγο το κορμί της και σουλουπώσει αυτή τη μαλλούρα, μπορεί να ξεστραβωθεί κανένας και να γλιτώσεις από δαύτη».

 

Όπως μου είπε η Γκουέν, κι αναρωτιόταν αν είχα κι εγώ την ίδια γνώμη, θα πρέπει με κάποιον τρόπο το όλο θέμα να έπεσε, έστω και ακροθιγώς, στην αντίληψη της μαμάς. Όλη αυτή η ιστορία για τις ωραίες της ημέρας[1] και τα συναφή.

Ανασήκωσα τους ώμους μου. Απ’ όσο ήξερα, είχαν αγνοήσει εντελώς τη μαμά. Ο κόσμος έλεγε ότι εκείνο το τηλεφώνημα ήταν που μας έσωσε. Και μπορεί να ήταν η Γκλάντις που τους ειδοποίησε. Διαφορετικά, γιατί να γυρίσει τόσο αργά από την εκκλησία; Και μετά ν’ αρχίσει να ουρλιάζει σαν πριμαντόνα της κακιάς ώρας προτού καν με δει πεσμένη στο πάτωμα της γκαρνταρόμπας;

Ωστόσο ήταν τα ουρλιαχτά της που ξεσήκωσαν τους Μόφιτ, τον Τζον Μόφιτ που με έλυσε και την Αϊλίν που πήγε επάνω για να βρει τη μαμά. Και όντως τη βρήκε να κοιμάται και να ροχαλίζει του καλού καιρού.

«Θέλω να πω, θα πρέπει να σε άκουσε να το συζητάς», είπε η Γκουέν, «χώρια που η αστυνομία ήρθε για να πάρει αποδεικτικά στοιχεία».

Πάντα είχαμε διαφορετικό τρόπο σκέψης, η Γκουέν κι εγώ, αλλά ποτέ μου δεν κατάφερα να της το δώσω να το καταλάβει. Αν λοιπόν πίστευε ότι η μαμά την είχε δει ωραία της ημέρας γιατί ένας από τους εισβολείς παραλίγο να με βιάσει, ή ότι η μαμά με αγαπούσε περισσότερο γιατί δεν είχα ποτέ την ευκαιρία, όπως το έθετε η Γκουέν, «να απειλήσω την πρωτοκαθεδρία της» σε σχέση με τον πατέρα μου – αν την παρηγορούσε να σκέφτεται ότι έτσι είχαν τα πράγματα, εγώ πήγαινα πάσο.

«Ίσως πρέπει να της βρω έναν ψυχοθεραπευτή», είπε η Γκουέν, «κάποιον που να είναι ειδικός σε τέτοιες φαντασιοκοπίες». Έβγαλε το μπλοκάκι της και σημείωσε κάτι.

Δίπλα στο κρεβάτι μου ήταν ένας πλαστικός φάκελος γεμάτος με τις σημειώσεις της, όλες τυπωμένες, με επικεφαλίδες και αριθμούς σελίδων. Εδώ μου έγραφε πώς να βάζω πλυντήριο, εκεί πώς να χειρίζομαι τον συναγερμό και να τον ανοίγω κάθε φορά που έβγαινα έξω, κι αν καμιά φορά τύχαινε να πάρει μπρος κατά λάθος, έπρεπε να τηλεφωνήσω στο τάδε νούμερο μέσα σε τρία λεπτά, διαφορετικά θα ερχόταν η αστυνομία και θα μας έκοβε ένα γερό πρόστιμο.

Η πληγή στο μέτωπό μου άρχισε να πονάει δυνατά. Μέναμε με την Γκουέν εδώ και δεκατρείς μέρες, αλλά προτού ακόμα προσγειωθούμε, προσπαθούσα να βρω έναν εύσχημο τρόπο για να αποδεσμευτώ. Όταν όμως πρότεινα να βρω ένα μικρό διαμέρισμα, έστω ένα δωμάτιο, για να μείνω μόνη μου, μου υπενθύμισε ότι εδώ ζούσαμε με ραντ[2] η μαμά κι εγώ, όχι με δολάρια, και δεν είχα ιδέα πόσο ακριβή μπορεί να ήταν η ζωή με τα ραντ σ’ ένα μέρος σαν την Καλιφόρνια. Δεν θα ήταν λοιπόν πιο λογικό να συγκατοικήσουμε όλοι μαζί; Και να μοιραστούμε τα έξοδα;

Εννοείται φυσικά ότι αναγκάστηκα να συμφωνήσω. Ωστόσο, δεν έκλεινα μάτι τις νύχτες, καθώς ένιωθα ότι ταυτιζόμουν όλο και περισσότερο μ’ αυτό που γινόμουν κάθε φορά που ήμουν μαζί με την Γκουέν, σε βαθμό που στο τέλος δεν θα μπορούσα με τίποτα να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Κι αν συνέχιζα να συμφωνώ μαζί της μ’ αυτόν τον τρόπο, θα ερχόταν μια μέρα που δεν θα ήμουν καν σε θέση να θυμηθώ πώς σκεφτόμουν ή πώς ένιωθα πραγματικά, και θα τα έβαζα με τους ανθρώπους που πάντα αγαπούσα, ανθρώπους που εκείνη θεωρούσε «πανηλίθιους», γιατί θα είχα ξεχάσει πόσο ηλίθια ήμουν κι εγώ, έτσι όπως θα είχα παρασυρθεί για να ξαναγίνω το μικρό παιδί που ήμουν κάποτε, με την Γκουέν να ασκεί όλη την εξουσία που της έδιναν τα δέκα χρόνια διαφοράς που μας χώριζαν.

 

Άναψα το πορτατίφ. 11:57. Στην πατρίδα θα ήταν ήδη Κυριακή πρωί, με τους ερωδιούς στη χλόη και τη θάλασσα να λάμπει ασημένια στο πρωινό φως. Εκείνο το κυριακάτικο πρωί, καθώς οδηγούσα προς την παραλία περνώντας τον έναν λόφο μετά τον άλλον, σκεφτόμουν τη μαμά που θα ξυπνούσε με τη σκέψη άλλης μιας μέρας χωρίς καμία προσμονή για το μέλλον. Θα με αναζητούσε, σκέφτηκα, και η Γκλάντις θα της υπενθύμιζε ότι ήταν Κυριακή, η μέρα που είχα αφιερωμένη στη βόλτα μου στην παραλία. Και μετά, νιώθοντας παραμελημένη, θα έψαχνε να βρει κάποιον για να του ρίξει το φταίξιμο.

Κι αυτός ο κάποιος θα ήταν η Γκουέν, άσχετο που ζούσε στην άλλη άκρη του κόσμου. Είχα προσπαθήσει να εξηγήσω στην Γκουέν ότι η μαμά ήταν σαν χαμένη χωρίς την όρασή της, δεν μπορούσε πλέον ούτε τον εαυτό της στον καθρέφτη να δει, ούτε καν να διαβάσει χωρίς την ειδική συσκευή κεφαλής που αρνιόταν, έτσι κι αλλιώς, να χρησιμοποιήσει. Όμως κι εγώ αν τυφλωνόμουν έτσι, αν έχανα την ομορφιά μου και τη ζωή που αυτή συνεπαγόταν, θα τα έβαζα κι εγώ με όλο τον κόσμο.

«Ζωή;» φώναξε η Γκουέν, το ίδιο εξοργισμένη. «Ποια ζωή και κουραφέξαλα; Δεν ξέρεις την τύφλα σου! Δεν έχεις ιδέα τι κάνεις! Μου υπόσχεσαι τουλάχιστον ότι θα σκεφτείς το μέλλον σου;»

Και φυσικά το υποσχέθηκα. Εκείνο το πρωί, ωστόσο, καθώς περπατούσα στον κυματοθραύστη, σκεφτόμουν ότι το μέλλον ήταν ίσως το νόημα της ζωής για έναν παντρεμένο άντρα. Χωρίς μέλλον, του απέμενε μόνο αυτό – ο κυματοθραύστης, η θάλασσα, η παραλία, κι εκείνος να κάθεται, όπως πάντα, ανάμεσα στους Ινδούς ψαράδες, χωρίς καν να υποψιάζεται ότι η παρουσία του εκεί μπορεί και να κατέστρεφε το πρωινό τους ψάρεμα. Ήταν απίστευτα εγωιστής, αχόρταγος για ό,τι τον ευχαριστούσε. Καθώς στεκόμουν πίσω του, με τον ήλιο να μου καίει το δέρμα, την κάψα από το αλάτι, τον κουβά με τα μισοπεθαμένα ψάρια, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι αυτό ήταν το καθεστώς από καταβολής κόσμου – ο εγωισμός και η πλεονεξία του. Και ότι καθώς στεκόμουν εκεί, λαχταρώντας να γυρίσει προς το μέρος μου, τη μυρωδιά του ιδρώτα του, τη γεύση του δέρματός του, ήταν λες και ένα σύννεφο, δροσερό και γλυκό, μας σκέπαζε όλα αυτά τα χρόνια που ξέραμε ο ένας τον άλλον, κι όταν έφυγε οριστικά, γιατί ήδη απομακρυνόταν, τα πάντα ήταν διαφορετικά, εκτεθειμένα σε ένα εκτυφλωτικό φως.

Νωρίς ήρθες, μου είπε χωρίς να γυρίσει. Ήταν ένα από τα κόλπα του, να κάνει πως δεν με είχε πάρει είδηση ενώ ήξερε πως ήμουν εκεί. Το δέρμα του γυάλιζε, σαν τα ψάρια που μόλις είχε πιάσει, και πρώτη φορά στη ζωή μου χάρηκα που η Γκλάντις είχε ρεπό κι έτσι δεν θα μπορούσα να τον συνοδέψω στην ακτή το απόγευμα.

Η Γκλάντις με περίμενε να γυρίσω, ντυμένη ήδη με τα αυστηρά κυριακάτικα ρούχα της. Ήταν μια ξινή, λιγομίλητη γυναίκα, που ο τρόπος που πλατάγιζε τη γλώσσα της όποτε ήταν δυσαρεστημένη πάντα με έκανε να νιώθω άβολα. Αν η μαμά την επέπληττε για το ένα ή το άλλο, απλά στεκόταν εκεί, μουτρωμένη, σιωπηλή, μέχρι να πάρει τη συνηθισμένη εντολή και να γυρίσει πίσω στην κουζίνα.

Όταν άρχισα ν’ ασχολούμαι περισσότερο με το νοικοκυριό, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα επιτέλους να την αντικαταστήσω με κάποια άλλη, πιο συνεννοήσιμη. Αλλά ήταν πια αργά. Η μαμά μόνο την Γκλάντις ήθελε για να τη βοηθάει να βγει από το μπάνιο, η Γκλάντις ήταν η μόνη που ήξερε πώς ήθελε τα αυγά της ή ποιο φόρεμα εννοούσε όταν δεν μπορούσε να το περιγράψει η ίδια.

Κι έτσι κολλήσαμε, η Γκλάντις κι εγώ, με την αμοιβαία αντιπάθειά μας. Ξέραμε και οι δύο ότι η άνεση που απολαμβάναμε η μαμά κι εγώ οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος σ’ εκείνη. Ήξερα επίσης ότι μέσα στη μακρά ιστορία των καθημερινών συναναστροφών, η δική μας ήταν νεόκοπη και εύθραυστη και δεν θα μπορούσε να έχει διάρκεια. Ακόμα κι αν δεν το ήξερα ήδη, είχα τους Μόφιτ να μου το θυμίζουν. Φτάνει κανείς απλά να αναλογιστεί πώς έχουν τα πράγματα στη χώρα αυτόν τον καιρό, είχε πει ο Τζέιμς εκείνο το πρωί, δίνοντάς μου τα σχέδια μιας καινούργιας περίφραξης ασφαλείας, μιας καινούργιας πύλης. Και προτού φρίξεις για το κόστος, πρόσθεσε, σκέψου την Αϊλίν, που τόσα χρόνια ψήφιζε για το δίκαιο και τώρα, τρία απογεύματα την εβδομάδα, μαθαίνει πώς να χρησιμοποιεί όπλο.

Ο Τζον και η Αϊλίν ζούσαν στην άλλη πτέρυγα του κτιρίου που κάποτε ήταν το σπίτι του παππού της. Οι δυο τους είχαν χωρίσει το παλιό κτίριο σε δύο μεζονέτες, που η καθεμιά είχε τον κήπο της, και στη συνέχεια πούλησαν το κομμάτι όπου μέναμε μετά εμείς στον πατέρα μου, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του. Ήθελε ένα μέρος με ωραία θέα για να σπιτώσει την έγκυο ερωμένη του με την κόρη της. Και η μαμά ήταν περήφανη που ήταν η ερωμένη, περήφανη για όσα εκείνος είχε κάνει για τις τρεις μας, ακόμα και για την Γκουέν που δεν ήταν δική του κόρη, και η οποία ποτέ δεν του είπε μια καλή κουβέντα, ούτε καν όταν ήταν στο νεκροκρέβατο.

Η μαμά πάντα είχε συναίσθηση με τι μέσα είχε μεγαλώσει σε μια ζωή όπου παίρνονταν και δίνονταν εντολές και υπήρχε ένα κουδούνι σε κάθε δωμάτιο να καλεί τους υπηρέτες. Αραιά και πού μας το υπενθύμιζε αυτό, στην Γκουέν και σε μένα, και αν η Γκουέν δεν ήθελε να το ακούσει, ποια νόμιζε πως ήταν, της έλεγε η μαμά. Ο πατέρας ήταν ένας Σκοτσέζος στρατιώτης τον οποίο η μαμά είχε παντρευτεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ή νόμιζε πως τον είχε παντρευτεί. Μόνο όταν εκείνος πέθανε, η μαμά ανακάλυψε ότι η πραγματική χήρα του ζούσε στη Γλασκώβη και είχε κι εκείνη μια Γκουέν, καθώς και οι δύο είχαν πάρει το όνομα της άγιας μητέρας του, που επίσης ζούσε στη Γλασκώβη.

Ακόμα κι έτσι, η Γκουέν δεν μπορούσε να κρατήσει τα προσχήματα. Και μόνο που άκουγε να γίνεται λόγος για τον πατέρα μου, πίεζε τα χείλη της σε μια τσιτωμένη γραμμή, που σε μένα είχε την ίδια επίδραση με το πλατάγισμα της γλώσσας της Γκλάντις. Ήθελα να της πω ότι αφού δεν μπορούσε να αλλάξει τη συμπεριφορά της, καλό θα ήταν ν’ αρχίσει να ψάχνει για άλλη δουλειά. Της το είπα όντως, αλλά δεν της φάνηκε αστείο.

 

Αναλογιζόμουν όλα αυτά ενώ βολευόμουν στον καναπέ εκείνο το απόγευμα με τα σχέδια του Τζον Μόφιτ. Σκεφτόμουν ότι η Γκουέν ήταν ολομόναχη, με το μέλλον που είχε ετοιμάσει για τον εαυτό της στην Αμερική, πιο μόνη ακόμα και από όταν ζούσε τη ζωή που είχε αφήσει πίσω της. Κι ενώ αναρωτιόμουν αν ήταν σκόπιμο να της το πω αυτό όταν θα έπαιρνε τηλέφωνο, να της πω ότι και η μαμά ήταν μόνη χωρίς τον αγαπητικό της του παλιού καιρού και τη ζωή που έφυγε μαζί του –πάνω που συνειδητοποίησα ότι αν έχεις υπάρξει μια φορά ευτυχισμένος, είναι δύσκολο να μην περιμένεις να είσαι ευτυχισμένος πάντοτε– εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι κι εγώ διέσχισα το χολ και κοίταξα μέσα απ’ το διακοσμημένο τζάμι της εξώπορτας.

Ένας μαύρος αστυνομικός στεκόταν απ’ έξω και δύο ή τρεις ακόμα λίγο παράμερα στα σκοτεινά. «Αστυνομία», είπε ήρεμα, με σεβασμό. Καθώς υπέθεσα ότι μάλλον είχε προκύψει κάποιο πρόβλημα με τα διαμερίσματα των υπηρετών –και σκέφτηκα επίσης ότι θα ήταν προσβλητικό να τον ρωτήσω πίσω από την κλειδωμένη πόρτα, έτσι όπως είχαν τα πράγματα εκείνες τις μέρες– είπα Μια στιγμή, παρακαλώ! και τράβηξα την αλυσίδα ασφαλείας για να μάθω τι είχε συμβεί.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
[1] Παραπέμπει στην ομώνυμη ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ, όπου η ηρωίδα, μια βαριεστημένη
αστή, γίνεται πόρνη πολυτελείας τα απογεύματα με το ψευδώνυμο «Η ωραία της ημέρας».
[2] Νόμισμα της Νότιας Αφρικής, όπου προφανώς ζούσε η αφηγήτρια με τη μητέρα της πριν μετακομίσουν στην Αμερική.

Η Lynn Freed γεννήθηκε στη Νότια Αφρική το 1945. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στην Αμερική και έχει διδάξει δημιουργική γραφή και λογοτεχνία σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Είναι βραβευμένη συγγραφέας και ακαδημαϊκός, και έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Ο καθρέφτης (μτφρ. Τίνα Βουνάση, Περίπλους 2000).


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.