fbpx
«Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο» της Μαρία Στασινοπούλου

«Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο» της Μαρίας Στασινοπούλου

«Εξ επαχθούς αιτίας»

Εκατό ρίζες ελιές μάς άφησε ο πατέρας μας. Ό,τι κράτησε με νύχια και με δόντια τα πέτρινα χρόνια της οικονομικής του κατάρρευσης. Βγάζαμε το λάδι της χρονιάς τρεις οικογένειες. Μας στοίχιζε βέβαια περισσότερο από ό,τι αν το αγοράζαμε. Ήταν όμως ένας τρόπος να βρισκόμαστε τα αδέλφια και να διασκεδάζουμε την εποχή της συγκομιδής και του ελαιοτριβείου.

Τώρα η μεγάλη αδελφή, που είχε τον πρώτο λόγο, έφυγε. Η νύφη της, άλλες φυλές, άλλα χούγια. Σημείο συνεννόησης μηδέν. Δεν μου στοίχιζε τίποτε να χαρίσω το μερίδιό μου και να αποσυρθώ. Μ’ έπιασε πείσμα όμως, «η οργή φέρνει οργή», για τη γενικότερη απάνθρωπη συμπεριφορά της νύφης από τα Άγραφα και αποφάσισα να τους τις πουλήσω.

«Εξ επαχθούς αιτίας» συμπλήρωσε ο συμβολαιογράφος στο συμβόλαιο μεταβίβασης της κυριότητας. Πρώτη φορά, συνειδητοποίησα ότι ο νόμος καταλάβαινε περισσότερα από μας.

 

Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου

Μια ζωή ήσουν υπόδειγμα ενάρετης κόρης, αδελφής, συζύγου, μάνας. Ύστερα στη δουλειά, θαύμαζαν όλοι τη σοβαρότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα σου. Ποιος θα το πίστευε στα ύστερα της σύντομης ζωής σου, με σαλεμένο το μυαλό, πως θα σε έβλεπε να ζωγραφίζεις στο πανί πέη διαφόρων μεγεθών και να τα κεντάς, ο τρόπος του λέγειν να τα κεντάς, να τα παιδεύεις εννοώ, με πολύχρωμες κλωστές και ειδικές για το κέντημα βελόνες.

 

Αγορομάνα

Οχτώ αγόρια έκανε η μάνα τους, ψάχνοντας το κορίτσι. Λεβέντες και αρσενικά βαρβάτα όλοι. Έγιναν κομμωτές, εκτός από έναν. Τους επισκέπτεται μια μέρα χαριτωμένος συνάδελφος και τους λέει όλο ακκισμούς: «Καλέ, τι γκαντεμιά κι αυτή η μάνα σας, ούτε καν μία αδελφή από αδελφό δεν κατάφερε να πετύχει».

 

Αυτοπροστασία

Φιλαδέλφεια Αμερικής. Ολλανδική συνοικία. Παράθυρα μικρά, χωρίς παντζούρια, δαντελένια κουρτινάκια και από μέσα ένα κερί. Όταν είναι σβηστό οι άνθρωποι αναπαύονται, όταν είναι αναμμένο δηλώνουν πως είναι μέσα και δέχονται επισκέψεις. Έτσι προστατεύουν την προσωπική τους ζωή.

 

Dreamplace, studio

Οδεύοντας προς την Αθήνα από τις εθνικές οδούς Λαμίας και Κορίνθου, η ματιά του ταξιδιώτη διασταυρώνεται με όχι ευκαταφρόνητο αριθμό πινακίδων studio. Είναι φωτισμένες μέρα νύχτα με νέον κόκκινο-φούξια που έχει εκσυγχρονίσει το γνωστό κόκκινο διακριτικό φανάρι των παλιών μπορντέλων.

Στην οδό Καβάλας, εκεί στην έξοδο από τον σταθμό λεωφορείων του Κηφισού, εκτός από την κοινή σε όλα τα παρόμοια «ιδρύματα» λέξη studio, υπάρχει με μεγαλύτερα γράμματα η επιγραφή «Dreamplace». «Από όσους ανθρώπους συχνάζουν ακόμη στα μπορντέλα, ήθελα να ’ξερα πόσοι καταλαβαίνουν το Dreamplace και παρασύρονται να μπουν;» αναρωτιέται φίλος, που έχει χορτάσει ερωτικά σε αξιοπρεπέστερα κρεβάτια.

 

«Όταν γίνει καλά η Συρία»

Σύρος πρόσφυγας έστησε στην αρχή μια παράγκα και πουλούσε φρούτα στην Ευριπίδου, εκεί που αγωνίζονται να ενταχθούν στη νέα τους χώρα οι άνθρωποι της δικής του ταλαίπωρης ζωής. Σιγά σιγά νοίκιασε ένα ημιυπόγειο δίπλα και το μετέτρεψε σε μαγαζί. Όλα ωραία και τακτικά τοποθετημένα. Περνά νεαρή δημοσιογράφος με το μαρκούτσι στο χέρι και τον ρωτά: «Πάνε καλά οι δουλειές; Ψωνίζουν μόνον δικοί σας ή και Έλληνες; Είστε ευχαριστημένος;» Και πάει λέγοντας. Κι εκείνος απαντά μειλίχια, γεμάτος νοσταλγία. Στο τέλος, λέει για την πατρίδα του: «Όταν γίνει καλά η Συρία», σαν να μιλά για κάποιον αγαπημένο γνωστό που ασθενεί, «θα ανοίξω μαγαζί εκεί. Να ’ρθείτε να σας περιποιηθώ». Το έχει ήδη ανοίξει η λαχτάρα του.

 

Ο αριστούχος

Ξεβράστηκε σε μιαν ακτή της Μεσογείου, ο δεκατετράχρονος πρόσφυγας. Σοκ έχει προκαλέσει ο πνιγμός του. Δεν είναι το γεγονός του άδικου θανάτου που σοκάρει, αλλά η προετοιμασία για την κακιά την ώρα. Ο νεαρός μαθητής είχε ράψει στα ρούχα του, προφυλαγμένον σε πλαστικό, τον σχολικό του έλεγχο, για να μάθουν, όταν τον βρουν, πόσο καλός μαθητής ήταν.

 

Κάποιος να σε περιμένει

Δύσκολα της τα ’φερε η ζωή της Δανάης. Χωρισμοί, αρρώστιες, θάνατοι. Πριν δυο μήνες έθαψε τον πατέρα της· ένας Θεός ξέρει πόση αδυναμία τού είχε. Τώρα τρέχει με την ανοϊκή μάνα που, ενώ βρίσκεται στο σπίτι της, ζητάει να πάει στο σπίτι της, που δεν την αναγνωρίζει, το μυαλό της αρνείται να τη δει ως κόρη της, που ούτε καν το όνομά της θυμάται. Σαν να μην έφταναν αυτά το μεγάλο της παιδί, δυο μέτρα παλικάρι, προσπαθεί να κρατηθεί με ψυχοφάρμακα.

Μάνα και κόρη και γυναίκα η Δανάη και φροντιστής όλων. Την έπεισα να έρθει ένα βράδυ να ξεσκάσει λίγο, να φύγει από της αρρώστιας την ανάσα. Ήρθε, μιλήσαμε, εκτονωθήκαμε πέντε ώρες. Μόλις έφυγε, τόσα γίνονται στις μέρες μας, «πάρε με τηλέφωνο όταν φτάσεις», της είπα, «για να ησυχάσω».

Σε ένα τέταρτο η φωνή της γλυκιά στο ακουστικό: «Έλλη, έφτασα». Και ύστερα από ολιγόλεπτη σιωπή: «Δεν θυμάμαι πόσα χρόνια έχω να πάρω τηλέφωνο κάποιον για να πω ότι έφτασα… Καληνύχτα. Σ’ ευχαριστώ».

 

Αποξένωση

Μικρή, απρόσωπη γειτονιά, στο κέντρο της πόλης. Το ημιφορτηγό «Εκτελούνται μεταφοραί» έχει κλείσει το στενό δρομάκι, δυσκολεύοντας πεζούς και τροχοφόρα. «Ποιος μετακομίζει;» ρωτάει από αμηχανία, σίγουρα αδιάφορος, έτσι για να πει κάτι, ο άγνωστος γείτονας. «Γιατί, μήπως ξέραμε και ποιος μένει, για να πούμε ποιος μετακομίζει;» απαντά γλυκόπικρα η ένοικος του διπλανού ισογείου καρφιτσωμένη, χρόνια τώρα, στην κορνίζα του παραθύρου της.

 

Αυτή τη ρετσινιά δεν την αντέχω

Κάθε φορά που μου φέρνουν στο σπίτι γλάστρα με φυτό ως δώρο, ψυχοπλακώνομαι. Και αυτό, όχι γιατί δεν μου αρέσουν τα φυτά και τα λουλούδια, το αντίθετο μάλιστα, αλλά γιατί μου βάζουν έναν μπελά. Θα πρέπει να τα φροντίζω συνεχώς για να μη μου μαραθούν. Και καλά όταν είμαστε στην Αθήνα. Όταν ταξιδεύουμε όμως ή βρισκόμαστε σε διακοπές, τι γίνεται; Αρχίζει ένας αγώνας επινοήσεων. Τις μπάζω σε σκιερό μέρος, τους βάζω λεκάνες με νερό ή μπουκάλια τρυπημένα ανάποδα και ό,τι άλλο διαβάζω ότι χρειάζεται. Το αυτόματο πότισμα το φοβάμαι, γιατί οι διπλανοί έπαθαν μεγάλη ζημιά μια φορά που έλειπαν και το σύστημα στόμωσε. Θα μου πεις, και αν ξεραθεί το φυτό, τι έγινε; Τίποτε δεν έγινε. Έλα όμως που μου έχει καρφωθεί στο μυαλό μια φράση της Έλλης Αλεξίου, τότε που την επισκεπτόμασταν στο σπίτι της και την ακούγαμε να μιλά για τη ζωή της και για τη ζωή των σπουδαίων ανθρώπων με τους οποίους συναναστράφηκε. Ανάμεσα στα διάφορα που μας έλεγε τότε η κυρία Αλεξίου, είπε μια μέρα για κάποια γυναίκα, δεν θυμάμαι ποια, ίσως να επρόκειτο και για γνωστή: «Ήταν τόσο κακιά, που άφησε τα λουλούδια της να μαραθούν!»· αυτή τη ρετσινιά δεν την αντέχω.

 

H Μαρία Στασινοπούλου (Καλαμάτα, 1945) σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ασχολείται με τη μελέτη και την κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Έχουν εκδοθεί ερευνητικές εργασίες της για τον Σεφέρη και τον Καβάφη. Πρόσφατο βιβλίο της: Χαμηλή βλάστηση, θάμνοι, πόες και μπονσάι (Κίχλη, 2018). Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.