fbpx
«Το ακέφαλον πτώμα» του Νεοκλή Δημόπουλου

«Το ακέφαλον πτώμα» του Νεοκλή Δημόπουλου

«Στο σπίτι γρήγορα! Τώρα αμέσως!»

Η φωνή της μάνας της Νίτσας δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Ακούστηκε αυστηρή, αλλά και προστατευτική μαζί. Το κορίτσι τσακίστηκε να υπακούσει. Τρέχοντας από την αυλή, ήρθε και τρύπωσε στο παραγώνι. Πίσω από τα καπνισμένα κουρτινάκια πρόλαβε και είδε τη μάνα της να σταυροκοπιέται και δυο τσοπάνηδες να κουβαλάνε μια διπλωμένη παλιοκουβέρτα. Της φάνηκε ότι περίσσευαν δυο γυμνά πόδια, μάλλον γυναικεία. Δεν μίλησε και δεν ρώτησε κανέναν, βάλθηκε μόνο να κρυφακούει τις κουβέντες των μεγάλων.

Οι τσοπάνηδες τράβηξαν την ανηφόρα με τη λασπουριά. Στο διάβα τους συναπαντήθηκαν με τη βουβή περιέργεια, που ξεμύτισε αναμαλλιασμένη από τις χαμοκέλες, πριν φουντώσει η χλαλοή και σκορπίσει στον υγρό αέρα. Ο πρόεδρος έλειπε εκτάκτως στη Νομαρχία –έτσι τους είπε ο γραμματικός– και κόβοντας δρόμο κατηφόρισαν για το νεκροταφείο. Τους περίμεναν, ειδοποιημένοι, σε παράταξη κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, ο παπάς, ο γιατρός και ο αστυνόμος. Ένα πεζούλι έγινε αυτοσχέδιο τραπέζι κι αμέσως πήραν φωτιά οι κοντυλοφόροι και οι σφραγίδες. Μονομιάς συμπληρώθηκαν λευκές κόλες χαρτί, σχεδόν στα μουγκά, αλλά με επισημότητα κατά βάθος. «Όλα έγιναν καταπώς πρέπει, με το νι και με το σίγμα. Προ πάντων οι νόμιμες διατυπώσεις…» συμφώνησαν ο γιατρός με τον αστυνόμο, διπλώνοντας ξανά την παλιοκουβέρτα. Ξέπλυναν τα χέρια τους, κούμπωσαν τα μανίκια τους κι έφυγαν χωρίς χρονοτριβή, φορώντας τα καπέλα τους. Έπρεπε να συνταχθεί και η αναφορά προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών…

Απόμειναν ο παπάς και οι δύο τσοπάνηδες. Ο ένας ξεκίνησε βαριεστημένα να σκάβει τον λάκκο στη μεριά που του υπέδειξε ο παπάς και ο άλλος ξαμολήθηκε, για να γυρίσει σε λίγο μ’ ένα μακρόστενο τελάρο. Εκεί απίθωσαν, όσο γινόταν πιο ταχτοποιημένα, τη διπλωμένη παλιοκουβέρτα, στερεώνοντας πρόχειρα ένα καπάκι από πάνω. «Ξέβαθο είναι το κιβούρι… Θα την ξεχώσουν τα σκυλιά…» παραπονέθηκε ο παπάς, που φόρεσε το πετραχήλι κι αρχίνισε την εξόδιο ακολουθία, διώχνοντας τις πρώτες ενοχλητικές μύγες. Κάθε που έφτανε στο «ανάπαυσον, Κύριε, την ψυχήν της κεκοιμημένης δούλης Σου…», κόμπιαζε. Δεν ήξερε και τι όνομα να πει. Δεν άργησε να τελειώσει, σαν να βιαζόταν. Ίσως και να παρέλειψε κάνα-δυο-τρεις σελίδες. Το φρεσκοσκαμμένο χώμα σκέπασε το τελάρο, οι τσάπες πήγαν στην άκρη και δυο ασύμμετρα κλαδιά έφτιαξαν έναν σταυρό, λοξά αποτυπωμένο. «Ένθα απέδρα λύπη και στεναγμός… Θεός σχωρέσ’ την…» μονολόγησε ο παπάς. Τον περίμεναν κι έπρεπε να φύγει. Συνεδρίαζε το εκκλησιαστικό συμβούλιο της ενορίας.

Οι τσοπάνηδες άναψαν τσακμάκι κι έκατσαν να ξαποστάσουν. Στο μυαλό τους το κεφάλι που έλειπε από την παλιοκουβέρτα ζωγραφίστηκε σχεδόν κοριτσίστικο, με δυο κάρβουνα για μάτια. Έσβησαν τα κεριά που είχαν ξεχαστεί αναμμένα κι έφυγαν ξαλαφρωμένοι από το πρωινό φορτίο τους. Το στόμα τους είχε στεγνώσει. Στο καφενείο ορθάνοιχτα αυτιά τούς πρόσμεναν με ανυπομονησία και δεν θα έχαναν την ευκαιρία…

 

Και πώς λαμποκοπούσε το λεπίδι στο μισοσκόταδο… Το χέρι του, χωρίς δισταγμούς, αποδείχτηκε σίγουρο. «…Πλήγμα διά θλώντος και αμβλέος οργάνου…» έτσι που το κεφάλι κρεμόταν από το υπόλοιπο κορμί σαν από μια κλωστή. Δεν σκιάχτηκε από το αίμα που έφτιαξε μικρό ρυάκι. Είχε φτηνύνει το αίμα εκείνες τις μέρες. Πιο ακριβός ήταν ένας ντενεκές λάδι στο παζάρι. Σφάζανε αράδα… Ξεφορτώθηκε το κουφάρι στον όχτο του λαγκαδιού μες στα καλάμια. Το κεφάλι το πέταξε στα νερά που κατέβαιναν, πριν ενωθούν με το μεγάλο ποτάμι. «Αρκετά τη γλέντησες! Σιγά το πουτανάκι που θα σταθεί δίπλα σου! Δεν είναι της σειράς μας!». Τα λόγια του πατέρα του γύρναγαν επίμονα ξανά και ξανά… Βράχηκε, λασπώθηκε, περπάτησε ώρα πολλή και ξέπνοος έφτασε στο υποστατικό τους. Πόναγαν οι κλειδώσεις του όλη νύχτα. Ο μπιστικός του πατέρα του έκανε, τάχα, πως δεν τον είδε… Κανένας δεν την ήξερε σε τούτα τα μέρη. Κανένας δε θα την έψαχνε. Κανένας δε θα την πενθούσε, αν την έβρισκαν δηλαδή. Ούτε κλάματα, ούτε μοιρολόγια, μόνο μια ληξιαρχική πράξη θανάτου με την ένδειξη «άγνωστος» στο περιθώριο. Κι αυτή η βεβαιότητα τον βασάνιζε. «…Πτώμα νεαράς γυναικός, ηλικίας μεταξύ… κανονικής θρέψεως…». Του έλεγε πως είχε ζήσει και πεθάνει εφτά φορές. Βυζανιάρικο ξέφυγε απ’ τη φωτιά της Σμύρνης. Ψυχοκόρη από δω κι από κει. Κι όταν έπιανε τον αμανέ στα χείλη, τρανταζόταν σύγκορμη. Μια Σμυρνιά στο παραθύρι… επότιζε βασιλικό… «Είναι έτοιμα τα φορτώματα;» ρώτησε αποκαμωμένος, φυλλομετρώντας τα τεφτέρια του.

 

Οι ελληνικούρες στο χαρτί έμοιαζαν με ξένο ρούχο πάνω της. Παρατονισμένες οι λέξεις πάσχιζαν να βρουν τη σημασία τους, μα ο κούφιος ήχος τους χανόταν στα κουτουρού. Η Νίτσα όρθια στον πίνακα, μπροστά στο παιδομάνι, ίδρωνε και ξεΐδρωνε. Ο δάσκαλος της πήρε το γραφτό από τα χέρια κι άρχισε να διαβάζει με βροντερή φωνή, λουστράροντας και την πιο ταπεινή φράση, σαν να εκφωνούσε στην Ωραία Πύλη τον πανηγυρικό της ημέρας ή τον επικήδειο προσφιλούς προσώπου: «Το ακέφαλον πτώμα… ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα… ο στυγερός δράστης απέκοψε βιαίως το νήμα του βίου της άτυχης γυναίκας…».

Όταν τελείωσε, δυο μαντράχαλοι, που παρακολουθούσαν τα μαθήματα για την προπαίδευσή τους στις εξετάσεις του Γυμνασίου, έχυσαν το φαρμάκι τους:

«Φως φανάρι! Το γραφτό δεν είναι δικό της! Έχει βάλει το χέρι του ο πατέρας της, που είναι του σχολαρχείου κι έχει κάνει χωροφύλακας στη Μακεδονία».

«Πάρτε τη σκούφια μου για συχαρίκια! Ακόμα κι έτσι, μπορούμε να κρατήσουμε τον πλούτο των λέξεων και των εικόνων, τα καλολογικά στοιχεία. Όλοι έχουμε να πάρουμε κάτι», αντιγύρισε ο δάσκαλος, που θυμήθηκε και τα τραπεζώματα στο σπίτι της Νίτσας.

Το διάλειμμα τον βρήκε στο γραφείο ν’ αρχειοθετεί την υπηρεσιακή αλληλογραφία. Εκείνο το κάψιμο στο στομάχι, που τον θυμόταν όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό, τον έκανε να παρατήσει το πρωτόκολλο. Έβγαλε τα γυαλιά του. Μήπως έκανε καμιά κουτουράδα μέρες που ήταν; Μήπως έπρεπε να ενημερωθεί, έστω κι εκ των υστέρων, η προϊσταμένη αρχή για την έκθεση που έγραψαν τα σχολειαρόπαιδα; «Αλλά πάλι», σκέφτηκε φωναχτά, «ούτε οι Γερμανοί ούτε οι αντάρτες θα το κράταγαν κρυφό. Θα φρόντιζαν να μαθευτεί το χαμπέρι. Κάτι άλλο είναι, που πάει να πει… Τι τα θες; Βαθύ πηγάδι τα πάθη του ανθρώπου κι όσο κατεβαίνεις, λιγοστεύει ο αέρας…».

Το ίδιο σούσουρο που άφηνε ξοπίσω της η προχτεσινή πομπή των τσοπάνηδων, περνώντας τους τοίχους, έφτασε μέχρι εκεί κι έκοψε στη μέση τους λογισμούς του. Έσυρε τα βήματά του ως την εξώπορτα και προτού καλά καλά ρωτήσει, ένα σφιχτοδεμένο τσεμπέρι τού είπε: «Λένε πως βρέθηκε και το κεφάλι της κοψοκέφαλης, δάσκαλε!».

Ξαναγύρισε στο μάθημα με το ίδιο πάντα κάψιμο στα σωθικά του.

 

Ο Νεοκλής Δημόπουλος γεννήθηκε το 1963. Κατάγεται από τον Ριόλο Αχαΐας και είναι δικηγόρος.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.