fbpx
«Τα αδέσποτα» της Σοφίας Αυγερινού

«Τα αδέσποτα» της Σοφίας Αυγερινού

Κάθε πρωί περνούσε απέξω για να πάει στον φούρνο της Σίνα. Προτιμούσε να βλέπει από μακριά την ξεχαρβαλωμένη ταμπέλα του μαγαζιού, έπειτα να σταματά μπροστά στα τζάμια της βιτρίνας, γεμάτα κουτσουλιές περιστεριών και αφίσες περσινών εκδηλώσεων, και να βάζει το χέρι πάνω απ’ τα μάτια για να κοιτάξει κάπως μέσα. Στο μισοσκόταδο του μαγαζιού διέκρινε τα αδειανά ράφια, τον πάγκο, το σημάδι που είχε αφήσει στον τοίχο η προσωπογραφία του πατέρα του όταν την ξεκρέμασε. Κάτω από την πόρτα ο ταχυδρόμος είχε σπρώξει δεκάδες φακέλους και απλήρωτους λογαριασμούς. Έπειτα κατέβαζε το χέρι, κατέβαζε τα μάτια κι έφευγε.

Εκείνη τη μέρα όμως, καθώς κατηφόριζε τον στενό και πολυσύχναστο δρόμο, είδε μια σκιά να χάνεται ανάμεσα στους τοίχους. Ίσως ήταν κάποιος αμελής δικαστικός κλητήρας που δεν είχε μάθει για την πτώχευση, είχε δει το σκοτεινό μαγαζί και είχε φύγει τόσο απότομα όπως είχε εμφανιστεί. Αλλά πάλι, δεν μπορεί να γελάστηκε, αυτό που είδε δεν ήταν άνθρωπος. Το ήξερε πως ήταν ένας εντελώς παράλογος ισχυρισμός και σίγουρα δεν είχε σκοπό να αναφέρει το περιστατικό στα παιδιά του. Κι εκεί που κοιτούσε επίμονα μες στο σκοτάδι του μαγαζιού, είδε ξεκάθαρα μια δεύτερη σκιά να τον προσπερνάει αναιδέστατα και να τρυπώνει μέσα από τη γυάλινη πόρτα. Και η πρώτη του σκέψη, αφού στηρίχτηκε για λίγο με τον αγκώνα στο τζάμι για να συνέλθει, ήταν, τι κρίμα που δεν είχε πια τα κλειδιά του μαγαζιού του. Αυτός που το είχε αγοράσει στον πλειστηριασμό, δεν είχε ποτέ επικοινωνήσει μαζί του. Επομένως… επομένως, ίσως να μην είχε μπει στον κόπο να αλλάξει κλειδαριά. Πίστεψε πως δεν τον έβλεπε κανείς. Έβγαλε το κλειδί και το έβαλε στην κλειδαριά με χτυποκάρδι. Ταίριαζε. Τότε σταμάτησε. Κατάλαβε πως αυτό που πήγαινε να κάνει λεγόταν διάρρηξη και γύρισε πίσω σχεδόν τρέχοντας.

Έβαλε τις ειδήσεις των οχτώ. Έλπιζε και να νυστάξει λιγάκι. Αλλά τα νέα ήταν φοβερά και του έφεραν ταχυκαρδία. Ξαφνικά ο καναπές τού φαινόταν πολύ στενός, το σαλόνι ζεστό και πνιγηρό, το σπίτι ολόκληρο μια φάκα όπου είχε πιαστεί για τα καλά και θα ξέφευγε μόνο αν έδινε μια κι έκοβε την ουρά του. Άρπαξε το μπουφάν και τα κλειδιά κι έφυγε χωρίς να κλείσει ούτε την τηλεόραση ούτε το φως. Μόλις που θυμήθηκε να τραβήξει πίσω του την εξώπορτα.

Κατέβηκε τρέχοντας όλη την Ιπποκράτους και σταμάτησε να πάρει ανάσα μόνο σαν είδε το φανάρι της Σόλωνος. Εκεί απέναντι ήταν στημένες δυο κοπελάρες τραβεστί και περίμεναν υπομονετικά μέσα στο κρύο. Καθώς πλησίαζε, έριξε μια φθονερή ματιά στον γειτονικό εκδοτικό κολοσσό, που είχε απορροφήσει όλα τα μικρά βιβλιοπωλεία της περιοχής. Έφτασε μπροστά στη σκοτεινή βιτρίνα και κοίταξε γύρω του. Ψυχή ζώσα. Και μέσα, ούτε σκιές ούτε τίποτα. Περπάτησε με βήμα σίγουρα μες στο σκοτάδι ως τον πάγκο του και μόνο ο στύλος της ΔΕΗ από τη γωνία έριχνε λίγο φως στις ερειπωμένες προθήκες. Ούτε καν τα βιβλία δεν είχε παραλάβει ο άγνωστος πλειοδότης. Να αγοράζεις τόσα βιβλία και να μην τους ρίχνεις μια ματιά. Σκυφτός πλησίασε και χάιδεψε τα σκονισμένα του. Φωνές προορισμένες να γίνουν χαρτοπολτός. «Δε θα σας διαβάσει κανείς» μονολόγησε.

«Δε θα μας διαβάσει κανείς», άκουσε πίσω του.

Στράφηκε και προσπάθησε να καταλάβει. Ψυχή ζώσα. Ωστόσο τη φωνή την είχε ακούσει, ερχόταν από μια γωνιά σκοτεινότερη απ’ τις άλλες, από μια στοίβα με βιβλία που έστεκαν ακόμη δεμένα το ένα πάνω στ’ άλλο. Μια κοπέλα με μαύρα μαλλιά και μαύρο φόρεμα καθόταν επάνω στα βιβλία. Θυμήθηκε. Ήταν το πρωτόλειο μιας νεαρής, είχε παραγγείλει καμιά δεκαριά αντίτυπα. Του άρεσε να δίνει και στους νεότερους μια ευκαιρία, όχι ότι έλπιζε πως θα έβρισκε τον καινούργιο Μπαλζάκ, αλλά ήθελε να είναι δίκαιος.

«Είμαι χαμένη», μουρμούρισε η κοπέλα. «Κανείς δεν ενδιαφέρεται για επινοημένες ιστορίες σ’ αυτόν τον τόπο. Εδώ μετράει μόνο η Ιστορία».

«Το μαγαζί μου έκλεισε», δικαιολογήθηκε εκείνος. «Δεν θα πουληθεί κανένα από τα βιβλία αυτά. Ούτε και το δικό σου».

«Το κατάλαβα», αποκρίθηκε η σκιά. «Η συγγραφέας μου δε νοιάζεται για τις πωλήσεις. Είναι πολύ νέα».

«Έρχονται κι άλλοι εδώ σαν και σένα;» τόλμησε να τη ρωτήσει.

Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. «Ήρθαν χτες το πρωί κάποιοι, φυλλομετρούσαν τα κατάστιχά σου κι είπαν, καλύτερα που πτώχευσες, με τέτοιους πωλητές πάμε χαμένοι».

Εκείνη τη στιγμή, τους είδε κι αυτός. Ήταν οι σκιές που είχε δει εχθές το πρωί. Στάθηκε ακίνητος και οι σκιές πάγωσαν.

«Είμαστε τα βιβλία που δεν διάβασες ποτέ», είπε τελικά η πρώτη. «Μας περιφρόνησες».

«Δε φταίω εγώ που δεν πουλήθηκαν τα βιβλία», απολογήθηκε. «Δεν είναι δικά μου τα έργα. Τα παράπονά σας στον συγγραφέα, κύριοι».

Αντί να συνεχίσουν τις θρασύτητες, οι σκιές μαζεύτηκαν και συρρικνώθηκαν σε μια γωνιά.

«Αυτό ήταν», είπε η δεύτερη.

«Πάμε αδιάβαστοι», είπε η τρίτη.

Και οι τρεις μαζί γέλασαν μακάβρια.

Τους κοίταξε με οίκτο. Εκατοντάδες βιβλία που κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί τους. Κι αυτός που τα είχε διαβάσει, τα είχε επιλέξει, τα είχε παραγγείλει, τα είχε προτείνει, τα είχε ζήσει ξανά και ξανά – στεκόταν χρεοκοπημένος ανάμεσά τους σαν κανένα χούφταλο. Χούφταλο. Τον κακό τους τον καιρό! Το πουλόβερ τον έσφιγγε πάλι στο λαιμό και το τράβηξε ν’ ανασάνει, ένιωθε τον σφυγμό στην καρωτίδα του, ένιωθε να σφύζει από ζωή. Χαμογέλασε με πατρική στοργή.

«Έννοια σας», είπε.

Πού είχε παρατήσει εκείνο το καρότσι της λαϊκής το σιδερένιο… Στο πατάρι. Το βρήκε, είχε σκουριάσει. Αναζήτησε τα βιβλία εκείνα που δεν είχαν κάνει καθόλου πωλήσεις, έριξε στο καροτσάκι τρία-τέσσερα απ’ το καθένα. Το έσυρε ως την πόρτα, ξεκλείδωσε με το κλειδί που δεν έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια του και με χίλιες προφυλάξεις βγήκε έξω από το μαγαζί του, που ήταν ξένο μαγαζί. Κρύο δεν ένιωσε καθόλου, μόνο μια μεγάλη φλόγα μέσα του. Πώς δεν το είχε σκεφτεί τόσα χρόνια. Τα βιβλία δεν είναι για τα ράφια και τις προθήκες, τα βιβλία είναι σαν τις αλανιάρες γάτες και σαν τα αδέσποτα, πρέπει να τα αφήνεις ελεύθερα να βρουν αυτόν που τα χρειάζεται. Τα βιβλία πρέπει να τα αμολάς στους δρόμους σαν τα φέιγ βολάν.

Στο πρώτο περβάζι που συνάντησε, Σόλωνος και Μπενάκη, άφησε δυο-τρία. Και συνέχισε, ακουμπώντας τα βιβλία με στοργή σε κατουρημένα κατώφλια και πεζούλια γεμάτα κουτσουλιές. Όταν συναντήθηκε με μια από τις τραβεστί, της χάρισε το βιβλίο με το ωραιότερο εξώφυλλο. Όταν έφτασε στην Κάνιγγος, του είχαν απομείνει μόνο πέντε τίτλοι. Σ’ ένα παγκάκι κοιμόταν ένας άστεγος σκεπασμένος μέχρι το κεφάλι με μια λουλουδιασμένη κουβέρτα. Του άφησε μια ποιητική συλλογή. Τα υπόλοιπα τα απόθεσε στη στάση του λεωφορείου. Επέστρεψε στο μαγαζί, ξαναφόρτωσε και συνέχισε τη μοιρασιά. Ούτε δεκάρα δεν έδινε που τα βιβλία δεν ανήκαν πια σ’ αυτόν, αλλά στον άγνωστο πλειοδότη. Δεν τον ένοιαζε τίποτα.

Έκανε τη βόλτα του πέντε φορές ακόμα, κάθε φορά με το καρότσι γεμάτο και ασθμαίνοντας ολοένα και πιο πολύ. Πήγε Εξάρχεια, Κολωνάκι, Στρέφη, μέχρι και στην Πλατεία Αιγύπτου έφτασε. Το τελευταίο φορτίο το έσερνε αργά αργά. Με κάθε βιβλίο που άφηνε, ένιωθε τις δυνάμεις του να λιγοστεύουν. Από πίσω πήγαιναν βοηθώντας οι σκιές. Έδειχναν ευτυχισμένες. Τους έκανε τέλος νόημα να ξαποστάσουν.

«Φεύγω γι’ απόψε», είπε γλυκά και λαχανιάζοντας. «Ξημερώνει. Πηγαίνετε κι εσείς εν ειρήνη. Θα τα ξαναπούμε σύντομα».

Κλείδωσε το μαγαζί με την ησυχία του και πήρε τον δρόμο για τη γειτονιά του. Όταν έφτασε Ιπποκράτους 156, του είχε απομείνει μόνο ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Το τελευταίο πειστήριο του εγκλήματος. Δε βαριέσαι, σκέφτηκε καθώς ανέβαινε με τα πόδια στον τρίτο. Και στη φυλακή ίδιες θα είναι οι ειδήσεις των οχτώ. Και γέλασε. Ακόμα και το γέλιο του ήταν οδυνηρό, αντηχούσε βαθιά μέσα στο κεφάλι του. Αν δεν ήξερε πως τα παιδιά του υπερέβαλλαν, θα πίστευε στ’ αλήθεια πως είχε πάθει κάνα εγκεφαλικό. Αλλά αυτός είχε γερή κράση. Κάθισε στο κεφαλόσκαλο και συλλογίστηκε με αγαλλίαση τα εκατοντάδες βιβλία που είχε σκορπίσει στην πόλη. Καλή δουλειά, είπε στον εαυτό του και γέλασε μια ακόμη φορά. Καλό δρόμο, αλανιάρικα. Καλό… δρόμο…

 

Η Σοφία Αυγερινού είναι συγγραφέας, εκπαιδευτικός και μεταφράστρια. Γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά, Φιλοσοφία του Δικαίου και Γερμανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τις Εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Τρεις κόρες (2017) και Ο άλλος Λάζαρος (2014), και από τις Εκδόσεις της Εστίας Το χρονικό μιας διαβολούπολης (2003) και οι μεταφράσεις της Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο του Αλέξανδρου Δουμά (2018) και Δεύτερο σώμα του Μίλοραντ Πάβιτς (2007).


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.