«Στην πατρίδα του Γεσένιν» του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν
μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
Τέσσερα χωριά, το ένα μετά το άλλο, εκτείνονται μονότονα κατά μήκος του δρόμου. Σκόνη. Δεν υπάρχουν κήποι. Ούτε και δάση εκεί κοντά. Κατσιασμένα παρτέρια. Κάπου υπάρχουν ενοχλητικά φωτεινές χρωματιστές προσόψεις. Στη μέση του δρόμου ένα βρομιάρικο γουρούνι ξύνεται σε μια στήλη δημόσιας βρύσης. Μια αργή σειρά από χήνες στρίβουν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους στο πέρασμα της σκιάς ενός ποδηλάτου και βγάζουν μια ομαδική πολεμική κραυγή. Μανιακές κότες σκάβουν στον δρόμο και στις πίσω αυλές ψάχνοντας για τροφή.
Το μαγαζάκι του χωριού Κονσταντίνοβο μοιάζει με άθλιο κοτέτσι. Ρέγγα. Όλα τα είδη βότκας. Καραμέλες φουσκωτές σαν μαξιλαράκια, κολλημένες μεταξύ τους, που εδώ και δεκαπέντε χρόνια δεν τις τρώνε πουθενά. Φόρμες μαύρου ψωμιού με διπλάσιο βάρος από της πόλης. Δεν κόβεται με μαχαίρι, χρειάζεται τσεκούρι.
Στο σπίτι του Γεσένιν – φτωχά χωρίσματα ούτε καν μέχρι το ταβάνι, αποθηκούλες, καμαράκια, που κανένα απ’ αυτά δεν μπορείς να το πεις δωμάτιο. Στον κήπο υπάρχει ένα κλειστό υπόστεγο, παλιά υπήρχε και λουτρό, εδώ μέσα στο σκοτάδι αποτραβιόταν ο Σεργκέι και ξεδίπλωνε τους πρώτους στίχους του. Πίσω από την περίφραξη ένα μικρό χωραφάκι. Περνάω μέσα από το χωριό, υπάρχουν αμέτρητα σαν κι αυτό, όπου και τώρα όλοι οι κάτοικοι είναι απασχολημένοι με τα σιτηρά, με το κέρδος και με το καμάρι απέναντι στους γείτονες – και ανησυχώ: η θεία φλόγα σημάδεψε κάποτε αυτή τη γειτονιά που ακόμα και σήμερα εδώ μου καίει τα μάγουλα. Βγαίνω στην ψηλή όχθη του Οκά, κοιτάζω μακριά και θαυμάζω: θα μπορούσε άραγε κανείς, από αυτή τη μακρινή σκοτεινή λωρίδα του δάσους του Χβοροστόφ, να πει τόσο αινιγματικά;
«Στο δάσος κλαίνε με τις καμπανοκρουσίες και οι αγριόκουρκοι...»[1]
Και γι’ αυτές τις ηλιόλουστες θημωνιές στους καμπυλωτούς αγρούς του ήρεμου Οκά;
«…αψιμαχίες του ήλιου με τα γόνιμα νερά...»[2]
Πόσο πυκνό ταλέντο έριξε εδώ ο Δημιουργός, σε αυτό το σπίτι, σε αυτή την καρδιά του νεαρού εριστικού χωριάτη, έτσι που έκθαμβος βρήκε τόση ομορφιά –στον φούρνο, στον αχυρώνα, στο αλώνι, στα προάστια– μια ομορφιά απ’ όπου εδώ και χίλια χρόνια περνούν και δεν παρατηρούν!
Αλεξάντρ Ισάγεβιτς Σολζενίτσιν (1918-2008), γνωστός στην Ελλάδα από το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς, από το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ και την Πτέρυγα καρκινοπαθών. Συγγραφέας συχνά αμφισβητούμενος για την ποιότητα της γλώσσας, παραμένει σπουδαίος καταγραφέας των εξοντωτικών δικών των αντιπάλων του σοβιετικού καθεστώτος. Το παραπάνω διήγημα είναι από τη συλλογή μικρών διηγημάτων Μινιατούρες / Крохотки (1958-1960).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Από το άτιτλο ποίημα του Γεσένιν, 1910, «Υφάνθηκε στη λίμνη το άλικο φως της αυγής…»
[2] Από το άτιτλο ποίημα του Γεσένιν, 1914, «Αγαπημένε μου τόπε! Η καρδιά ονειρεύεται…»