fbpx
«Κακό προαίσθημα» του Μιλτιάδη Σαλβαρλή

«Κακό προαίσθημα» του Μιλτιάδη Σαλβαρλή

Έχω κακό προαίσθημα. Δεν είναι πρώτη φορά. Απλώς σήμερα είναι κάπως διαφορετικό. Αν πρέπει να το περιγράψω, μοιάζει με κάποιες μέρες του χειμώνα. Ενώ ξέρεις ότι το σπίτι είναι κρύο, σαν άδειο, σαν κάποιος να άφησε ανοιχτή την πόρτα του ψυγείου, ενώ προετοιμάζεσαι ψυχολογικά να το αντέξεις, χυμάει η παγωνιά καταπάνω σου και σφίγγει την καρδιά σου. Σαν το σπίτι να είναι ακόμα πιο παγωμένο. Ακόμα πιο άδειο. Σαν κάποιος να άφησε ανοιχτές τις πόρτες και του ψυγείου και της κατάψυξης.

Όλα μού φαίνονται αλλιώς σήμερα, έτσι όπως κοιτάζω πίσω από τα ανοίγματα της κρυψώνας μου. Κάτι στον αέρα δεν μου αρέσει. Κάτι φέρνει σε απειλή. Έγινε καβγάς χτες το πρωί. Μιλούσαν γλώσσα άγνωστη. Πόνεσε ο σβέρκος μου να κοιτάω μια τον έναν και μια τον άλλον. Μέσα στην κρυψώνα είναι λίγο στριμωχτά, αλλά λίγο με νοιάζει. Από εδώ μπορώ να παρατηρώ τους άλλους, δίχως εκείνοι να με βλέπουν. Τρυπώνω μία άσχετη στιγμή της μέρας, γίνομαι αόρατος, βολεύομαι, παρατηρώ. Οι άλλοι περνάνε από μπροστά μου, καμιά φορά με ψάχνουν, με φωνάζουν με το όνομά μου, μετά βαριούνται, «κάπου χώθηκε ο κερατάς», λένε και το ξεχνάνε. Με ξεχνάνε. Για λίγο. Κι εγώ, άλλοτε αραχτός κι άλλοτε σε συναγερμό, παρατηρώ σκιές να περνούν σε πρώτο πλάνο και να χάνονται στο βάθος, ένα λυμένο κορδόνι παπουτσιού να σέρνεται, ένα αντικείμενο να πέφτει κι ένα χέρι να το σηκώνει, σκόνη να αιωρείται και να ταξιδεύει προς τη φετούλα το φως που μπαίνει από το παράθυρο, φωτεινά σημεία, σκοτεινά σημεία, ρούχα κρεμασμένα, ρούχα πεταμένα, χαλί τσαλακωμένο, ένα χαρτί πεταμένο, ένα αποτσίγαρο δραπέτης από το τασάκι, κίνηση και ακινησία σε αρμονική εναλλαγή, όλα ανακατεμένα, όλα σαν ασπρόμαυρη ταινία αμοντάριστη που κάποιος κινηματογραφιστής παλαιάς κοπής έφτιαξε αποκλειστικά για μένα· κάθε μέρα διαφορετικό έργο.

Έχει πάει απόγευμα και το κακό προαίσθημα δεν λέει να περάσει. Έχει κάτσει στο στήθος μου από το πρωί, όπως το νέφος πάνω από μεγαλούπολη. Αναρωτιέμαι γιατί. Γιατί σήμερα; Γιατί έτσι; Τι το διαφορετικό έχει η σημερινή μέρα σε σχέση με τις άλλες; Αν το καλοσκεφτώ, τίποτε.

Ξύπνησα και πάλι επτά και μισή, ώρα που ο ήλιος πρόβαλλε και πάλι πίσω από τη γλάστρα τη βαμμένη κίτρινη και όλα φωτίστηκαν και πάλι με ένα έντονο λευκό φως. Η μανταρινιά έριξε και πάλι μια τεράστια απειλητική σκιά στο μπαλκόνι, αν και εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι δεν είναι τόσο μεγάλη η σκιά, αλλά η μανταρινιά θέλει να τη φαντάζεται μεγάλη, τεράστια θα έλεγα και φοβιστική, γιατί είναι φυτό νάνος η μανταρινιά στην κίτρινη γλάστρα και, όπως όλοι οι κοντοί, έχει θέμα. Είμαι μικρός. Δεν το είπα πιο πριν, το λέω τώρα. Αρκετά μικρός για να φοβάμαι το σκοτάδι και τις βροντές, μα και αρκετά μεγαλόσωμος ώστε να σηκώνομαι στις μύτες και να φτάνω στο ύψος του τραπεζιού. Συνήθως βλέπω τι έχει επάνω, τι πίνουν, τι τρώνε, τι αφήνουν όταν έχουν αποφάει. Εγώ τρώω χωριστά. Ίσως επειδή είμαι παιδί. Το παιδί τους. Εκείνοι με φωνάζουν έτσι, «παιδί μου», παιδάκι μου» – τόσο τακτικά που τείνω να το πιστέψω. Από τη μία δεν έχω λόγο να τους αμφισβητώ, από την άλλη όμως μου τριβελίζει το μυαλό η σκέψη ότι είμαι υιοθετημένος. Τότε μελαγχολώ. Το καταλαβαίνουν και με παίρνουν αγκαλιά, και με γεμίζουν χάδια και φιλιά, και αρχίζουν εκείνα τα ατελείωτα «παιδί μου», «παιδάκι μου», «αγόρι μου», «αγοράκι μου» και κάπως ηρεμώ, κάπου ξεχνιέμαι, κάπου ο κόμπος στον λαιμό λύνεται.

Η πρώτη μου ανάμνηση θέλει ένα τζάμι θαμπό από τα χνότα. Νύχτα. Έξω βρέχει. Μέσα μυρωδιά από ζάχαρη και γάλα, και μια ζεστασιά που τυλίγει κάθε χιλιοστό στο μικρό μου κορμί. Μοιάζει με την απαράμιλλη ζεστασιά της γούνας και για καιρό νόμιζα ότι είμαι πρίγκιπας, μεγιστάνας, κάτι σπουδαίο τέλος πάντων, γι’ αυτό η ζωή με υποδέχτηκε σε μια ζεστή γούνινη αγκαλιά. Στην πορεία πληροφορήθηκα ότι τους πρίγκιπες και τους μεγιστάνες τούς τυλίγουν σε πάνες, άντε λίγο πιο ακριβές από εκείνες που τυλίγουν τους κοινούς θνητούς. Όσο για τους σπουδαίους, αυτούς τους έχουν χεσμένους διότι αγνοούν ότι μια μέρα θα γίνουν σπουδαίοι. Ακολουθώ με το βλέμμα ένα δάκρυ που κυλάει διστακτικά στο τζάμι. Κάνω να το πιάσω. Δεν το φτάνω και το δάκρυ αγγίζει ανενόχλητο το πάτωμα. Κοιτάω πάλι ψηλά. Λευκό ταβάνι, απρόσωπο. Λευκό φως από βέργες που παράγουν έναν περίεργο θόρυβο. Ένα πρόσωπο με λευκό σκούφο και λευκή μάσκα σκύβει από πάνω μου. Με περιεργάζεται και το περιεργάζομαι. Φοράει λευκή ποδιά, γυναίκα μάλλον είναι, οι γυναίκες φροντίζουν συνήθως τα μωρά, αν και τούτη εδώ, εάν όντως είναι «τούτη» και όχι «τούτος», περισσότερο σκύβει και με κοιτάει με περιέργεια παρά με φροντίζει. Από τη στάση της –ή «στάση του», για να μην έχουμε παρεξηγήσεις– συμπεραίνω πως γεννήθηκα με κολλητική αρρώστια. Με κοιτάει, αλλά δεν με αγγίζει, δεν με παίρνει αγκαλιά. Το ίδιο κάνουν και όλοι όσοι περνάνε από αυτό το δωμάτιο, που μυρίζει γάλα και ζάχαρη. Με κοιτάνε, αλλά κανείς δεν με παίρνει αγκαλιά. Έτσι κι εγώ συνήθισα να μπαίνει και να βγαίνει κόσμος, με λιακάδα, με βροχή, μπαίνουν, κοιτάνε, κάτι παίρνουν, φεύγουν, η πόρτα ανοίγει, η πόρτα κλείνει, δεν τους φοβάμαι, δεν χαμηλώνω, δεν ζαρώνω στο μικροσκοπικό μου κρεβάτι πια.

Έπειτα, δεν θυμάμαι πώς, με φέρανε σπίτι.

Τι έγινε και όλα μου φαίνονται μακρινά τώρα πια; Τι μου συνέβη; Ίσως ξελογιάστηκα από τα φυτά στο μπαλκόνι και από το πρωινό τους τελετουργικό. Μπορεί να με παρέσυραν τα μυρμήγκια στο μυστήριο που τυλίγει τις καθημερινές τους διαδρομές. Σίγουρα πάντως με εξαγόρασαν τα παιχνίδια, τα πιο πολλά αραδιασμένα στο πάτωμα, μα και άλλα στο ταβάνι κρεμασμένα, πρόκληση να τα φτάσεις και ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση να τα αποκαθηλώσεις, να τα αρπάξεις και να τα σφίξεις στην αγκαλιά σου.

Ακούω το κλειδί στην πόρτα. Γύρισαν. Θέλω να φανερωθώ και να τους αφήσω να με πάρουν αγκαλιά και να αρχίσουν τα γλυκόλογα και τα χάδια. Να ξεχάσω το κακό προαίσθημα, να λησμονήσω τις κακές στιγμές, να μείνουν μόνο τα καλά, η σιγουριά, η αγάπη.

Φανερώθηκα.

Με έπιασαν και με έβαλαν σε μια άλλη κρυψώνα πιο μικρή, κινούμενη. Έξοδος πουθενά. Πανικός. Σπρώχνω το άνοιγμα. Δεν κινείται. Σαν να το έχουν κλείσει με τσιμέντο, με λάσπη που ξέρανε ο ήλιος ή με πηλό, όπως σε εκείνη τη μακρινή χώρα που έθαβαν τον κόσμο σε πήλινα μακρόστενα τσουκάλια. Η κρυψώνα η πιο μικρή από την κρυψώνα μου αιωρείται τώρα, μαζί της κι εγώ. Από τα ανοίγματα βλέπω τα πάντα σε κίνηση. Δεν είναι ασπρόμαυρη ταινία. Δεν είναι το έργο που ο μερακλής κινηματογραφιστής παλαιάς κοπής έφτιαξε αποκλειστικά για μένα. Είναι τρόμος. Σε όλες τις αποχρώσεις του ασπρόμαυρου. Έχει την απόχρωση της εξώπορτας. Την απόχρωση του τοίχου που περπατάει πλάι μου και οδηγεί έξω στον δρόμο. Έχει την απόχρωση των αυτοκινήτων που κορνάρουν, καθώς παίρνουν φόρα να προλάβουν το φανάρι. Έχει το γκρι της γης και το λιγότερο γκρι των δέντρων στο παρκάκι κοντά στο σπίτι μας. Έχει το μαυριδερό χρώμα της στοίβας με τις τάβλες έξω από το συνοικιακό ξυλουργείο. Έχει το μαύρο, πένθιμο, άραχλο μαύρο, από τις καρέκλες του γωνιακού καφενείου. Όχι! Όχι από τη γωνία, μπαμπά! Μη στρίβεις σε αυτή τη γωνία! Μην τολμήσεις να στρίψεις σε αυτή τη συγκεκριμένη γωνία, άκαρδε, ηλίθιε, ψηλέ και άχαρε, ανόητε, μικρόμυαλε, μικρόψυχε, εγωιστή μπαμπά!

Έστριψε τη γωνία. Σε δύο ανάσες είναι η πόρτα. Η γνώριμη πόρτα του μαρτυρίου. Μεταλλική πόρτα, γκρι του θανάτου, με μεγάλες τζαμαρίες. Στριφογυρίζω μανιασμένα στην κρυψώνα μου, βγάζω άναρθρες κραυγές που σημαίνουν «βοήθεια», αλλά, τόσοι άνθρωποι στον δρόμο, κανείς δεν μου δίνει σημασία.

Γιατί να μου δώσει; Λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι, δεν είμαι το παιδί κανενός.

Ένα γατί είμαι. Ένα γατί στο κλουβί. Ένα γατί που το πήραν μωράκι από το γαλακτοπωλείο της γειτονιάς, που είδε τη γάτα μητέρα του να τη χτυπάει αυτοκίνητο μπροστά στο μαγαζί, που μεγάλωσε παρέα με ένα μωρό, κοιμόταν στο κρεβάτι του, άκουγε τα νανουρίσματα, μοιραζόταν τα όνειρα, τις ανησυχίες του, τα γλυκόλογα, τα χάδια, τις αγκαλιές, ένα γατί που το πάνε πάλι στον γιατρό για εμβόλια, στείρωση, ευθανασία ή ποιος ξέρει για τι άλλο.

 

[Συντομευμένη εκδοχή του διηγήματος «Κακό προαίσθημα» από τη συλλογή Μικρά δωμάτια πανικού]

Ο Μιλτιάδης Σαλβαρλής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Σπούδασε φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και νομικά στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.
Από το 1981 έως το 2012 εργάστηκε ως ρεπόρτερ, συντάκτης και αρχισυντάκτης. Δούλεψε στο Υπουργείο Γεωργίας, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση της ΕΡΤ, στη διαδικτυακή πύλη in.gr, καθώς και σε διάφορα έντυπα. Ανάμεσά τους τα περιοδικά Ταξιδεύοντας, Πάνθεον, ELLE, Δίφωνο, HiTECH και National Geographic. Το 1981 εκδόθηκε η νουβέλα του Το βάρος της τριχοφυΐας (Εκδόσεις Αστέρι). Το 2014 συνεργάστηκε με το Urbn Theatr, γράφοντας μαζί με τον Ηλία Παναγιωτακόπουλο κείμενα για την παράσταση The Random Effect, που παρουσιάστηκε στον Χώρο Τέχνης 14η Μέρα, σε σκηνοθεσία Ηλία Παναγιωτακόπουλου.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.