«Τα μάτια» του Τόντορ Τόντοροβ
μετάφραση: Ζντράβκα Μιχάιλοβα
Τα μάτια. Ανοιχτά και κλειστά. Στον ύπνο. Στον πόνο και στο κλάμα. Από φόβο. Και ορθάνοιχτα. Μάτια που εισπνέουν. Με διεσταλμένες κόρες. Επώδυνα και μεθυστικά έγχρωμα. Κοκκινισμένα ή μπλε τιρκουάζ, πράσινα, λιγωμένα σε ρέμβη, μάτια οραματιστή, τρελού…
Τα μάτια είναι το πιο ευπαθές μέρος του σώματος. Και το πιο μυστηριώδες. Τίποτα στο σώμα μας δε μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με τα μάτια. Το σώμα μοιάζει στατικό, χαλύβδινο, σωρός από σάρκα και μυρωδιά. Κόκαλα και κρέας. Στα μάτια υπάρχει κάτι αόρατο, σχεδόν άυλο, κάτι ανεπαίσθητο, απόκοσμο. Σαν το μυστικό της ζωής να έχει εκραγεί εκεί ή σαν να πρόκειται να εκραγεί. Τα μάτια είναι επικίνδυνα, ενέχουν κάτι μαγικό, μαγεμένο, κάτι που θυμίζει βασιλίσκο. Σαν να ανήκουν σε άλλον κόσμο, όπου έχουν συμβεί ή συμβαίνουν άλλα πράγματα. Ένας άγνωστος, κρυφός κόσμος. Γι’ αυτό τα μάτια είναι δυνατά· σε μαγνητίζουν. Μεσα στην όπερα-μπούφα του σώματος μοιάζουν πολύ αληθινά και ζωντανά. Μας αγγίζουν.
Τα μάτια ενός ψεύτη – τι έκπληξη! Δελεαστικά και ύπουλα, μάτια συνωμοτικά. Ή τρομακτικά και απάνθρωπα, τα μάτια μάς φοβίζουν.
Τα μάτια είναι υπόσχεση για θαύμα. Пάνω τους κολλάει ντροπή και ενοχή, καθώς και η πυρκαγιά της επιθυμίας. Και η λύπη. Τα μάτια του ερωτευμένου και εκείνα της αγαπημένης. Του αγαπημένου. Υπάρχει κάτι πολύ άμεσο στα μάτια, κάτι ολοφάνερο, το οποίο μας μπερδεύει. Τα μάτια του φοβητσιάρη, του άπληστου, του ηλίθιου και του καταδικασμένου είναι διαφορετικά. Υπάρχουν αλλήθωρα, στραβά μάτια και άλλα κρυμμένα που σε κρυφοκοιτούν πίσω από τα γυαλιά με φιμέ κρύσταλλα ή με χοντρούς, σχεδόν μεγεθυντικούς φακούς, και χοντρό σκελετό. Μάτια διακοσμημένα. Μήπως έχετε δει μήπως μάτια που απουσιάζουν μέσα από το βλέμμα; Μάτια την ώρα του οργασμού, που έχουν ξεριζωθεί, που φωνάζουν, που κραυγάζουν, πνιγμένα, μάτια ορθάνοιχτα. Και τέτοια, που δεν γνωρίζουν. Μάτια φονικά.
Ενώ όταν ονειρεύονται, τα μάτια τρεμοπαίζουν ανήσυχα κάτω από τα βλέφαρα, σαν δαιμονισμένα, κατειλημμένα από μια ακατανόητη και σκοτεινή δύναμη, με την οποία παλεύουν. Τότε, όταν έχουν αποξενωθεί από μας, δε μας ανήκουν; Τα βάζει σε πειρασμό ο δαίμονας του ύπνου, ανήκουν πια αλλού, σε άλλη οικουμένη, κρυμμένη στα όνειρά μας. Μόνο για να ανοίξουν μετά απότομα, ξυπνημένα ξανά, τρομαγμένα και κατάπληκτα. Τα μάτια είναι ωραία, σε αυτά είναι κρυμμένο το μυστικό χαμόγελο του προσώπου. Πραγματικά αγγίζουμε ο ένας τον άλλο μόνο μέσ’ από αυτά. Τα μάτια είναι κάτι που ποτέ δε θα εξερευνήσουμε.
«Κοίταξέ με!» Το βλέμμα θυμίζει κρυφό ραντεβού. Μια κρυμμένη και ανεπαίσθητη, αλλά συνάμα αισθητή, διείσδυση.
Ο Τόντορ Τόντοροβ (γενν. 1977, Σόφια) είναι καθηγητής Φιλοσοφίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, διδάσκει επίσης Ισλαμική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας «Κλίμεντ Όχριντσκι», καθώς και Φωτογραφία στο Τμήμα Πολιτισμικών Σπουδών του ίδιου Πανεπιστημίου. Έχει δημοσιεύσει δεκάδες επιστημονικές μελέτες, δοκίμια, άρθρα, διηγήματα, ποιήματα και φωτογραφίες. Η συλλογή διηγημάτων Παραμύθια για μελαγχολικά παιδιά (2010), με την οποία πρωτοεμφανίστηκε, προκάλεσε αίσθηση με τις δεκαεννιά ιστορίες για παιδιά που έχουν μεγαλώσει. Οι σκοτεινές και μαγικές αυτές ιστορίες, εικονογραφημένες με ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος, έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και η έκδοση αυτή παρουσιάστηκε στην Έκθεση Βιβλίου της Λειψίας (2013). Με το δεύτερο βιβλίο του, Πάντα η νύχτα (2012), δικαίωσε την άποψη του κριτικού λογοτεχνίας Μίτκο Νόβκοβ, ο οποίος χαρακτηρίζει τη γραφή του Τόντοροβ ως ένα είδος γοτθικής αφήγησης με μπαρόκ έκφραση, και τον συγγραφέα μοναδικό για τα γεωγραφικά μας πλάτη: μακάβριο, ερωτικό, σκεπτικιστή, ειρωνικό. Ο Τόντορ Τόντοροβ έχει λάβει μέρος στο Φεστιβάλ «Λογοτεχνική Σκηνή» Καλαμαριάς (2013).