fbpx
«Ο καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται...» του Πέτρου Γκάτζια

«Ο καλός φίλος στην ανάγκη φαίνεται...» του Πέτρου Γκάτζια

«Ο Βαγγέλης είναι καλός φίλος, σου λέω. Πολύ καλός!»

«Αυτό το ξέρω χρόνια, αλλά τι σου ήρθε να το πεις τώρα;»

«Δεν μου ήρθε έτσι απλά. Το έχει αποδείξει. Στην πράξη!»

«Εννοείς για τότε που σου δάνεισε τα λεφτά και δεν τα πήρε ποτέ πίσω;»

«Και αυτό... αλλά, πού το θυμήθηκες; Εγώ μιλάω για κάτι πιο πρόσφατο».

«Πιο πρόσφατο και δεν το ξέρω γω; Ρε συ, εμείς οι τρεις είμαστε κώλος και βρακί από το σχολείο. Πότε κάνατε κάτι μαζί και δεν το πήρα είδηση; Έχετε μυστικά από μένα;»

«Μην το παίρνεις έτσι... απλώς έτυχε! Τον ξέρεις τον Βαγγέλη, του έρχονται πράγματα στο μυαλό και θέλει να τα κάνει. Προχθές που έλειπες στην Καλαμάτα, με πήρε τηλέφωνο να βγούμε για ποτό. Ε, εκεί στο μπαρ που πήγαμε ήταν μια σαραντάρα μόνη της. Της πιάνω εγώ την κουβέντα, από κοντά και ο Βαγγέλης, πες από δω, πες από κει, την ψήνουμε να την πάρουμε και οι δύο. Τότε εκείνη μας λέει: “Εντάξει, αγόρια, πάμε στο διαμέρισμά μου, μόνο που εκεί θα είναι και μια φίλη μου”. “Κανένα πρόβλημα”, λέμε εμείς. Πάμε λοιπόν στο διαμέρισμα και η φίλη της αποδεικνύεται... φίλος, και μάλιστα πρόθυμος για όλα. Χαλάστηκα γιατί μου άρεσε η γκόμενα και πήγα να φύγω, όμως ο Βαγγέλης με σταμάτησε. “Αφού σ’ αρέσει, προχώρα”, μου λέει. “Εγώ είμαι εδώ!”»

«Τι εννοείς;»

«Ε, τι εννοώ, ρε συ Σταύρο! Πήρα εγώ την γκόμενα και ο Βαγγέλης κανόνισε τον νεαρό. Γι’ αυτό σου λέω, ο Βαγγέλης είναι φίλος. Για να πηδήξω εγώ, έγινε θυσία!»

«Στέλιο, ξέρεις τι λες; Δηλαδή, ο Βαγγέλης... τώρα στα πενήντα, αποδείχθηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος;»

«Όχι, ρε συ Σταύρο! Χάρη σ’ έναν φίλο έκανε... στον κολλητό του. Τον ξέρεις, άλλωστε, δεν είναι ρατσιστής...»

«Εδώ δεν έχει να κάνει με ρατσισμό, εδώ έχει να κάνει με... άσ’ το! Εσύ τον είδες να το κάνει;»

«Ε, όσο μπόρεσα... γιατί η γκόμενα ήταν καυτή και δεν μ’ άφηνε σε ησυχία. Και ο νεαρός φορούσε γυναικεία... στο σκοτάδι δεν τον ξεχώριζες...»

«Τώρα ησύχασα!»

«Πώς κάνεις έτσι, βρε αδερφέ μου! Μήπως ζηλεύεις;»

«Τι να ζηλέψω ακριβώς από σένα και τον Βαγγέλη μ’ αυτό που κάνατε; Καλά, πόσο είχατε πιει;»

«Όχι όσο νομίζεις. Άλλωστε, αν είχαμε πιει πολύ δεν θα τα καταφέρναμε... Πάνε οι εποχές που διαπρέπαμε! Και η γκόμενα μου έδωσε συγχαρητήρια μετά!»

«Και ο Βαγγέλης; Πήρε και ο Βαγγέλης συγχαρητήρια;

«Τι να σου πω, δεν ξέρω. Ο Βαγγέλης έφυγε προτού φύγω εγώ. Εξαφανίστηκε και αυτός και ο νεαρός. Δύο ημέρες τώρα δεν μου λέει πού πήγε. Γι’ αυτό σκέφτηκα να τον ρωτήσεις εσύ, τώρα εδώ στο νησί, που είμαστε και οι τρεις μας πιο χαλαροί...»

«Ούτε να το σκέφτεσαι! Εγώ δεν ξέρω τίποτα, δεν άκουσα τίποτα και –το σημαντικότερο– δεν είδα τίποτα!»

«Μα, ρε Σταύρο, θα με φάει η περιέργεια...»

«Δεν υπάρχει περίπτωση. Σταμάτα τώρα, γιατί έρχεται...»

«Λοιπόν, αγόρια, έτοιμοι; Στέλιο, Σταύρο, πάμε; Το δωμάτιο μας περιμένει. Ζήτησα τρίκλινο, όπως παλιά. Τότε που κάναμε τις τρέλες μας στα νησιά. Ανυπομονώ γι’ αυτό το τριήμερο. Ωραίος τρόπος για να αρχίσουμε το καλοκαίρι μας!»

Ο καθένας άρπαξε τη βαλίτσα του χωρίς να βγάλει κουβέντα. Για τους δικούς του λόγους. Ο Στέλιος γιατί προσπαθούσε να βρει τρόπο να ρωτήσει και πάλι τον Βαγγέλη για τα προχθεσινά, ο Βαγγέλης από την άλλη στον κόσμο του, σκεφτόταν μόνο το τριήμερο που θα ακολουθούσε, και ο Σταύρος, σοκαρισμένος απ’ όσα είχε ακούσει, δεν ήξερε πώς να φερθεί στον Βαγγέλη και πώς να βγάλει άκρη με τον Στέλιο.

Ανέβηκαν με τις σκάλες έναν όροφο και περπάτησαν για λίγο σε έναν σχεδόν σκοτεινό διάδρομο, δροσερό, που μύριζε μια παλιομοδίτικη πάστρα. Ο Βαγγέλης προχωρούσε μπροστά, κρατώντας αμήχανα τα κλειδιά στα χέρια του, όπως παλιά. Έτσι έκανε πάντοτε. Αυτός κανόνιζε το μέρος όπου θα πήγαιναν διακοπές, αυτός έκλεινε ξενοδοχείο και αυτός κρατούσε πάντοτε τα κλειδιά. Οι άλλοι δύο απλώς ακολουθούσαν.

Ο Βαγγέλης από παλιά ήταν ο αρχηγός αυτής της παρέας και τώρα δεν υπήρχε λόγος να αμφισβητήσει κανείς αυτού του είδους την κυριαρχία πάνω τους. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, η οποία άνοιξε τρίζοντας, και μπήκαν ο ένας μετά τον άλλο στο δωμάτιο που έβλεπε στη θάλασσα.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Βαγγέλης ήταν να ανοίξει τα πορτοπαράθυρα, για να μπει το ζεστό φως του πρωινού.

«Καταπληκτικά δεν είναι; Μου θυμίζει λίγο τις πρώτες μας διακοπές στην Αντίπαρο. Θυμόσαστε εκείνο το δωμάτιο; Τέτοιο πορτοπαράθυρο δεν είχε;»

«Τέτοιο!» είπε μονολεκτικά ο Στέλιος.

Ο Σταύρος απέφυγε να σχολιάσει. Το μόνο που είπε ήταν: «Θα πάρω το κρεβάτι δίπλα στον τοίχο. Έχει περισσότερη δροσιά εκεί».

«Όπως θες», του απάντησε ο Βαγγέλης. «Εγώ πάω για ένα ντους».

Ο Βαγγέλης άνοιξε τη βαλίτσα του και έβγαλε προσεχτικά από μέσα το μαγιό του και ένα καθαρό μπλουζάκι. Τα άπλωσε στο κρεβάτι δίπλα στο πορτοπαράθυρο και πήρε μαζί του στο μπάνιο μια παλιά, πράσινη σαπουνοθήκη που είχε από τον στρατό.

«Ακόμη την έχεις αυτήν;» σχολίασε ο Στέλιος.

«Γιατί να την αλλάξω, αφού δεν έχει πάθει απολύτως τίποτα», αποκρίθηκε και χώθηκε στο μπάνιο.

Οι άλλοι δύο απ’ έξω άρχισαν να αδειάζουν τις βαλίτσες τους και να τακτοποιούν τα ρούχα τους μέσα στην παλιά ξύλινη ντουλάπα. Όλο το ξενοδοχείο απέπνεε ένα μεγαλείο άλλης εποχής. Μια αστική μεγαλοπρέπεια που τώρα δύσκολα βρίσκεις. Χτισμένο τη δεκαετία του ’50, είχε ζήσει σίγουρα καλύτερες στιγμές, όμως ακόμη κρατούσε μια αξιοπρέπεια και οι πελάτες του ήταν άνθρωποι κάποιας κουλτούρας και νοσταλγοί ενός καλύτερου παρελθόντος. Δεν είχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα ξενοδοχεία του νησιού. Βρισκόταν λίγο έξω από τη Χώρα, σ’ ένα σημείο γεμάτο πεύκα, πολύ κοντά στη θάλασσα.

Όση ώρα ο Βαγγέλης βρισκόταν στο μπάνιο, οι άλλοι δύο δεν μιλούσαν. Το θέμα που τους απασχολούσε ήταν γνωστό, αλλά τελικά κανείς τους –όσο και αν έτρωγε η περιέργεια τον Στέλιο– δεν ήθελε να το συζητήσει περισσότερο.

Και τότε άνοιξε η πόρτα και ένας χαρούμενος Βαγγέλης μπήκε στο δωμάτιο.

Στη μέση του είχε τυλιγμένη την πετσέτα, δείχνοντας μάλλον αστείος, και προσπαθούσε με μια άλλη μικρότερη να σκουπίσει τα λιγοστά μαλλιά του. Φθάνοντας ωστόσο πάνω από το κρεβάτι του, εκεί όπου είχε αποθέσει τα ρούχα του, λύνει την πετσέτα και την αφήνει να πέσει στο πάτωμα. Ξαφνικά μένει γυμνός μπροστά τους, με τα γεννητικά του όργανα, σχετικά ερεθισμένα από το ζεστό νερό και το τρίψιμο με την πετσέτα, σε απόσταση αναπνοής, έτσι όπως οι άλλοι δύο κάθονταν στα κρεβάτια τους. Μια κίνηση που χρόνια τώρα δεν προκαλούσε έκπληξη, καθώς, όπως συνήθιζε να λέει, «άνδρες είμαστε, μεταξύ μας!». Τώρα, όμως, μετά την ακόλαστη βραδιά αποκτούσε ενδεχομένως άλλη σημασία και ο Στέλιος με τον Σταύρο δεν μπόρεσαν παρά να κοιταχτούν αμήχανα.

Ο Βαγγέλης έκανε μια βόλτα γυμνός μέσα στο δωμάτιο σιγοτραγουδώντας και συνέχισε απτόητος να στεγνώνει τα μαλλιά του.

«Άντε, παιδιά, δεν θα πάμε για μπάνιο;» τους είπε, με ένα χαμόγελο ευδαιμονίας που τον έκανε να μοιάζει με ηλίθιο.

Οι δυο τους ντύθηκαν γρήγορα στο μπάνιο, μακριά από το βλέμμα του Βαγγέλη, προκαλώντας την απορία του. Ωστόσο, ήταν τόσο χαρούμενος που βρισκόταν και πάλι με τους φίλους του σε διακοπές, που δεν έδωσε σημασία. Οι τρεις φίλοι έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, φαινομενικά χαρούμενοι και χαλαροί, και επί ώρες χάθηκαν σε μια κοντινή παραλία του νησιού, χαζεύοντας ό,τι περνούσε από μπροστά τους.

Ο Βαγγέλης είχε αλλάξει λίγο τις συνήθειές του. Στο παρελθόν δεν έβαζε αντηλιακό, ούτε και λοσιόν για μετά το ξύρισμα. Τώρα, οι άλλοι δύο τον παρατηρούσαν έκπληκτοι να αλείφεται με μια σειρά από κρέμες. Άλλη για το πρόσωπο, άλλη για το σώμα, άλλη για το κεφάλι, με ένα έντονο άρωμα – θηλυπρεπές τούς φάνηκε. Και ο ίδιος ο Βαγγέλης κάθε τόσο κοιτούσε αν είχε απλωθεί καλά η κρέμα στο κορμί του και χάιδευε το πρόσωπό του τρυφερά. Αγκαλιαζόταν κιόλας, όταν ίδρωνε. Για να δροσιστεί, όπως τους είπε. Οι δυο τους τον παρατηρούσαν διαρκώς, αλλά εκείνος δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρει. Οι κινήσεις αυτές σε μια άλλη περίπτωση δεν θα είχαν σημασία. Τώρα όμως...

Ώρες αργότερα, στο δωμάτιο ετοιμάζονταν για τη βραδινή τους έξοδο. Η ίδια ακριβώς διαδικασία με το πρωί, μόνο που τώρα είχε περισσότερα αρώματα.

Ο Βαγγέλης πάλι γυμνός να τριγυρνά μέσα στο δωμάτιο και οι άλλοι δύο να κοιτάζονται αμήχανα. Ήταν περασμένες εννέα όταν έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, αποφασισμένοι να πιουν το πρώτο ποτό σε κάποιο γειτονικό μπαράκι και μετά να συνεχίσουν προς άγραν περιπέτειας...

Βγαίνοντας ωστόσο στον κήπο του ξενοδοχείου, είδαν πως κάτι διαφορετικό συνέβαινε. Στη μέση υπήρχε μια εξέδρα και δεξιά-αριστερά απλώνονταν τα τραπέζια. Ένας μεσήλικας με κεραμιδί περουκίνι και ελαφρά μακιγιαρισμένος παρουσίαζε τις κοπέλες για τα τοπικά καλλιστεία και οι θαμώνες –όλοι κάποιας ηλικίας– χειροκροτούσαν. Μόνη παραφωνία, ένα τραπέζι στην άκρη όπου τρεις νεαροί, όχι μεγαλύτεροι από τριάντα, κοίταζαν αμήχανοι και ερεθισμένοι όσα γίνονταν μπροστά στα μάτια τους. Οι τρεις φίλοι αποφάσισαν να καθίσουν για λίγο και κείνο το πρώτο ποτό, αντί να το πιουν στην πόλη, θα το έπιναν στο ξενοδοχείο.

«Το νούμερο 10, η Μαρία!» συνέχιζε ο κονφερασιέ. «Φοράει μαγιό, είναι μόλις 19 ετών και μας έρχεται από την Πάτρα. Όνειρό της να σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων και να διαπρέψει στον τομέα της. Προς το παρόν, αυτό το υπέροχο πλάσμα ασχολείται με το μόντελινγκ».

Ο Σταύρος κοιτούσε τη Μαρία και τα άλλα κορίτσια που ακολούθησαν. Μόνο για μόντελινγκ δεν έκαναν. Τα καλλιστεία, αν ήταν πράγματι καλλιστεία, απέπνεαν έναν αέρα παρακμής. Καμία από τις κοπέλες που ανέβηκαν στην αυτοσχέδια εξέδρα δεν υπήρχε περίπτωση να κερδίσει όχι τίτλο σε έναν κανονικό διαγωνισμό, αλλά ούτε και να περάσει απ’ έξω. Ήταν σαφές πως για άλλο λόγο γινόταν η εκδήλωση. Τα κορίτσια έψαχναν να βρουν πελάτες και όσες πίστευαν ότι θα έκαναν κάποιου άλλου είδους καριέρα ήταν μακριά νυχτωμένες.

Στην άκρη, ένας θηλυπρεπής νεαρός τις υποδεχόταν και τις οδηγούσε πάλι πίσω στα υποτιθέμενα καμαρίνια, δηλαδή μέσα στον χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου και τις κοινόχρηστες τουαλέτες.

Οι νεαροί σφύριζαν και χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι, αλλά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που μπορούσαν να πληρώσουν, κοιτούσαν προσεχτικά για να επιλέξουν.

Τελευταία ανέβηκε μια μικροκαμωμένη κοπέλα, με ένα μαύρο στρινγκ μαγιό και ξανθά φυσικά μαλλιά, κοντά, όσο πρέπει. Το βλέμμα της είχε κάτι το διαφορετικό, όπως κοιτούσε τους θαμώνες και κατέληγε με νόημα πάνω στον Σταύρο. Εκείνος λιγώθηκε. Η κοπέλα, η Στέλλα, δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του. Ήταν λες και αυτή επέλεγε και όχι ο Σταύρος, που κολακευμένος είχε ξεχάσει τα πάντα και την κοιτούσε και αυτός επίμονα μέχρι που εκείνη, περνώντας ανάμεσα από τα τραπέζια, έφθασε πολύ κοντά του και τον ακούμπησε με το χέρι της, προτού ξανανέβει στην εξέδρα.

Οι άλλοι δύο τον πείραζαν διαρκώς, αλλά ο Σταύρος τούς αγνοούσε. Στόχος του, να βρεθεί κοντά στη Στέλλα, να την ξεμοναχιάσει και βέβαια ούτε λόγος για να συνεχίσουν τη νύχτα τους αλλού. Ο Βαγγέλης και ο Στέλιος δέχθηκαν πρόθυμα την επιθυμία του φίλου τους, αλλά άρχισαν και αυτοί να χειροκροτούν και να φωνάζουν, ανταγωνιζόμενοι την παρέα των νεαρών.

Ακολούθησαν και άλλες εμφανίσεις. Οι κοπέλες παρουσιάστηκαν στο τέλος φορώντας καυτές τουαλέτες, χωρίς σουτιέν και με το εσώρουχο να διαγράφεται προκλητικά, προκαλώντας επιφωνήματα. Η Στέλλα πέρασε για άλλη μια φορά δίπλα από το τραπέζι τους. Το χέρι της άγγιξε και πάλι το δικό του, μόνο που τώρα του άφησε και ένα μικρό χαρτάκι που έγραφε: δωμάτιο 23.

Ο Σταύρος χαμογέλασε με ικανοποίηση και, από εκείνη τη στιγμή, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να τελειώσουν τα καλλιστεία και να βρεθεί στο δωμάτιο 23.

«Α, ρε τυχεράκια, το “χτύπησες” το μωρό. Από μικρός έτσι ήσουν. Εκεί που δεν σε περίμενε κανείς, εσύ έκανες την κίνησή σου και είχες τελικά την καλύτερη», του είπε ο Στέλιος.

Ο Βαγγέλης όμως παρέμενε αμίλητος.

«Τι έχεις;» του είπε ο Σταύρος.

«Τίποτα, απλώς θυμάμαι τι κάναμε πριν από τριάντα χρόνια».

«Τι νόημα έχει; Το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα ή τι μπορούμε να κάνουμε τώρα. Βαγγέλη, στην ηλικία που είμαστε, χωρίς υποχρεώσεις, το μόνο που μετράει είναι να περνάμε καλά, χωρίς ταμπού και δεύτερες σκέψεις», είπε ο Σταύρος αλλά σχεδόν αμέσως το μετάνιωσε, φέρνοντας στο μυαλό του τα τελευταία γεγονότα.

«Έχεις δίκιο!» αποκρίθηκε απλά εκείνος.

Ο Σταύρος κοίταξε για λίγο τον Βαγγέλη, έτσι όπως ήταν αφηρημένος, και έπειτα το βλέμμα του έπεσε και στον Στέλιο, που χειροκροτούσε και σφύριζε. Αυτοί είναι οι φίλοι μου, πάνω από σαράντα χρόνια τώρα. Δεν μπορώ να τους αλλάξω, όπως δεν μπορούν να αλλάξουν και αυτοί εμένα. Και είναι φίλοι. Πραγματικοί φίλοι. Σε δύσκολες στιγμές. Ποιος είμαι εγώ που θα τους κρίνω. Δεν άλλαξαν σε τίποτα. Μόνο άσπρισαν και πάχυναν. Τίποτα άλλο. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει στο κρεβάτι του. Μόνο που ακόμη και τώρα, με όσα σκεφτόταν, δεν είχε το θάρρος να το πει στον Βαγγέλη. Ήξερε πως εκείνος είχε καταλάβει ότι ο Στέλιος τού είχε πει τα πάντα. Έτσι γινόταν. Από την πρώτη στιγμή. Δεν θα άλλαζε τώρα! Μόνο που δεν μπορούσε. Φοβόταν. Φοβόταν μήπως, παρά την ώριμη σκέψη του, τελικά παραφερθεί και χαλάσει τη φιλία τους. Άσ’ το να πάει, σκέφτηκε και περίμενε να τελειώσουν τα καλλιστεία για να βρει τη Στέλλα.

Μία ώρα αργότερα, ο Σταύρος στεκόταν έξω από το δωμάτιο 23, στο ισόγειο, όπως έγραφε το χαρτάκι. Το δωμάτιο ήταν στο τέλος του διαδρόμου, σχετικά ήσυχο και απομονωμένο. Είχε σταματήσει να σκέφτεται τους φίλους του, που αποφάσισαν να συνεχίσουν τη βραδιά τους στη Χώρα. Σήκωσε το χέρι και χτύπησε απαλά την πόρτα.

Η Στέλλα άνοιξε φορώντας μόνο τα εσώρουχά της και δίπλα της, αγκαλιά, ο θηλυπρεπής νεαρός – και αυτός ημίγυμνος. Η Στέλλα τον φιλά στο στόμα με πάθος και μετά, σέρνοντας τη γλώσσα της πάνω στα χείλη του, λέει στον Σταύρο: «Πέρνα μέσα».

Εκείνος σαστίζει. Καταλαβαίνει πως για να έχει τη Στέλλα θα πρέπει να έχει και τον νεαρό. Θέλει να φύγει. Να κάνει μεταβολή και να φύγει. Όμως η Στέλλα τού αρέσει. Του αρέσει πολύ και δεν θέλει να τελειώσει έτσι ξενέρωτα το βράδυ του.

Η λογική όμως πρυτανεύει. Κάνει να στρίψει για να φύγει, όμως ένα χέρι τον συγκρατεί. Βλέπει τον Βαγγέλη πίσω του και τον ακούει να λέει: «Προχώρα, εγώ είμαι εδώ!»

Γιατί ο Βαγγέλης είναι φίλος! Καλός φίλος! Και το έχει αποδείξει. Πολλές φορές!


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.