fbpx
«Τρανς» του Βασίλη Κιμούλη

«Τρανς» του Βασίλη Κιμούλη

Συνάντησα τον στρατηγό στο χωριό, το καλοκαίρι που φιλοξενούσα τη Λώρα. Παραθέριζαν με τη γυναίκα του και τον δεκαεξάχρονο εγγονό τους. Κράταγε μπαστούνι, περισσότερο από στιλ. Η ξύλινη λαβή ήταν το κεφάλι ενός σκύλου από ασήμι με δυο μικροσκοπικά κόκκινα διαμαντάκια για μάτια. Στ’ αριστερό χέρι φορούσε ένα χρυσό δαχτυλίδι που είχε δυο μάσκες σαν αποκριάτικες, η μία διαγώνια πάνω στην άλλη, και γαλάζια διαμαντάκια για μάτια.

Ο στρατηγός έδινε διαταγές δεξιά κι αριστερά, τα στρατιωτάκια στέκονταν σούζα. Φόραγε την ατσαλάκωτη στολή του με τα γυαλιστερά παράσημα, και τα καλά του τ’ άρβυλα άστραφταν σαν καθρέφτες. Όταν επιθεωρούσε τους φαντάρους, έκρυβε τα μάτια του πίσω από κάτι τεράστια μαύρα γυαλιά. «Δεν πρέπει να ξέρουν από πού θα τους έρθει», έλεγε.

Η γυναίκα του ήταν καλοβαλμένη. Φορούσε μια σκοτσέζικη καρό ποδιά. Τα παπούτσια της είχαν μπατάρει προς τα έξω. Αν δεν τη στήριζε αλά μπρατσέτα ο στρατηγός, θα ’λεγες πως είναι τύφλα.

Ο εγγονός τους είχε σπυριά σ’ όλο το πρόσωπο εκτός από τ’ αυτιά. Είχε τα ξεπλυμένα πράσινα μάτια του στρατηγού, σαν πεντοχίλιαρο που μπήκε κατά λάθος στο πλυντήριο. Φόραγε τα χαμηλοκάβαλα τζιν της μόδας, αυτά που φαίνεται το σώβρακο. Μάσαγε τσίχλα κι όταν ρουφούσε όλη της τη γλύκα, την έφτυνε με θόρυβο. Οι γέροι έκαναν ότι δεν έβλεπαν. Ίσως και να μην έβλεπαν.

Κάθισαν στο διπλανό τραπέζι του εστιατορίου όπου έτρωγα. Ο στρατηγός ήταν τόσο τεράστιος, που το στομάχι του παρέσυρε το τραπεζομάντιλο ρίχνοντας κάτω τα πιάτα, τα ποτήρια, το βάζο με τις ανεμώνες, το τασάκι και τις χαρτοπετσέτες. Έγιναν όλα κομμάτια μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από βρισιές, γιατί ο στρατηγός έχανε επίτηδες την ψυχραιμία του στις κρίσιμες στιγμές. «Καλύτερα να τους τρομάζεις, παρά να σε τρομάζουν», έλεγε.

Η γυναίκα του ξεφύσαγε. Είχε κοκκινίσει σαν παπαρούνα και μάζεψε από κάτω μια χαρτοπετσέτα να σκουπίσει τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό της. Ο εγγονός άκουγε μουσική στο i-pod και κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι.

Το αφεντικό του εστιατορίου τούς κοίταζε ανέκφραστα μέχρι να ησυχάσουν. Όταν πια ηρέμησαν, πλησίασε. Τα γκαρσόνια είχαν συνεφέρει το χάος με αστραπιαίες, επιδέξιες κινήσεις.

«Καλωσορίσατε», είπε εγκάρδια κοιτάζοντας τον στρατηγό στα μάτια.

«Χμμ», μούγκρισε ο στρατηγός.

«Τι καλό να σας ετοιμάσουμε;» συνέχισε το ίδιο και περισσότερο φιλικά, κοιτάζοντας τη γυναίκα του στρατηγού στα μάτια.

Ο στρατηγός έδωσε διαταγές. Παράγγειλε σχεδόν τα πάντα. Όταν ήρθαν τα πιάτα, το τραπέζι βόγκαγε από το βάρος. Σαλάτες, πατάτες, τυριά, κολοκυθάκια τηγανητά, λουκάνικα, μπριζόλες, σουβλάκια, μπιφτέκια, παϊδάκια, συκωταριά.

«Έτοιμοι, εμπρός, μαρς!» έδωσε το σινιάλο της επίθεσης. Η γυναίκα κι ο εγγονός κρατούσαν όρθια στα χέρια τα μαχαιροπίρουνα. Είχαν τυλίξει από μια πετσέτα στον λαιμό. Κοίταζαν ευθεία μπροστά με απόλυτη συγκέντρωση. Για ένα δευτερόλεπτο έμειναν ακίνητοι στον χρόνο κι έπειτα ξεχύθηκαν μανιασμένα στη μάχη.

Δεν προλάβαινες να δεις για πότε τα πιρούνια καρφώνονταν στα ψαχνά, τα μαχαίρια να ξεσκίζουν τις καλοψημένες σάρκες των νεκρών ζώων. Οι σαλάτες πετούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους κι αυτοί αιχμαλώτιζαν στον αέρα τις πράσινες μπουκιές μ’ αιφνιδιαστικά σπασίματα του αυχένα προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο στρατηγός ήταν ευθυτενής, σοβαρός, επαγγελματίας. Ικανός καθοδηγητής, επανέφερε κάθε τόσο τα γυναικόπαιδα στην πορεία της μάχης μ’ ένα νεύμα, με μια ελάχιστη προσταγή.

«Εκεί έχει ακόμη…» «Γύρνα το ανάποδα και ρίξ’ του…» «Αναπνοή τώρα…»

Οι άνθρωποι που έτρωγαν εκείνη την ώρα στο εστιατόριο είχαν μείνει κόκαλο. Το θέαμα ήταν τρομερό. Υπήρχε κάτι το αφύσικα σωστό στον τρόπο που κατεύθυνε το φαγοπότι ο στρατηγός, κάτι μεγαλοφυές στα όρια της παράνοιας. Ησυχία είχε καλύψει όλα τα τραπέζια. Άκουγες μονάχα τα σαγόνια της φοβερής πολεμικής μηχανής να συνθλίβουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Σαν ατμομηχανές ξεφυσούσαν κι εφορμούσαν κάθετα στα ράκη τροφής, μια επίλεκτη στρατιά με σαφείς εντολές να μην ξανανθίσει τίποτα στην καμένη χώρα.

«Τους ζυγούς λύσατε!» βροντοφώναξε ο στρατηγός κι ακούμπησε αποφασιστικά τα μαχαιροπίρουνα παράλληλα μέσα στο πιάτο του.

Αυτόματα, τα γυναικόπαιδα έκαναν το ίδιο.

«Τώρα, προσευχή», είπε κάνοντας νεύμα στη γυναίκα του, που πετάχτηκε πάνω σαν σούστα. «Να ευχαριστήσουμε τον Θεό», συμπλήρωσε.

Η γυναίκα του έλυσε την ποδιά της. Από κάτω είχε μιαν άλλη χρυσοποίκιλτη ποδιά μ’ έναν δράκοντα σαν περιστρεφόμενο δερβίση. Τα μάτια του έβγαζαν φλόγες και η διχαλωτή γλώσσα του είχε αρπάξει δυο κοπέλες που γέμιζαν νερό στην πηγή. Τα νερά της πηγής είχαν χρώμα τουρκουάζ και κατρακυλούσαν από ένα πανύψηλο βουνό. Στην κορυφή του βουνού διέκρινες κεραμίδια σπιτιών με χιόνια. Ο ουρανός είχε μαύρα σύννεφα και στη θέση του ήλιου υπήρχε ένα θαμπό μάτι γουρλωμένο. Ήταν τέτοια η δύναμη της εικόνας, που κάποιες γυναίκες απ’ τα πιο κοντινά τραπέζια άρχισαν να κλαίνε, στην αρχή σιγανά αλλά σύντομα με ασυγκράτητους λυγμούς.

Το αφεντικό του εστιατορίου είχε την αίσθηση ότι χάνει τον έλεγχο της κατάστασης. Ένιωθε ευθύνη για τον κόσμο που τάιζε, αλλά αυτό τον ξεπερνούσε.

Η γυναίκα του στρατηγού άρχισε να λέει την προσευχή. Κανείς δεν αναγνώριζε τα λόγια, γιατί ήταν μια αυτοσχέδια προσευχή. Πολλές φορές τα βράδια ο στρατηγός και η γυναίκα του εφεύρισκαν νέες προσευχές. Κατέφευγαν στη μεγάλη βιβλιοθήκη του χολ, εκεί όπου φυλάσσονταν οι σπάνιες εκδόσεις: χειρόγραφα θρησκευτικά, κώδικες απαγορευμένοι, πάπυροι και ξεχαρβαλωμένα Ευαγγέλια με περίτεχνα διακοσμητικά μοτίβα, όλα λάφυρα από τις πολύχρονες εκστρατείες του στρατηγού. Ακόμη και η θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών υπήρχε εκεί. Ο στρατηγός, που πρέσβευε τη θεωρία ότι όλες οι θρησκείες δεν ήταν παρά ένα μακρόσυρτο παρακαλετό σε ακατανόητες ως επί το πλείστον γλώσσες, συνήθιζε να λέει «κόψε και ράψε, και πάλι τα ίδια θα πεις», εφαρμόζοντας άθελά του μια ιδιόρρυθμη cut-up τεχνική στις Άγιες Γραφές. Στη γυναίκα του μοιραία έπεφτε ο ρόλος του περφόρμερ.

Η προσευχή προκάλεσε μιαν αίσθηση τέλους σε όλους μας. Οι μονότονες επαναλήψεις κάποιων μυστηριωδών επικλήσεων σε μια προχριστιανική θεότητα της Αφθονίας σκόρπισαν ρίγη εγκατάλειψης στην αίθουσα. Είχε αρχίσει να πέφτει κι ο ήλιος.

Και το τέλος δεν μπορούσε να είναι περισσότερο θεατρικό, γιατί όταν επιτέλους έβαλε μια τελεία στην προσευχή της, η γυναίκα κατέρρευσε φαρδιά-πλατιά στο πάτωμα.

«Σσς», είπε ο στρατηγός κι έκοψε τη φόρα του αφεντικού, που έτρεξε δίπλα της. «Είναι από το τρανς».

Εκείνος νόμισε πώς κατηγορούσαν το φαγητό του κι άρχισε να υπερασπίζεται την ποιότητα των πρώτων υλών της επιχείρησης.

«Τον λογαριασμό, στραβάδι!» τον έκοψε ο στρατηγός.

 

Ο Βασίλης Κιμούλης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχαία Ελληνική Φιλολογία και Γλωσσολογία στο ΑΠΘ. Εργάζεται ως σύμβουλος επικοινωνίας, επιμελητής εκδόσεων, μεταφραστής.


 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Κήπος της λησμονιάς» του Τόντορ Π. Τόντοροβ

Μετάφραση από τα βουλγάρικα: Ζντράβκα Μιχάιλοβα Κατεβαίνουν τη βουνοπλαγιά, αποφεύγοντας τις λόχμες και τους θάμνους, που άπλωσαν κλωνάρια σαν σιαγόνες. Θάμνοι με ράμφη αντί για άνθη, σκελετοί δένδρων από τους οποίους...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Συγγραφική αγωνία» της Ελένης Λαδιά

Στην νεότητά μου ερχόσουν αυτοβούλως και πάντοτε με πρωτεϊκή μορφή. Έτσι, ποτέ δεν σε αναζήτησα ούτε σε περίμενα. Δεν ήταν όμως μόνον ο χρόνος σου άγνωστος αλλά προβληματική και η μορφή σου, που...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
«Χορεύτρια στον Παρθενώνα» του Πέτρου Γκάτζια

«Και τι έχετε να πείτε εσείς οι νέοι; Τι έχετε να διηγηθείτε; Κάποτε γίνονταν πράγματα. Υπήρχαν προσωπικότητες, γεγονότα. Είχες κάτι να αφηγηθείς σε κάποιον προτού αφήσεις αυτόν τον κόσμο. Τώρα,...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.