fbpx
J. M. Coetzee: «Ο Πολωνός»

J. M. Coetzee: «Ο Πολωνός»

Διαβάζοντας τη νουβέλα Ο Πολωνός (2023) του Τζον Μάξγουελ Κούτσι, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Χριστίνας Σωτηροπούλου, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια συνειδητοποιούν τη δύναμη που έχει ο λογοτεχνικός λόγος να ισορροπεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, μεταξύ επιθυμίας και ματαίωσής της.

Η υπόθεση επικεντρώνεται στη ζωή της Μπεατρίθ, συζύγου ενός ευκατάστατου άντρα και μητέρας δύο γιων, που έχουν διαμορφώσει τη δική τους πλέον ενήλικη ζωή. Η γοητευτική Μπεατρίθ, που πλησιάζει τα πενήντα, δείχνει πλήρως βολεμένη σε μια συμβατική συζυγική ζωή με τον νεανικό της έρωτα, μέχρι τη στιγμή που ένας εβδομηντάρης πιανίστας από την Πολωνία την ερωτεύεται. Ο Βίτολντ καταφτάνει στην πόλη της για να δώσει ένα κονσέρτο και, από την ώρα που τη γνωρίζει, μετατρέπεται γι’ αυτόν σε δαντική μούσα. Η Μπεατρίθ αρχικά τον απορρίπτει, αμφιταλαντεύεται και στο τέλος, έστω για ένα σύντομο διάστημα, ενδίδει στην ερωτική του πολιορκία.

Σε πρώτο επίπεδο, η ιστορία μοιάζει συνηθισμένη και ο αφηγηματικός χρόνος εξελίσσεται ευθύγραμμα χωρίς εκπλήξεις. Κι όμως. Η νουβέλα του Κούτσι συνιστά μια ελλειπτική συμπύκνωση ενός εσωτερικού χρόνου, ο οποίος διαδραματίζεται στον ομιχλώδη ρευστό χώρο όπου οι φαντασιώσεις συμπλέκονται με τη συνειδητότητα. Η εκδίπλωση της πλοκής, που εξελίσσεται με άξονα αναφοράς την εσωτερική της φωνή και τον διάλογό της με τον επίδοξο εραστή, δεν είναι μία ακόμα διήγηση ενός περιστατικού μοιχείας και των τύψεων που προκαλεί σε μια ευυπόληπτη σύζυγο και μητέρα. Μοιάζει μάλλον το αντίθετο: μια κυνική απάθεια απλώνεται σαν παγωμένο μέταλλο πάνω στις κινήσεις, στη φωνή, στο χάδι, στις σκέψεις της Μπεατρίθ, που διαπερνά το υλικό της αφήγησης και μοιάζει να ακυρώνει κάθε ψευδαίσθηση ερωτικής μέθης. Το παρηκμασμένο σώμα του εραστή, ο άνευρος τρόπος που ερμηνεύει τον Σοπέν, στον οποίο αφιέρωσε όλη του τη μουσική διαδρομή, η άτεχνη και δύστροπη ποίηση που της κληροδοτεί ως μεταθανάτιο ενθύμιο ενός έρωτα που δεν γεννήθηκε ποτέ τόσο όμορφος, όσο ο Βίτολντ ήθελε να πειστεί πως ήταν, μετατρέπουν τη Μπεατρίθ σε μια «αντιμποβαρί». Ή τουλάχιστον αυτό παλεύει σε όλη την αφήγηση να πείσει τον εαυτό της και τον αναγνώστη ότι είναι.

Όμως, ο συγγραφέας καταφέρνει δεξιοτεχνικά να αποφύγει οριστικές λύσεις και να υπονομεύσει κάθε βεβαιότητα. Δημιουργεί ένα σύμπαν αμφίσημο, πολυδύναμο και σύνθετο όσο είναι οι χαρακτήρες του, η τέχνη και η ζωή. Αφήνει όλα τα ενδεχόμενα, όλα τα ερωτηματικά, επίμονα, επώδυνα, λυτρωτικά ανοιχτά. Με την αποστεωμένη αφήγησή του, στα όρια σχεδιαγράμματος για μια ιστορία και όχι ιστόρησής της, διατηρεί έναν εσώτερο παλμό που αντέχει να δονείται ανάμεσα στα συντρίμμια της νιότης, στον κυνισμό της βολής, στην «παρανάγνωση» της ονειρώδους μουσικής του νεαρού Σοπέν από τον ηλικιωμένο συμπατριώτη του και στις παραφωνίες της ποιητικής κραυγής του – το κύκνειο άσμα της δημιουργικότητας του Πολωνού. Όσο εκείνος, με τις τελευταίες ανάσες του, αναζητά τη Βεατρίκη της ζωής του στο πρόσωπο της συγκρατημένης στα όρια της ψυχρότητας Ισπανίδας, η Μπεατρίθ αγωνίζεται να αισθανθεί κάτι, με όποιον τρόπο για τον εαυτό της, για τον γάμο της, για την τέχνη, για τον εραστή με το ανεκδιήγητα καθυστερημένο, στο ξέσπασμά του, ερωτικό κάλεσμα.

Δημιουργεί ένα σύμπαν αμφίσημο, πολυδύναμο και σύνθετο όσο είναι οι χαρακτήρες του, η τέχνη και η ζωή. Αφήνει όλα τα ενδεχόμενα, όλα τα ερωτηματικά, επίμονα, επώδυνα, λυτρωτικά ανοιχτά.

Ανάμεσα σε σκέψεις που ματαιώνουν κάθε αναγνωστική προσδοκία για υψηλά αισθήματα και χαμένα ιδανικά μιας νιότης που πέρασε και σε πράξεις οι οποίες μοιάζουν περισσότερο με φιλοδωρήματα συμπόνιας σε έναν Δον Κιχώτη της εποχής μας, που παλεύει να ντύσει το τέλος του με τη μέθη ενός ποιητικού έρωτα, η νουβέλα μακιγιάρει ένα απροσμέτρητο βάθος πτώσεων, ρήξεων και εντάσεων με μια αίσθηση καθημερινού, τετριμμένου, ρηχού και ανιαρού. Ωστόσο, κανένα κίνητρο, σκέψη, δράση, απόφαση δεν είναι περισσότερο αληθινά ή λιγότερο ψεύτικα στο κείμενο. Ο κόσμος του έργου δεν προβάλλει το όνειρο ούτε υπερασπίζει μια μονοφωνική πραγματικότητα, αλλά επιχειρεί να ιχνηλατήσει τις ρωγμές που επικοινωνούν δύο διαφορετικές σφαίρες δράσης, δύο διαφορετικές εκδοχές της ηρωίδας, του μουσικού, του συζύγου, της κόρης του Εύας, της κυρίας Γιαμπλόνσκα, της δικής σου και της δικής μου: αυτή που είναι και αυτή που θα μπορούσε να είναι. Ανάμεσα σε αυταρέσκεια, σε υπαρξιακή αγωνία και στην ανάγκη να διασώσουν και να διασώσουμε έναν εσώτερο εαυτό που αναζητά νόημα πίσω από όλες τις μάσκες του καθωσπρεπισμού της ζωής τους και της ζωής μας.

Στο σύμπαν του Κούτσι τίποτε δεν είναι τόσο γυμνό και ξεκάθαρο όσο δείχνει. Κάθε κατάφαση είναι και άρνηση, κάθε ειρωνική υποδήλωση συνιστά και μια μορφή αναίρεσής της. Σε κάθε εμπαιγμό ο αναγνώστης θα ανακαλύψει στην επόμενη πρόταση ότι κρύβονται τα ερείπια μιας καμουφλαρισμένης καλοσύνης και σε κάθε γενναιόδωρη κίνηση ελλοχεύει το δηλητήριο ενός ανυποχώρητου εγωισμού ή η ακίδα της ανίατης μοναξιάς που σκεπάζει κάθε πρόθεση για ανάταση, για υπέρβαση, για τη διεκδίκηση ενός ονείρου.

Τα διακείμενα προβάλλονται προκλητικά μπροστά στο αντιληπτικό πεδίο του δέκτη και της ηρωίδας του, σε σημείο που κανείς απορεί για την αξία τους, για την αντοχή τους, για το τι έχουν πλέον να πουν σε έναν κόσμο στον οποίο φαντάζουν ψεύτικα στολίδια, ξένα όσο και ο Πολωνός, στη σπάταλη λάμψη τους. Αλλά αυτά επιμένουν να μιλούν και να αφηγούνται για δραματικούς έρωτες, για αλαβάστρινες θεές βυθισμένες στο υποσυνείδητο ενός λησμονημένου εραστή, για έναν Ορφέα ο οποίος αδυνατεί να σταματήσει να παράγει ήχους απέναντι σε ένα κοινό κωφό στη μουσική του.

Ο αναγνώστης δεν παρακολουθεί την πορεία ενός έρωτα, ούτε καταμετρά τις συνέπειες της στάχτης που άφησε πίσω του. Αντίθετα, συστέλλεται και διαστέλλεται συναισθηματικά σε έναν υπαρξιακό ίλιγγο χαμηλής τάσης, σε σημείο που σχεδόν δεν ανιχνεύεται, αν δεν επανερχόταν ξανά και ξανά η σύγχυση της Μπεατρίθ. Απορεί (ή εξανίσταται) με τον εαυτό της που συνεχίζει να ασχολείται με αυτή την αδιανόητη, για τα δεδομένα του ορθολογισμού της, εμμονή ενός ξένου να μιλήσουν με την ψυχή και το σώμα τους την ίδια γλώσσα. Χωρίς εξάρσεις, αλλά επίμονα, υπερβαίνοντας τη διάκριση μεταξύ ζωής και θανάτου, ο ξένος προσκολλάται στη ζωή της, πότε σαν δροσερό όνειρο που ξυπνάς χωρίς ακριβώς να το θυμάσαι και πότε σαν ανησυχαστικός εφιάλτης. Μέχρι και το τέλος της σχέσης, το τέλος του εραστή, το τέλος της αφήγησης αδυνατεί να καταλάβει τι μπορεί η παραγερασμένη φιγούρα του, η άτονη μουσική του και η μελαγχολική ιδιοσυγκρασία του να της προσφέρουν στην αποπνικτικά τακτοποιημένη αντίληψή της για τη ζωή, τον έρωτα, τον γάμο, τον θάνατο.

Προσεγγίζει με τρόπο αισθητικό, άρα πολύσημο και πολυφωνικό, ανεξάντλητα ερωτήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τέχνης με έναν τρόπο σύγχρονο και ανεπιτήδευτα γοητευτικό.

Το έργο δεν ιστορεί τη μοιχεία της Μπεατρίθ ούτε το λυρικό ξέσπασμα ενός μοναχικού καλλιτέχνη που επιλέγει να κρατηθεί από μια φαντασίωση, την οποία οικοδομεί με τα χαρακτηριστικά ενός πραγματικού προσώπου. O Πολωνός του Κούτσι προσεγγίζει με τρόπο αισθητικό, άρα πολύσημο και πολυφωνικό, ανεξάντλητα ερωτήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τέχνης με έναν τρόπο σύγχρονο και ανεπιτήδευτα γοητευτικό. Η ίδια η αφηγηματική πράξη σχεδόν φαίνεται ότι σχολιάζει, ότι απορεί, ειρωνεύεται και ταυτόχρονα ποθεί να μάθει: Tι είναι η επιθυμία; Από τι υλικά γεννιέται ο έρωτας; Η μουσική γεννά τον λόγο ή το αντίστροφο; Τι σημαίνει τέχνη σε έναν κόσμο που αναζητά άμεσες και βολικά οριοθετημένες εξηγήσεις για τα πάντα; Ποιος οργανώνει την ενότητα που μας συστήνει ως οντότητα, σε έναν κόσμο ο οποίος αντιστέκεται σε κάθε παραφωνία, ακόμα και ο εαυτός μας; Τι ορίζεται ως ξένο σε μια πραγματικότητα όπου αδυνατεί κανείς να μεταφράσει τα δικά του συναισθήματα και σκέψεις; Ήταν ποτέ οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα πραγματικά ευκολότερες;

Πώς να κρατήσει κανείς μια λαμπερή σπίθα σε έναν κόσμο που βιάζεται να σβήσει καθετί που κρίνεται ως συναισθηματικά δαπανηρό;

Κι όμως, στο τέλος, πέρα από τα όρια ασφάλειας ή βολής, συνεχίζουμε να λαχταράμε ένα όνειρο, μια επιστροφή σε μια σφαίρα όπου η πνευματική περιπλάνηση και η δημιουργία κάθε μορφής δεν είναι διαγωνισμός ικανότητας ούτε επαγγελματική μανιέρα:

(Όπως αναφέρει η εσωτερική φωνή της Μπεατρίθ): Σου φερόμουν σαν σε λογικό ενήλικα […] Ίσως αυτό να ήταν άλλο ένα λάθος. Αν είχαμε βγάλει τις μάσκες των ενηλίκων και αν είχαμε προσεγγίσει ο ένας τον άλλο σαν παιδί με παιδί, μπορεί να τα είχαμε καταφέρει καλύτερα. Αλλά, φυσικά, το να γίνει κάποιος παιδί δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται. (σελ. 158)

 

Ο Πολωνός
J. M. Coetzee
μετάφραση: Χριστίνα Σωτηροπούλου
Διόπτρα
σ. 168
ISBN: 978-618-220-367-5
Τιμή: 13,30€
001 patakis eshop


 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.